Выбрать главу

Έτσι όμως υπήρχε ένα άλλο ερώτημα. Το ίδιο, κατά έναν τρόπο. Γιατί στο Τζουρένε; Γιατί δεν είχε βγει από το Όνειρο, γιατί δεν είχε ξυπνήσει στο κρεβάτι της, μαλακό ή σκληρό δεν είχε σημασία, αν δεν ήταν τόσο κουρασμένη μετά τη λάντζα και το σφουγγάρισμα που να μην μπορεί να ξυπνήσει; Μπορώ και τώρα να βγω έξω. Η Μογκέντιεν την είχε δει στο Σαλιντάρ, αν εκείνη ήταν η Μογκέντιεν. Η Μογκέντιεν τώρα ήξερε το Σαλιντάρ. Μπορώ να το πω στη Σέριαμ. Πώς όμως; Να παραδεχόταν ότι δίδασκε τη Σιουάν; Κανονικά δεν έπρεπε να πιάνει στα χέρια της εκείνα τα τερ’ανγκριάλ, παρά μόνο μαζί με τη Σέριαμ και τις άλλες Άες Σεντάι. Η Νυνάβε δεν ήξερε πώς τα έβρισκε η Σιουάν όταν τα χρειαζόταν. Όχι, δεν φοβόταν μήπως περνούσε ακόμα περισσότερες ώρες χωμένη ως τους αγκώνες στο καυτό νερό. Φοβόταν τη Μογκέντιεν. Ο θυμός έκαιγε τόσο πυρωμένος στην κοιλιά της, που ευχήθηκε να είχε λίγη χηνόμεντα από το σακίδιο με τα βότανα. Που να καεί...με κούρασε τόσο πολύ αυτός ο φόβος.

Μπροστά στα σπίτια υπήρχε ένα παγκάκι, με θέα στην αποβάθρα και στο ποτάμι. Κάθισε εκεί και συλλογίστηκε την κατάσταση της απ’ όλες τις μεριές. Ήταν γελοίο. Η Αληθινή Πηγή ήταν ένα ωχρό πραγματάκι. Διαβίβασε μια φλόγα που χόρευε στον αέρα πάνω από το χέρι της. Μπορεί να έμοιαζε κανονική —τουλάχιστον της ίδιας έτσι της φαινόταν― αλλά μέσα από κείνο το κουρελάκι της φωτιάς μπορούσε να δει το ποτάμι. Τη στερέωσε, και αυτή χάθηκε σαν ομίχλη μόλις έκανε τον κόμπο. Πώς μπορούσε να τα βάλει με τη Μογκέντιεν, όταν ακόμα και η πιο αδύναμη μαθητευόμενη στο Σαλιντάρ μπορούσε να της παραβγεί στη δύναμη; Γι’ αυτό είχε το είχε σκάσει για εδώ αντί να αφήσει τον Τελ’αράν’ριοντ. Ένιωθε φόβο, και θυμό για το φόβο που ένιωθε, τόσο θυμό, που δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά, να συλλογιστεί την ίδια της την αδυναμία.

Μπορούσε να βγει από το Όνειρο. Όποιο κι αν ήταν το σχέδιο της Σιουάν, είχε τελειώσει· θα αναγκαζόταν να ρισκάρει μαζί με τη Νυνάβε. Η σκέψη ότι θα περνούσε κι άλλες πολλές ώρες καθαρίζοντας κατσαρόλες την έκανε να σφίξει την πλεξούδα της. Μέρες μάλλον παρά ώρες, ίσως και να δοκίμαζε τη βέργα της Σέριαμ επίσης. Ίσως να μην την ξανάφηναν να πλησιάσει τα τερ’ανγκριάλ του ύπνου, ίσως κανένα τερ’ανγκριάλ. Θα έβαζαν τη Φαολάιν να της δώσει ένα μάθημα, αντί για την Τέοντριν. Θα της απαγόρευαν να μελετά τη Σιουάν και τη Ληάνε, και τον Λογκαίν βεβαίως· ίσως της απαγόρευαν να σπουδάσει Θεραπεία.

