Η Νυνάβε σηκώθηκε όρθια και στερέωσε την κατάλληλη εικόνα στο νου της. Όχι μόνο φανταζόταν τη Μογκέντιεν δεμένη στο α’ντάμ, αλλά επίσης ήξερε ότι η Μογκέντιεν ήταν δεμένη στο λουρί, με τη βεβαιότητα που ήξερε το ίδιο της το όνομα. Η αίσθηση του σαλέματος όμως, η ανατριχίλα στην επιδερμίδα, δεν έλεγε να φύγει. «Σταμάτα», είπε κοφτά. Το α’ντάμ δεν κουνήθηκε, αλλά ήταν σαν να τρεμούλιασε αθέατα. Σκέφτηκε τσουκνίδες να χαϊδεύουν ανάλαφρα την άλλη γυναίκα από τους ώμους ως τα γόνατα. Η Μογκέντιεν ανατρίχιασε, έβγαλε την ανάσα της σπασμωδικά. «Σταμάτα, είπα, αλλιώς θα πάθεις χειρότερα». Το σάλεμα έπαψε. Η Μογκέντιεν την κοίταζε επιφυλακτικά, σφίγγοντας ακόμα το ασημένιο κολάρο στο λαιμό της, με ύφος σαν να ήταν έτοιμη να το βάλει στα πόδια.
Η Μπιργκίτε —το παιδί που ήταν τώρα ή είχε υπάρξει η Μπιργκίτε― στεκόταν και τις κοίταζε με περιέργεια. Η Νυνάβε σχημάτισε στο νου της την εικόνα της Μπιργκίτε ως ώριμης γυναίκας, συγκεντρώθηκε. Το κοριτσάκι ξανάβαλε το δάχτυλο στο στόμα και περιεργάστηκε το τόξο-παιχνίδι. Η Νυνάβε ανάσανε θυμωμένα. Ήταν δύσκολο να αλλάξεις αυτό που διατηρούσε κάποια άλλη. Κι εκτός αυτού, η Μογκέντιεν είχε ισχυριστεί ότι μπορούσε να κάνει μόνιμες αλλαγές. Αλλά ό,τι μπορούσε να κάνει, μπορούσε να το αλλάξει. «Ξαναφέρ’ την».
«Αν με ελευθερώσεις, θα―»
Η Νυνάβε σκέφτηκε πάλι τσουκνίδες, αυτή τη φορά όμως όχι ένα ανάλαφρο χάδι. Η Μογκέντιεν ρούφηξε αέρα μέσα από τα σφιγμένα δόντια της, τραντάχτηκε σαν σεντόνι σε δυνατό αέρα.
«Αυτό», είπε η Μπιργκίτε, «ήταν ό,τι πιο τρομαχτικό μου έχει συμβεί ποτέ». Ήταν πάλι ο εαυτός της και φορούσε το κοντό σακάκι και το φαρδύ παντελόνι, όμως δεν είχε ούτε τόξο ούτε φαρέτρα. «Ήμουν παιδί, αλλά ταυτοχρόνως, αυτό που είμαι εγώ —πραγματικά εγώ― ήταν απλώς κάποια φαντασίωση που έπλεε στο βάθος του μυαλού εκείνου του παιδιού. Και το ήξερα. Ήξερα ότι απλώς θα παρακολουθούσα αυτό που συνέβαινε και θα έπαιζα...» Τίναξε τη χρυσή πλεξούδα πίσω από τον ώμο της και έριξε μια σκληρή ματιά στη Μογκέντιεν.
«Πώς ήρθες εδώ;» ρώτησε η Νυνάβε. «Είμαι ευγνώμων, φυσικά, αλλά... πώς;»
Η Μπιργκίτε έριξε μια τελευταία άγρια ματιά στη Μογκέντιεν και μετά άνοιξε το σακάκι κι έβγαλε από το λαιμό της μπλούζας της το συστρεμμένο πέτρινο δαχτυλίδι με το δερμάτινο κορδόνι, «Η Σιουάν ξύπνησε. Μονάχα για μια στιγμή, κι όχι τελείως. Μόλις που πρόλαβε να διαμαρτυρηθεί ότι της το άρπαξες. Όταν είδα ότι δεν ξύπνησες ακριβώς μετά, κατάλαβα ότι κάτι πήγαινε στραβά, κι έτσι πήρα το δαχτυλίδι και όσο είχε μείνει από το καταπότι που είχες ετοιμάσει για τη Σιουάν».
