Τρεις Τρόλοκ ξέφυγαν από τις Κόρες, κρατώντας στα τριχωτά τους χέρια μεγάλους ακιδωτούς πελέκεις και παράξενα δόρατα με αγκίστρια, καρφώνοντας τα τόσο ανθρώπινα μάτια τους πάνω του, όπως στεκόταν εκεί, μοιάζοντας άοπλος. Εκείνος που είχε μούρη αγριόχοιρου με χαυλιόδοντες έπεσε, με το δόρυ της Ενάιλα στη ραχοκοκαλιά του. Οι άλλοι με το ράμφος αετού και με το ρύγχος αρκούδας συνέχισαν να τρέχουν κατά πάνω του, ο ένας φορώντας μπότες, ο άλλος με πατούσες ζώου.
Ο Ραντ ένιωσε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του.
Φωτιά ξέσπασε μέσα στους δύο Τρόλοκ, μια φλόγα από κάθε πόρο, κι εξερράγη μέσα από τις μαύρες αρματωσιές. Προτού καλά-καλά ανοίξουν το στόμα για να ουρλιάξουν, μια πόρτα άνοιξε εκεί που στέκονταν. Η φλεγόμενη σάρκα κόπηκε από τη μια άκρη ως την άλλη και τα ματωμένα μισά της έπεσαν κάτω, όμως ο Ραντ κοίταζε μέσα από το άνοιγμα. Όχι στο σκοτάδι, αλλά σε μια μεγάλη αίθουσα με κολόνες και πέτρινα χωρίσματα με σμιλεμένα λιοντάρια, όπου ένας μεγαλόσωμος άνδρας με λευκές πινελιές στα μελαχρινά μαλλιά του, καθισμένος σ’ έναν επίχρυσο θρόνο, ύψωσε το βλέμμα έκπληκτος. Δώδεκα άνδρες, κάποιοι ντυμένοι σαν άρχοντες, άλλοι φορώντας πανοπλία, στράφηκαν να δουν τι κοίταζε ο αφέντης τους.
Ο Ραντ μόλις που τους πρόσεξε. «Ράχβιν», είπε. Ή το είπε κάποιος άλλος. Δεν ήταν σίγουρος ποιος.
Έστειλε φωτιά και αστραπή μπροστά του, δρασκέλισε την πύλη και την άφησε να κλείσει πίσω του. Ήταν η προσωποποίηση του θανάτου.
Η Νυνάβε δεν χρειαζόταν να μοχθήσει για να κρατήσει το θυμό που της επέτρεπε να διαβιβάζει μια ροή Πνεύματος στην κεχριμπαρένια κοιμωμένη στο πουγκί της. Αυτό το πρωί δεν την άγγιζε ούτε καν η αίσθηση των αθέατων ματιών. Η Σιουάν στεκόταν μπροστά της σε ένα δρόμο του Σαλιντάρ στον Τελ’αράν’ριοντ, ένα δρόμο άδειο, αν εξαιρούσες τις δυο τους, μερικές μύγες και μια αλεπού, που κοντοστάθηκε να τις κοιτάξει περίεργα προτού συνεχίσει να σιγοτρέχει.
«Πρέπει να συγκεντρωθείς», γάβγισε η Νυνάβε. «Είχες καλύτερο έλεγχο την πρώτη φορά. Συγκεντρώσου!»
«Μα συγκεντρώνομαι, ανόητη!» Το απλό γαλάζιο μάλλινο φόρεμα της Σιουάν ξαφνικά έγινε μεταξωτό. Φορούσε το επτάριγο επιτραχήλιο της Έδρας της Άμερλιν, και είχε στο δάχτυλο ένα χρυσό ερπετό που δάγκωνε την ουρά του. Κοίταξε συνοφρυωμένη τη Νυνάβε και δεν φάνηκε να αντιλαμβάνεται την αλλαγή, αν και είχε ήδη φορέσει τα ίδια πράγματα πέντε φορές σήμερα. «Αν υπάρχει κάποια δυσκολία, βρίσκεται στο καταπότι με τη φριχτή γεύση που μου έδωσες! Φτου! Ακόμα έχω την ψαρίλα στο στόμα μου. Σαν κύστη γλώσσας». Το επιτραχήλιο και το δαχτυλίδι χάθηκαν· ο ψηλός λαιμός του μεταξωτού φορέματος βάθυνε αρκετά για να δείξει το συστρεμμένο πέτρινο δαχτυλίδι που κρεμόταν ανάμεσα στα στήθη της από μια καλοδουλεμένη χρυσή αλυσίδα.
