Ξαφνικά, ο Ραντ στύλωσε το βλέμμα. Στα αριστερά του, ο δρόμος κατηφόριζε και, στρίβοντας, εξαφανιζόταν, ενώ η κλίση του πρόσφερε θέα πέρα από τους πύργους με τα κεραμίδια, που αστραφτοβολούσαν στον πρωινό ήλιο με εκατό διαφορετικά χρώματα, πάνω από τις κεραμοσκεπές, μέχρι ένα από τα άφθονα πάρκα της Έσω Πόλης, που οι λευκοί δρόμοι του και τα μνημεία του σχημάτιζαν κεφαλή λέοντα όταν τα έβλεπες απ’ αυτή τη γωνία. Στα δεξιά του, ο δρόμος υψωνόταν λιγάκι προτού στρίψει, κι έβλεπες άλλους πύργους, οι οποίοι κατέληγαν σε βέλη ή σε θόλους με μια ποικιλία σχημάτων, να λαμπυρίζουν πάνω από τις στέγες. Οι Αελίτες γέμισαν το δρόμο, απλώθηκαν γοργά στα διπλανά δρομάκια που ξεκινούσαν σπειροειδώς από το παλάτι. Αελίτες, κανένας άλλος. Ο ήλιος ήταν αρκετά ψηλά για να έχει σηκωθεί ο κόσμος και να πηγαίνει στις δουλειές του, ακόμα και τόσο κοντά στο παλάτι.
Σαν σ’ εφιάλτη, ο τοίχος από πάνω σωριάστηκε προς τα έξω σε πέντ’ έξι σημεία. Αελίτες και πέτρες έπεσαν σ’ όσους σκαρφάλωναν ακόμα. Προτού τα χαλάσματα που αναπηδούσαν καταλήξουν στο δρόμο, Τρόλοκ εμφανίστηκαν στα ανοίγματα, ρίχνοντας τους πολιορκητικούς κριούς που είχαν χρησιμοποιήσει και τραβώντας σπαθιά κυρτά σαν δρεπάνια ― κι άλλοι ακόμα, με ακιδωτά τσεκούρια και δόρατα με αγκίστρια, πελώρια ανθρωπόμορφα σώματα με μαύρη πανοπλία με καρφιά στους ώμους και τους αγκώνες, πελώρια ανθρωπόμορφα πρόσωπα αλλοιωμένα από μουσούδες και ρύγχη, ράμφη και κέρατα και φτερά, που κατηφόριζαν την πλαγιά με ανόφθαλμους Μυρντράαλ, σαν ερπετά του μεσονυκτίου, ανάμεσά τους. Σ’ όλο το δρόμο, Τρόλοκ που ούρλιαζαν και βουβοί Μυρντράαλ ξεχύνονταν από πόρτες, πηδούσαν από παράθυρα. Κεραυνοί χίμηξαν από τον ανέφελο ουρανό.
Ο Ραντ ύφανε Φωτιά και Αέρα για να ανταμώσει Φωτιά και Αέρα, μια ασπίδα που απλωνόταν αργά, προσπαθώντας να παραβγεί με τον κεραυνό που έπεφτε. Πολύ αργά. Ένα αστροπελέκι χτύπησε την ασπίδα ακριβώς πάνω από το κεφάλι του και συνετρίβη μέσα σε μια εκτυφλωτική λάμψη, όμως άλλα βρήκαν το έδαφος, και οι τρίχες του σηκώθηκαν όρθιες, καθώς ο ίδιος ο αέρας έμοιαζε να τον σφυροκοπά για να τον ρίξει κάτω. Παραλίγο θα έχανε την ύφανση, παραλίγο και το ίδιο το Κενό, αλλά ύφανε αυτό που δεν μπορούσε να δει με μάτια ακόμα γεμάτα από κείνο το πύρινο φως και άπλωσε την ασπίδα ενάντια στα αστροπελέκια από τον ουρανό, που τουλάχιστον καταλάβαινε ότι χτυπούσαν την ασπίδα. Τη χτυπούσαν για να τον φτάσουν, όμως αυτό θα άλλαζε. Άντλησε σαϊντίν μέσω του ανγκριάλ που είχε στην τσέπη του, και ύφανε την ασπίδα, ώσπου ήταν σίγουρος ότι θα κάλυπτε τη μισή Έσω Πόλη, και μετά τη στερέωσε. Καθώς σηκωνόταν όρθιος με κόπο, η όραση του άρχισε να επανέρχεται, στην αρχή θολά, με πόνο. Έπρεπε να κινηθεί γρήγορα. Ο Ράχβιν ήξερε ότι ήταν εκεί. Έπρεπε να...