«Δεν είχε μείνει σχεδόν καθόλου. Μονάχα τα κατακάθια».
«Ήταν αρκετά για να με κοιμίσουν. Α, κι έχει φριχτή γεύση. Μετά, ήταν τόσο εύκολο όσο και το να βρεις πουπουλοχορεύτριες στη Σιόρα. Κατά κάποιον τρόπο, είναι σαν να είμαι ακόμα―» Η Μπιργκίτε έκοψε τη φράση της, αγριοκοιτάζοντας άλλη μια φορά τη Μογκέντιεν. Το ασημένιο τόξο επανεμφανίστηκε στο χέρι της, και μια φαρέτρα με ασημένια βέλη στο γοφό της, όμως μετά από μια στιγμή ξαναχάθηκαν. «Το παρελθόν είναι παρελθόν και το μέλλον μπροστά», είπε αποφασισμένα. «Δεν ξαφνιάστηκα όταν κατάλαβα ότι ήσασταν δύο που ξέρατε ότι είστε στον Τελ’αράν’ριοντ. Ήξερα ότι η άλλη πρέπει να ήταν η Μογκέντιεν, και όταν έφτασα και σας είδα τις δύο... Έμοιαζε να σε έχει ήδη αιχμαλωτίσει, αλλά έλπισα, ότι αν της αποσπούσα την προσοχή, ίσως σου κατέβαινε κάποια ιδέα».
Η Νυνάβε ένιωσε μια σουβλιά ντροπής. Είχε σκεφτεί να εγκαταλείψει την Μπιργκίτε. Να ποια θα ήταν παραλίγο η ιδέα της. Η σκέψη είχε φανεί μόνο για μια στιγμή και την είχε απορρίψει αμέσως, αλλά είχε φανεί. Τι δειλή που ήταν. Σίγουρα η Μπιργκίτε δεν είχε ποτέ στιγμές που ο φόβος να παίρνει το πάνω χέρι. «Παραλίγο...» Ένιωσε μια αμυδρή γεύση από βρασμένο γατόχορτο και κοπανισμένη πικρόριζα. «Παραλίγο θα το έβαζα στα πόδια», είπε ξεψυχισμένα. «Ήμουν τόσο φοβισμένη που μου είχε ξεραθεί η γλώσσα. Παραλίγο θα το έσκαγα και θα σε παρατούσα».
«Α;» Η Νυνάβε σφάδαζε μέσα της, καθώς η Μπιργκίτε το συλλογιζόταν. «Μα δεν έφυγες, ε; Έπρεπε να της ρίξω προτού φωνάξω, όμως ποτέ δεν ένιωθα καλά με το να σημαδεύω κάποιον στην πλάτη. Ακόμα κι αυτήν. Πάντως, βγήκε άκρη. Μα τι θα την κάνουμε τώρα;»
Η Μογκέντιεν έμοιαζε να έχει ξεπεράσει το φόβο της. Αγνοώντας το ασημένιο κολάρο στο λαιμό της; παρακολουθούσε τη Νυνάβε και την Μπιργκίτε σαν να ήταν αυτές οι αιχμάλωτες κι όχι η ίδια και σκεφτόταν τι να τις κάνει. Με εξαίρεση κάποια περιστασιακή νευρική κίνηση των χεριών της, σαν να ήθελε να ξυστεί εκεί που το δέρμα της είχε την ανάμνηση των τσουκνίδων, έμοιαζε παντελώς ατάραχη μέσα στα μαύρα ρούχα της. Μόνο το α’ντάμ έλεγε στη Νυνάβε ότι η Αποδιωγμένη ένιωθε φόβο, σχεδόν στα όρια του παραληρήματος, που όμως ερχόταν σαν ένα πνιχτό βούισμα. Ευχήθηκε να της έλεγε επίσης και τι σκεφτόταν η Μογκέντιεν, όχι μόνο τι αισθανόταν. Από την άλλη, όμως χαιρόταν που δεν ήταν μέσα στο μυαλό που κρυβόταν πίσω από κείνα τα ψυχρά, μαύρα μάτια.