«Επέμενες να σε διδάσκω σε ώρες που χρειάζεσαι για να κοιμηθείς, αλλιώς δεν θα χρειαζόταν». Ε, μπορεί στο μίγμα να υπήρχαν ρίζα προβατόγλωσσας και μερικά άλλα πράγματα, που δεν ήταν απαραίτητα. Της Σιουάν της άξιζε αυτή η αηδιαστική γεύση στο στόμα.
«Δεν μπορείς να με διδάξεις όταν διδάσκεις τη Σέριαμ και τις άλλες». Το μετάξι πήρε πιο ανοιχτό χρώμα· ο λαιμός ήταν πάλι ψηλός, ντυμένος με λευκή δαντελένια φρέζα, κι ένα καπελάκι από μαργαριτάρια στόλιζε τα μαλλιά της Σιουάν. «Ή θα προτιμούσες να έρχομαι ύστερα απ’ αυτές; Ισχυρίζεσαι πως χρειάζεται κάποιες ώρες να κοιμάσαι ανενόχλητη».
Η Νυνάβε κόρωσε, με τις γροθιές σφιγμένες στο πλάι. Η Σέριαμ και οι άλλες δεν ήταν το χειρότερο πράγμα που έτρεφε το θυμό της. Αυτή και η Ηλαίην εναλλάξ τις έφερναν στον Τελ’αράν’ριοντ δύο-δύο, μερικές φορές και τις έξι κάθε νύχτα· ακόμα κι αν ήταν η δασκάλα, δεν την άφηναν να ξεχάσει ότι αυτή ήταν Αποδεχθείσα κι εκείνες Άες Σεντάι. Μια αυστηρή κουβέντα για ένα ανόητο λάθος τους... Την Ηλαίην την είχαν στείλει να καθαρίζει κατσαρόλες στα μαγειρεία μονάχα μια φορά, όμως τα χέρια της Νυνάβε είχαν μαραθεί από το καυτό σαπουνόνερο· τουλάχιστον εκεί που το σώμα της κειτόταν κοιμισμένο. Αλλά το χειρότερο δεν ήταν αυτές. Ούτε ήταν το γεγονός ότι είχε ελάχιστες στιγμές να αφιερώσει στο να ερευνήσει αν και τι μπορούσε να γίνει για το σιγάνεμα και το ειρήνεμα. Ο Λογκαίν ήταν πιο συνεργάσιμος από τη Σιουάν και τη Ληάνε, ή τουλάχιστον πιο πρόθυμος. Δόξα στο Φως που καταλάβαινε ότι έπρεπε να το κρατήσει μυστικό. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε μέσα του· μάλλον πίστευε ότι τελικά θα τον Θεράπευε. Όχι, το χειρότερο ήταν ότι η Φαολάιν είχε δοκιμαστεί και είχε προαχθεί... όχι σε Άες Σεντάι —δεν γινόταν αυτό χωρίς τη Ράβδο των Όρκων, που φυλασσόταν στον Πύργο― αλλά σε κάτι παραπάνω από Αποδεχθείσα. Τώρα η Φαολάιν φορούσε όποιο φόρεμα ήθελε και, παρ’ όλο που δεν μπορούσε να φορέσει το επώμιο ή να διαλέξει Άτζα, της είχαν δοθεί άλλες αρμοδιότητες. Η Νυνάβε σκεφτόταν ότι είχε κουβαλήσει περισσότερα κύπελλα νερό, περισσότερα βιβλία —παρατημένα όπου να ’ναι επίτηδες, ήταν σίγουρη γι’ αυτό!― και περισσότερες καρφίτσες και μελανοδοχεία και άλλα άχρηστα πράγματα τις τελευταίες τέσσερις μέρες απ’ όσα όλο τον καιρό που είχε μείνει στον Πύργο. Όμως η Φαολάιν δεν ήταν η χειρότερη απ’ όλες. Η Νυνάβε δεν ήθελε ούτε να το θυμάται αυτό. Ο θυμός της θα μπορούσε να ζεστάνει ολόκληρο σπίτι μέσα στο χειμώνα.