Выбрать главу

Η Νυνάβε έμεινε εκεί να την κοιτάζει. Τι θα έκανε ως Σοφία αν είχε βρει δυο γυναίκες να κυλιούνται στο χώμα με τέτοιον τρόπο; Αν μη τι άλλο, η απάντηση εμπόδισε το θυμό της να φουντώσει. Η Σιουάν ακόμα δεν φαινόταν να έχει καταλάβει ότι στον Τελ’αράν’ριοντ δεν χρειαζόταν να τινάζεις τη σκόνη με τα χέρια. Η Νυνάβε άφησε την πλεξούδα της, που προσπαθούσε να τη σιάξει, και σηκώθηκε γοργά· προτού ξαναβρεθεί όρθια, η πλεξούδα κρεμόταν τέλεια στον ώμο της και το καλό μάλλινο φόρεμα των Δύο Ποταμών που φορούσε έμοιαζε φρεσκοπλυμένο.

«Συμφωνώ», είπε. Αν έπιανε δυο γυναίκες να κάνουν τα ίδια, θα τις έκανε να μετανιώσουν που είχαν γεννηθεί, προτού ακόμα τις σύρει μπροστά στον Κύκλο των Γυναικών. Τι ήθελε και είχε αρχίσει τα γρονθοκοπήματα σαν τους χαζούς τους άνδρες; Πρώτα η Σεράντιν —δεν της άρεσε να σκέφτεται το επεισόδιο, μα εκείνο δεν έλεγε να εξαφανιστεί― μετά η Λατέλ και τώρα αυτό. Προσπαθούσε να ξεπεράσει το όριό της με το να είναι συνεχώς θυμωμένη; Δυστυχώς —ή ίσως ευτυχώς― αυτή η σκέψη δεν έκανε καλό στα νεύρα της. «Αν έχουμε διαφωνίες, μπορούμε να τις συζητήσουμε».

«Μ’ άλλα λόγια, αυτό σημαίνει να βάλουμε τις φωνές», είπε ξερά η Σιουάν. «Ε, καλύτερα έτσι παρά αλλιώς».

«Δεν θα χρειαζόταν να φωνάζουμε, αν εσύ-!» Η Νυνάβε πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε απότομα αλλού. Η ανάσα σκάλωσε στο λαιμό της και η Νυνάβε ξαναγύρισε το κεφάλι προς τη Σιουάν, τόσο γοργά, που έμοιαζε απλώς να το είχε κουνήσει. Ευχήθηκε αυτή την εικόνα να είχε δώσει. Μονάχα για μια στιγμή, είχε δει ένα πρόσωπο σε ένα παράθυρο στην άλλη μεριά του δρόμου. Και είχε μια αναγούλα στο στομάχι, ένα θύλακο φόβου, μια φλόγα από θυμό για το φόβο που είχε νιώσει. «Νομίζω ότι πρέπει να γυρίσουμε τώρα», είπε ήσυχα.

«Να γυρίσουμε! Είπες ότι αυτό το φρικτό καταπότι θα με κάνει να κοιμηθώ δυο ολόκληρες ώρες, και δεν είμαστε ούτε το μισό απ’ αυτό εδώ».

«Ο χρόνος εδώ δουλεύει διαφορετικά». Μήπως ήταν η Μογκέντιεν; Το πρόσωπο είχε χαθεί τόσο γρήγορα, ώστε θα μπορούσε να ήταν κάποια που απλώς είχε ονειρευτεί τον εαυτό της εδώ για μια στιγμή. Αν ήταν η Μογκέντιεν, τότε δεν έπρεπε —σε καμία περίπτωση― να καταλάβει ότι την είχαν δει. Έπρεπε να ξεφύγουν. Θύλακος φόβου, φλόγα από θυμό. «Σου είπα. Μια μέρα στον Τελ’αράν’ριοντ μπορεί να είναι μια ώρα στον ξυπνητό κόσμο ή το αντίθετο. Πρέπει―»

«Είχα βγάλει καλύτερη ψαριά ψάχνοντας τους κουβάδες με τα απόνερα, μικρή μου. Μη νομίζεις ότι θα με ξεγελάσεις χωρίς να το καταλάβω. Θα μου διδάξεις ό,τι διδάσκεις στις άλλες, όπως συμφωνήσαμε. Θα φύγουμε όταν ξυπνήσω».

