Выбрать главу

«Ξέρω που πάω», είπε ο Ραντ. Όχι πολύ κοντά. Αλλά όχι πολύ μακριά. Θυμόταν καλά το σημείο.

Καμία κίνηση. Ατέλειωτο σκοτάδι, και όλοι τους κρέμονταν εκεί μέσα. Ασάλευτοι. Πέρασε μισή ώρα, ίσως.

Μια αναταραχή διέτρεξε τους Αελίτες.

«Τι έγινε;» ρώτησε ο Ραντ.

Μουρμουρητά ταξίδεψαν στην πλατφόρμα. «Κάποιος έπεσε», είπε τελικά ένας σωματώδης άνδρας κοντά του. Ο Ραντ τον αναγνώρισε. Λεγόταν Μεκιάρ. Ήταν Κορ Νταράι, Δόρυ της Νύχτας. Φορούσε την κόκκινη κορδέλα στο κεφάλι.

«Δεν ήταν καμιά...» άρχισε να λέει ο Ραντ, και μετά κατάλαβε ότι η Σούλιν τον κοίταζε ανέκφραστα.

Γύρισε από την άλλη να ατενίσει το σκοτάδι, κι ο θυμός ήταν ένας λεκές στο ασυγκίνητο Κενό. Άρα δεν έπρεπε να τον πειράζει περισσότερο, αν είχε γκρεμιστεί μια Κόρη, ε; Τον πείραζε. Θα έπεφτε παντοτινά στο ατέλειωτο μαύρο. Άραγε θα έχανε τα λογικά της προτού την έβρισκε ο θάνατος, από πείνα ή δίψα ή φόβο; Σ’ αυτή την πτώση, ακόμα και ένας Αελίτης στο τέλος θα έβρισκε ένα φόβο αρκετά δυνατό για να του σταματήσει την καρδιά. Σχεδόν ευχόταν κάτι τέτοιο· πρέπει να ήταν πιο σπλαχνικό τέλος.

Που να καώ, τι έγινε η σκληρότητα, για την οποία περηφανευόμουν; Είτε Κόρη είτε Σκυλί της Πέτρας, το δόρυ είναι δόρυ. Μπορεί να το σκεφτόταν, αλλά δεν ήταν έτσι. Θα γίνω σκληρός! Θα άφηνε τις Κόρες να χορεύουν το δόρυ όπου ήθελαν. Θα τις άφηνε. Και ήξερε ότι θα έψαχνε να μάθει τα ονόματα όσων σκοτώνονταν, για να γίνει το κάθε όνομα άλλη μια μαχαιριά στην ψυχή του. Θα γίνω σκληρός. Που να με βοηθήσει το Φως, αυτό θα κάνω. Που να με βοηθήσει το Φως.

Έμοιαζαν ακίνητοι, κρεμασμένοι στη μαυρίλα.

Η πλατφόρμα σταμάτησε. Ήταν δύσκολο να πει πώς το καταλάβαινε, ενώ πριν ήξερε ότι κινούνταν, αλλά το καταλάβαινε.

Διαβίβασε, και μια πύλη άνοιξε με τον ίδιο τρόπο που είχε ανοίξει στην αυλή του παλατιού της Καιρχίν. Η γωνία του ήλιου δεν είχε αλλάξει σχεδόν καθόλου, όμως εδώ το πρωινό φως έλαμπε σ’ έναν πλακοστρωμένο δρόμο και μια ανηφοριά καμπούριαζε γεμάτη γρασίδι και αγριολούλουδα ξεραμένα από την ανομβρία, μια ανηφοριά που κατέληγε σε ένα πέτρινο τοίχο ύψους δύο απλωσιών ή και περισσότερο, με πέτρες δουλεμένες τραχιά, ώστε να μοιάζουν φυσικές. Πάνω από κείνο τον τοίχο έβλεπε τους χρυσούς θόλους του Βασιλικού Παλατιού του Άντορ, και μερικά από κείνα τα ανοιχτόχρωμα βέλη των κτηρίων είχαν στην κορυφή λάβαρα με το Λευκό Λιοντάρι που κυμάτιζαν στην αύρα. Στην άλλη μεριά αυτού του τοίχου βρισκόταν ο κήπος όπου είχε πρωτοσυναντήσει την Ηλαίην.

