Выбрать главу

Ο Ραντ ένιωσε ένα ρίγος. Στο Κενό, ήταν σαν να ένιωθε κάποιον άλλο να ριγεί. Ήταν ευπρόσδεκτη η υπενθύμιση ότι ο Λουζ Θέριν ήταν ακόμα μέσα του. Έπρεπε να προσέξει, ώστε να μη βυθιστεί σε μια μάχη για τον εαυτό του τη στιγμή που θα αντιμετώπιζε τον Ράχβιν. Αν δεν είχε γίνει αυτό, ίσως να... Όχι. Ό,τι είχε γίνει στο μόλο είχε τελειώσει· δεν θα το σκάλιζε ξανά.

Μίκρυνε την πλατφόρμα κατά έναν εξωτερικό δακτύλιο από πλάκες και γύρισε. Ο Μπάελ τον περίμενε σε κάτι που έμοιαζε με πελώρια τετράγωνη πόρτα στο φως της μέρας, με τα σκαλιά απ’ έξω. Στο πλάι του, ο Πέβιν δεν έδειχνε να ταράζεται περισσότερο από τον Αελίτη αρχηγό μ’ αυτό που έβλεπε, δηλαδή καθόλου. Ο Πέβιν θα μετέφερε αυτό το λάβαρο όπου κι αν πήγαινε ο Ραντ, ακόμα και στο Χάσμα του Χαμού. Ο Ματ έσπρωξε πίσω το καπέλο για να ξύσει το κεφάλι του, και μετά το χαμήλωσε πάλι, μουρμουρίζοντας κάτι για ζάρια στο μυαλό του.

«Εντυπωσιακό», είπε ήσυχα ο Ασμόντιαν. «Αρκετά εντυπωσιακό».

«Τον κολακεύεις άλλη φορά, αρπιστή», είπε η Αβιέντα.

Ήταν η πρώτη που πέρασε, και κοίταζε τον Ραντ, όχι πού πατούσε το πόδι της. Έκανε όλο το δρόμο μέχρι να τον πλησιάσει χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά αλλού εκτός από το πρόσωπό του. Όταν όμως τον έφτασε, γύρισε απότομα, κατέβασε το επώμιο στους αγκώνες της και περιεργάστηκε το σκοτάδι. Μερικές φορές οι γυναίκες ήταν πιο παράξενες από κάθε τι άλλο που θα μπορούσε να είχε φτιάξει ο Δημιουργός.

Ο Μπάελ και ο Πέβιν την ακολούθησαν αμέσως· ύστερα ο Ασμόντιαν, με το ένα χέρι να κρατά το λουρί της άρπας στο στήθος του, το άλλο, με τα δάχτυλα άσπρα, στη λαβή του σπαθιού· ο Ματ, με άνετο βήμα, αλλά κάπως απρόθυμος, μουρμουρίζοντας, σαν να τσακωνόταν μόνος του. Στην Παλιά Γλώσσα. Η Σούλιν είχε την τιμή να είναι η πρώτη από τους υπόλοιπους, αλά σύντομα ακολούθησε ένα πλατύ ποτάμι, όχι μόνο Κόρες του Δόρατος, αλλά και Τάεν Σάρι, Αληθινό Αίμα, και Φαρ Αλντάζαρ Ντιν, Αδέρφια του Αετού· επίσης, μπήκαν και στριμώχτηκαν Κόκκινες Ασπίδες και Αγγελιαφόροι της Αυγής, Σκυλιά της Πέτρας και Μαχαιροκράτες, εκπρόσωποι όλων των κοινωνιών.

Καθώς ο αριθμός τους αυξανόταν, ο Ραντ πήγε στην απέναντι άκρη της πλατφόρμας από την πύλη. Παρ’ όλο που δεν χρειαζόταν, ήθελε να βλέπει πού πήγαινε. Η αλήθεια ήταν ότι θα μπορούσε να έχει μείνει στην άλλη άκρη ή να πάει στα πλάγια· εδώ οι κατευθύνσεις ήταν ρευστές· όποιο δρόμο κι αν διάλεγε να ακολουθήσει, θα έβγαινε στο Κάεμλυν, αν το έκανε σωστά. Και στο ατέλειωτο μαύρο του τίποτα, αν το έκανε λάθος.

Με εξαίρεση τον Μπάελ και τη Σούλιν —και την Αβιέντα, φυσικά — οι υπόλοιποι Αελίτες άφηναν λίγο χώρο γύρω από τον Ραντ και τον Ματ, τον Ασμόντιαν και τον Πέβιν. «Μην πλησιάζετε την άκρη», είπε ο Ραντ. Ο Αελίτης που ήταν πιο κοντά του, έκανε μόλις ένα βηματάκι πίσω. Ο Ραντ δεν μπορούσε να δει πάνω από το δάσος των τυλιγμένων στο σούφα κεφαλιών. «Γέμισε;» φώναξε. Η πλατφόρμα μπορεί να χωρούσε τους μισούς απ’ όσους ήθελαν να πάνε, αλλά όχι πολύ περισσότερους. «Γέμισε;»

«Ναι», φώναξε τελικά μια γυναικεία φωνή, απρόθυμα —του φάνηκε ότι ήταν η Λαμέλ― αλλά ακόμα υπήρχε μια αναστάτωση στην πύλη, Αελίτες σίγουροι ότι είχε χώρο για έναν ακόμα.

«Φτάνει!» φώναξε ο Ραντ. «Όχι άλλοι! Απομακρυνθείτε από την πύλη! Όλοι σταθείτε μακριά!» Δεν ήθελε εκείνο που είχε συμβεί στο Σωντσανό δόρυ να συμβεί εδώ σε ζωντανή σάρκα.

Μια παύση, και μετά, «Έχει χώρο». Ήταν πράγματι η Λαμέλ. Ο Ραντ θα στοιχημάτιζε και το τελευταίο χάλκινο νόμισμά του ότι κάπου εκεί πίσω ήταν η Ενάιλα και η Σομάρα.

Η πύλη φάνηκε να στρίβει στο πλάι, λεπταίνοντας, ώσπου εξαφανίστηκε με μια τελευταία λάμψη.

«Μα το αίμα και τις στάχτες!» μουρμούρισε ο Ματ, γέρνοντας αηδιασμένος στο δόρυ του. «Αυτό είναι χειρότερο από τις καμένες τις Οδούς!» Κάτι που έκανε τον Ασμόντιαν να τον κοιτάξει ξαφνιασμένος, και τον Μπάελ να του ρίξει μια συλλογισμένη ματιά. Ο Ματ δεν το πρόσεξε· αγριοκοίταζε τη μαυρίλα.

Δεν υπήρχε αίσθηση κίνησης, αύρα να φυσήξει το λάβαρο που κρατούσε ο Πέβιν. Έμοιαζαν να στέκουν ακίνητοι. Όμως ο Ραντ ήξερε· σχεδόν ένιωθε να πλησιάζει το μέρος που πήγαιναν.

«Αν πλησιάσεις πολύ κοντά του, θα σε νιώσει». Ο Ασμόντιαν έγλειφε τα χείλη του και απέφευγε να κοιτάξει οποιονδήποτε. «Τουλάχιστον έτσι έχω ακούσει».