Μέσα στην οργή της διαβίβασε άλλη μια φλόγα. Ακόμα κι αν ήταν λίγο πιο δυνατή, δεν την έβλεπε. Άδικα είχε πάει η προσπάθεια να υποδαυλίσει το θυμό της ελπίζοντας ότι θα τη βοηθούσε αυτό. «Δεν μένει τίποτα, παρά να τους πω απλώς ότι είδα τη Μογκέντιεν», μουρμούρισε, τραβώντας τόσο απότομα την πλεξούδα της που ένιωσε πόνο. «Φως μου, θα με παραδώσουν στη Φαολάιν. Θα προτιμούσα να πεθάνω!»

«Μα δείχνεις ότι σου αρέσει να της κάνεις θελήματα».

Η κοροϊδευτική φωνή έκανε τη Νυνάβε να σηκωθεί από το παγκάκι σαν να την είχαν τραβήξει χέρια από τους ώμους. Η Μογκέντιεν στεκόταν στο δρόμο ντυμένη στα μαύρα, κουνώντας το κεφάλι μ’ αυτό που αντίκριζε μπροστά της. Μ’ όλη της τη δύναμη, η Νυνάβε ύφανε μια θωράκιση από Πνεύμα και την εξαπέλυσε ανάμεσα στην άλλη γυναίκα και στο σαϊντάρ. Ή μάλλον, προσπάθησε να την εξαπολύσει· ήταν σαν να έκοβε δένδρο με χάρτινο τσεκούρι. Η Μογκέντιεν μάλιστα χαμογέλασε, προτού καταδεχτεί να κόψει την ύφανση της Νυνάβε, και το έκανε με την άνεση που θα έδιωχνε ένα δαγκωσέμι από το πρόσωπό της. Η Νυνάβε την κοίταξε σαν κεραυνοβολημένη. Μετά από τόσα, να πού είχε καταντήσει. Η Μία Δύναμη, άχρηστη. Όλος ο θυμός που κόχλαζε μέσα της άχρηστος. Όλα της τα σχέδια, οι ελπίδες, άχρηστες. Η Μογκέντιεν δεν έκανε καν τον κόπο να της ανταποδώσει το χτύπημα. Δεν έκανε καν το κόπο να διαβιβάσει μια δική της θωράκιση. Τόση περιφρόνηση της είχε.

«Φοβόμουν μήπως με είχες δει. Στάθηκα απρόσεκτη, όταν εσύ και η Σιουάν προσπαθούσατε να αλληλοσκοτωθείτε. Με τα χέρια σας». Η Μογκέντιεν γέλασε υποτιμητικά. Ύφαινε κάτι, τεμπέλικα, επειδή δεν είχε λόγο να βιαστεί. Η Νυνάβε δεν ήξερε τι ήταν, αλλά της ερχόταν να ουρλιάξει. Μέσα της έβραζε η οργή, όμως ο φόβος της στόμωνε το νου, της κολλούσε τα πόδια στο χώμα. «Μερικές φορές νομίζω ότι είστε όλες τόσο αδαείς, που δεν κάνετε ούτε για εκπαίδευση, κι εσύ και η πρώην Έδρα της Άμερλιν και οι υπόλοιπες. Αλλά δεν μπορώ να σας επιτρέψω να με προδώσετε». Η ύφανση απλωνόταν να την πλησιάσει. «Είναι ώρα τελικά να σας μαζέψω, νομίζω».

«Στάσου, Μογκέντιεν», φώναξε η Μπιργκίτε.

Η Νυνάβε έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ήταν πράγματι η Μπιργκίτε, όπως άλλοτε, με το κοντό λευκό σακάκι και το φαρδύ κίτρινο παντελόνι, με μια περίτεχνη πλεξούδα μπροστά στον ώμο κι ένα ασημένιο βέλος έτοιμο στο ασημένιο τόξο. Ήταν αδύνατον. Η Μπιργκίτε δεν ήταν πια μέρος του Τελ’αράν’ριοντ, ήταν πίσω εκεί στο Σαλιντάρ και πρόσεχε να μην ανακαλύψει κάποιος τη Νυνάβε και τη Σιουάν να κοιμούνται μέρα-μεσημέρι και άρχιζε τις ερωτήσεις.