Выбрать главу

Η Μογκέντιεν σοκαρίστηκε τόσο πολύ, ώστε οι ροές που είχε υφάνει εξαφανίστηκαν. Το σοκ όμως κράτησε λιγότερο από μια στιγμή. Το λαμπερό βέλος πετάχτηκε από το τόξο της Μπιργκίτε ― κι εξατμίστηκε. Το τόξο εξατμίστηκε. Κάτι φάνηκε να αρπάζει την τοξότρια, να τραβά τα χέρια της ίσια επάνω, να την υψώνει πάνω από το έδαφος. Σχεδόν αμέσως γύρισε στο πλάι, πιασμένη από τους καρπούς και τους αστραγάλους μισό μέτρο ψηλότερα από το χώμα.

«Έπρεπε να σκεφτώ το ενδεχόμενο να εμφανιστείς». Η Μογκέντιεν γύρισε την πλάτη της στη Νυνάβε και πλησίασε την Μπιργκίτε. «Απολαμβάνεις τη σάρκα σου; Δίχως τον Γκάινταλ Κέιν;»

Η Νυνάβε σκέφτηκε να διαβιβάσει. Μα τι να διαβίβαζε; Ένα εγχειρίδιο, που μπορεί να μην τρυπούσε καν την επιδερμίδα της άλλης; Φωτιά, που ούτε θα της καψάλιζε τα φουστάνια; Η Μογκέντιεν ήξερε πόσο άχρηστη ήταν· ούτε που την κοίταζε. Αν σταματούσε τη ροή του Πνεύματος στην κοιμωμένη στο κεχριμπάρι, θα ξυπνούσε στο Σαλιντάρ, θα σήμαινε συναγερμό. Το πρόσωπό της αλλοιώθηκε, στα πρόθυρα του κλάματος, καθώς κοίταζε την Μπιργκίτε. Η χρυσομαλλούσα κρεμόταν εκεί κοιτώντας περιφρονητικά τη Μογκέντιεν. Η Μογκέντιεν με τη σειρά της την εξέταζε, όπως ένας γλύπτης θα κοίταζε ένα κομμάτι μάρμαρο.

Είμαι μόνη μου, σκέφτηκε η Νυνάβε. Είναι σαν να μην μπορώ να διαβιβάσω. Είμαι μόνη μου.

Σήκωσε το πόδι για να κάνει το πρώτο βήμα και ήταν σαν προσπαθούσε να το ξεκολλήσει από λάσπη που έφτανε ως το γόνατο, και το δεύτερο βήμα που έκανε τρεκλίζοντας δεν ήταν πιο εύκολο. Καθώς πλησίαζε τη Μογκέντιεν. «Μη με πονέσεις», έκλαψε η Νυνάβε. «Σε παρακαλώ. Μη με πονέσεις». Ένιωσε ρίγος. Η Μπιργκίτε είχε εξαφανιστεί. Ένα κοριτσάκι τριών ή τεσσάρων χρόνων στεκόταν εκεί, με κοντό λευκό σακάκι και φαρδύ κίτρινο παντελόνι, κι έπαιζε μ’ ένα ασημένιο τόξο μικρό σαν παιδικό παιχνίδι. Η μικρούλα τίναξε πίσω τη χρυσή πλεξούδα της, σημάδεψε με το τόξο τη Νυνάβε και χαχάνισε, και ύστερα έβαλε το δάχτυλο στο στόμα της, σαν να αναρωτιόταν μήπως είχε κάνει κάτι κακό. Η Νυνάβε έπεσε στα γόνατα. Ήταν δύσκολο να σέρνεσαι φορώντας φούστα, όμως δεν νόμιζε ότι μπορούσε να συνεχίσει να προχωρά όρθια. Με κάποιον τρόπο τα κατάφερε, απλώνοντας το χέρι της ικετευτικά και κλαψουρίζοντας. «Σε παρακαλώ. Μη με πονέσεις. Σε παρακαλώ. Μη με πονέσεις». Το έλεγε και το ξανάλεγε, καθώς σερνόταν προς την Αποδιωγμένη, ένα πατημένο σκαθάρι που πάλευε στο χώμα.