Έμοιαζε να έχει περάσει ελάχιστος χρόνος. Ο Ράχβιν δεν νοιαζόταν για το πόσοι από τους δικούς του θα πέθαιναν. Αποσβολωμένοι Τρόλοκ και Μυρντράαλ στην πλαγιά έπεφταν από τα χτυπήματα των δοράτων που κρατούσαν οι Κόρες, πολλές από τις οποίες κινούνταν ζαλισμένες κι αυτές. Κάποιες Κόρες, εκείνες που βρίσκονταν πιο κοντά στον Ραντ, μόλις τώρα σηκώνονταν από κει που είχαν σωριαστεί, και ο Πέβιν στεκόταν με τα πόδια ανοιχτά, όρθιος με τον ιστό του κόκκινου λάβαρου, ενώ το σημαδεμένο πρόσωπό του ήταν ακόμα ανέκφραστο. Κι άλλοι Τρόλοκ ξεχύνονταν από τα χάσματα στον τοίχο πιο πάνω, ενώ η οχλοβοή της μάχης γέμιζε τους δρόμους προς όλες τις κατευθύνσεις, όμως για τον Ραντ όλα αυτά θα μπορούσαν να συμβαίνουν σε άλλη χώρα.
Υπήρχαν κι άλλοι κεραυνοί σε κείνη την πρώτη ριπή, όμως δεν σημάδευαν όλοι τον Ραντ. Οι μπότες του Ματ έβγαζαν καπνούς, δέκα βήματα πιο πέρα από κει που ο ίδιος ο Ματ κειτόταν ανάσκελα. Καπνοί υψώνονταν από το μαύρο κοντάρι του δόρατός του, από το σακάκι του, ακόμα και από την ασημένια αλεπουδοκεφαλή που κρεμόταν έξω από το πουκάμισό του, η οποία δεν τον είχε γλιτώσει από τη διαβίβαση ενός άνδρα. Ο Ασμόντιαν ήταν ένας παραμορφωμένος, καρβουνιασμένος σωρός, ο οποίος αναγνωριζόταν μονάχα από την καμένη θήκη της άρπας, που ακόμα βρισκόταν στην πλάτη του. Και η Αβιέντα... Χωρίς κανένα σημάδι, έμοιαζε να είχε ξαπλώσει για να ξεκουραστεί ― αν μπορούσε να ξεκουραστεί με τα μάτια να κοιτάνε τον ήλιο χωρίς ν’ ανοιγοκλείνουν.
Ο Ραντ έσκυψε να αγγίξει το μάγουλό της. Ήταν κρύο. Είχε μια αίσθηση... Σαν να μην ήταν σάρκα.
«ΡΑΑΑΑΧΒΙΙΙΙΝ!»
Τον ξάφνιασε λίγο εκείνος ο ήχος που έβγαινε από το λαρύγγι του. Ο Ραντ ήταν σαν να καθόταν κάπου βαθιά στο πίσω μέρος του μυαλού του, και το Κενό γύρω του να είναι πιο ακόμα πιο αχανές και άδειο από κάθε άλλη φορά. Δεν τον ένοιαζε αν θα τον παρέσερνε. Το μόλυσμα πότιζε τα πάντα, βρώμιζε τα πάντα. Δεν τον ένοιαζε.