Δεν υπήρχε χρόνος. Αν ήταν η Μογκέντιεν. Το φόρεμα της Σιουάν τώρα ήταν από καταπράσινο μετάξι και φορούσε πάλι το επιτραχήλιο και το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού, αλλά το παράξενο ήταν ότι το ντεκολτέ ήταν από τα πιο βαθιά που είχε σ’ όλα αυτά τα φορέματα. Το δαχτυλίδι τερ’ανγκριάλ κρεμόταν πάνω από τα στήθη της, και με κάποιον τρόπο είχε γίνει μέρος ενός περιδέραιου από τετράγωνα σμαράγδια.

Η Νυνάβε έδρασε χωρίς να το σκεφτεί. Το χέρι της τινάχτηκε, άρπαξε το περιδέραιο με τόσο δύναμη, που το ξεκόλλησε από το λαιμό της Σιουάν. Τα μάτια της πλάτυναν, όμως μόλις έσπασε η μικρή αγκράφα, η Σιουάν εξαφανίστηκε, ενώ το περιδέραιο και το δαχτυλίδι χάθηκαν από το χέρι της Νυνάβε. Για μια στιγμή, έμεινε να κοιτάζει τα άδεια δάχτυλά της. Τι πάθαινε κάποιος που τον έδιωχνες μ’ αυτόν τον τρόπο από τον Τελ’αράν’ριοντ; Είχε στείλει τη Σιουάν πίσω στο κοιμισμένο κορμί της; Ή κάπου αλλού; Στο τίποτα;

Την κατέλαβε πανικός. Απλώς στεκόταν εκεί. Γοργά, σαν τη σκέψη της, το έσκασε, και ο Κόσμος των Ονείρων φάνηκε να αλλάζει γύρω της.

Στεκόταν στο χωματόδρομο ενός χωριού με ξύλινα σπίτια, ισόγεια όλα. Το Λευκό Λιοντάρι του Άντορ κυμάτιζε σε ένα ψηλό κοντάρι και μια πέτρινη αποβάθρα χωνόταν σε ένα πλατύ ποτάμι, όπου ένα κοπάδι από πουλιά με μακριά, πλατιά ράμφη πετούσαν προς το νότο χαμηλά πάνω από τα νερά. Όλα φαινόταν αόριστα γνώριμα, όμως χρειάστηκε μια στιγμή για να καταλάβει πού βρισκόταν. Ήταν το Τζουρένε. Στην Καιρχίν. Κι αυτός ο ποταμός ήταν ο Ερίνιν. Εκεί η Νυνάβε και η Εγκουέν και η Ηλαίην είχαν επιβιβαστεί στο Σβέλτο, πλοίο με άθλιο όνομα σαν το Ριβερσέρπεντ, για να συνεχίσουν το ταξίδι προς το Δάκρυ. Εκείνες οι μέρες της φαίνονταν σαν κάτι για το οποίο είχε διαβάσει σε βιβλίο πριν από πολύ καιρό.

Γιατί είχε πηδήξει στο Τζουρένε; Αυτό ήταν απλό, κι έδωσε την απάντηση ευθύς μόλις το σκέφτηκε. Το Τζουρένε ήταν το ένα μέρος που ήξερε καλά για να πηδήξει σ’ αυτό μέσα στον Τελ’αράν’ριοντ, για το οποίο ήταν σίγουρη ότι η Μογκέντιεν δεν ήξερε τίποτα. Είχαν μείνει εκεί μια ώρα, προτού μάθει η Μογκέντιεν την ύπαρξή της, και ήταν σίγουρη ότι ούτε η ίδια ούτε η Ηλαίην το είχαν αναφέρει άλλοτε, είτε στον Τελ’αράν’ριοντ είτε ξυπνητές.