Η Μογκέντιεν την παρακολουθούσε σιωπηλή, ώσπου τελικά είπε, «Κάποτε νόμιζα ότι ήσουν πιο δυνατή. Τώρα, νιώθω ότι μ’ αρέσει πολύ να σε βλέπω στα γόνατα. Όχι πιο κοντά, κορίτσι μου. Όχι ότι νομίζω πως έχεις το θάρρος να μου ξεριζώσεις τα μαλλιά...» Φάνηκε να τη διασκεδάζει η ιδέα.

Το χέρι της Νυνάβε έτρεμε, μια απλωσιά πέρα από τη Μογκέντιεν. Πρέπει να ήταν αρκετά κοντά. Ήταν μόνη της. Μόνο αυτή και ο Τελ’αράν’ριοντ. Η εικόνα σχηματίστηκε στο μυαλό της και να που εμφανίστηκε εκεί, ένα ασημένιο βραχιόλι στον απλωμένο καρπό της, ένα ασημένιο λουρί που το συνέδεε με το ασημένιο κολάρο στο λαιμό της Μογκέντιεν. Αυτό που σκεφτόταν με λεπτομέρεια και σαφήνεια δεν ήταν μόνο το α’ντάμ, αλλά και τη Μογκέντιεν να το φοράει, τη Μογκέντιεν και το α’ντάμ, ένα μέρος του Τελ’αράν’ριοντ το οποίο έβαλε και κράτησε στη μορφή που ήθελε. Ήξερε περίπου τι να περιμένει· κάποτε είχε φορέσει για λίγο ένα βραχιόλι α’ντάμ, στο Φάλμε. Μ’ έναν παράξενο τρόπο, είχε επίγνωση της Μογκέντιεν με τον ίδιο τρόπο που είχε επίγνωση του ίδιου της του κορμιού, των συναισθημάτων της, δύο ομάδες που η καθεμιά ήταν διακριτή, αλλά και οι δύο ήταν στο μυαλό της. Ήταν κάτι που το ήλπιζε χωρίς να το ξέρει, επειδή η Ηλαίην επέμενε ότι ήταν έτσι. Αυτό το αντικείμενο ήταν πράγματι ένας σύνδεσμος· ένιωθε την Πηγή μέσω της άλλης γυναίκας.

Το χέρι της Μογκέντιεν τινάχτηκε στο κολάρο και το σοκ έκανε τα μάτια της να γουρλώσουν. Στην αρχή ήταν περισσότερο οργή παρά φρίκη. Η Νυνάβε τα ένιωσε σχεδόν σαν να ήταν τα δικά της συναισθήματα. Η Μογκέντιεν πρέπει να ήξερε τι ήταν αυτό το λουρί με το κολάρο, όμως προσπάθησε να διαβιβάσει· την ίδια στιγμή, η Νυνάβε ένιωσε ένα μικρό σάλεμα στον εαυτό της, στο α’ντάμ, καθώς η άλλη γυναίκα προσπαθούσε να λυγίσει τον Τελ’αράν’ριοντ κατά τη βούληση της. Ήταν απλό να καταπνίξει την απόπειρα της Μογκέντιεν· το α’ντάμ ήταν ένας σύνδεσμος, και η Νυνάβε είχε τον έλεγχο. Γνωρίζοντάς το αυτό, ήταν πιο εύκολο. Η Νυνάβε δεν ήθελε να διαβιβαστούν εκείνες οι ροές, κι έτσι δεν διαβιβάστηκαν. Ήταν σαν να προσπαθούσε η Μογκέντιεν να σηκώσει βουνό μόνο με τα χέρια της. Η φρίκη κατάπιε την οργή.