Γαλανά μάτια αιωρούνταν έξω από το Κενό κατηγορώντας τον, φευγαλέα ανάμνηση από κλεμμένα φιλιά στο Δάκρυ, η θύμηση ενός γράμματος που απίθωνε την καρδιά και την ψυχή της στα πόδια του, μηνύματα φερμένα από την Εγκουέν που προφασίζονταν αγάπη. Τι θα έλεγε η Ηλαίην, αν μάθαινε ποτέ για την Αβιέντα, για τη νύχτα εκείνη στην καλύβα από χιόνι; Η θύμηση ενός άλλου γράμματος, με το οποίο τον απαρνιόταν παγερά, μια βασίλισσα που καταδίκαζε έναν χοιροβοσκό στο σκοτάδι το εξώτερο. Δεν είχε σημασία. Ο Λαν είχε δίκιο. Όμως ο Ραντ ήθελε... Τι; Ποια; Γαλάζια μάτια και πράσινα και σκούρα καστανά. Την Ηλαίην, που ίσως τον αγαπούσε και ίσως δεν μπορούσε να αποφασίσει; Την Αβιέντα, που τον κορόιδευε με αυτό που δεν τον άφηνε να αγγίξει; Τη Μιν, που γελούσε μαζί του και τον θεωρούσε κοκορόμυαλο κι ανόητο; Όλα αυτά άστραψαν στα όρια του Κενού. Προσπάθησε να τα αγνοήσει, να αγνοήσει τις βασανιστικές αναμνήσεις μιας άλλης γαλανομάτας, που κειτόταν νεκρή στο διάδρομο ενός παλατιού, πριν από τόσο καιρό.

Στάθηκε εκεί αναγκαστικά, ενώ οι Αελίτες έβγαιναν ποτάμι πίσω από τον Μπάελ, φορώντας τα πέπλα τους, κι απλώνονταν δεξιά κι αριστερά. Η παρουσία του διατηρούσε την πλατφόρμα· θα εξαφανιζόταν, μόλις εκείνος περνούσε την πύλη. Η Αβιέντα περίμενε γαλήνια όσο και ο Πέβιν, αν και καμιά φορά έβγαζε το κεφάλι για να κοιτάξει, σμίγοντας λιγάκι τα φρύδια προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση στο δρόμο. Ο Ασμόντιαν άγγιζε το σπαθί και ανάσαινε υπερβολικά γοργά· ο Ραντ αναρωτήθηκε αν ήξερε καν να το χρησιμοποιεί. Όχι ότι θα χρειαζόταν. Ο Ματ κοίταξε τον τοίχο σαν να ήταν μια άσχημη ανάμνηση. Είχε μπει κι αυτός κάποτε στο παλάτι από δω.

Πέρασε και ο τελευταίος πεπλοφορεμένος Αελίτης, και ο Ραντ έκανε νόημα στους άλλους να βγουν, ακολουθώντας τους κατόπιν. Η πύλη έσβησε κι εξαφανίστηκε, αφήνοντάς τον στο κέντρο ενός μεγάλου κύκλου από επιφυλακτικές Κόρες. Αελίτες έτρεχαν στο δρόμο που κύρτωνε —ο δρόμος ακολουθούσε τη διαμόρφωση του λόφου· όλοι οι δρόμοι στην Έσω Πόλη κυλούσαν μαζί με τη γη― και χάνονταν πίσω από στροφές, καθώς έτρεχαν να βρουν και να σταματήσουν όποιους τυχόν μπορούσαν να σημάνουν συναγερμό. Πολλοί άλλοι ανηφόριζαν την πλαγιά και μερικοί είχαν αρχίσει να σκαρφαλώνουν τον τοίχο, χρησιμοποιώντας μικρές εσοχές και προεξοχές για να πιαστούν με χέρια και με πόδια.