«Προτού σκεφτείς να κάνεις κάτι... τελειωτικό», είπε η Μογκέντιεν, «θυμήσου ότι ξέρω πολλά που θα μπορούσαν να σου φανούν χρήσιμα. Έχω παρατηρήσει τους άλλους Εκλεκτούς, κρυφοκοίταξα τα σχέδιά τους. Δεν αξίζει κάτι αυτό;»
«Πες μου και θα σου πω αν αξίζει κάτι», είπε η Νυνάβε. Τι θα την έκανε;
«Η Λανφίαρ, η Γκρένταλ, ο Ράχβιν και ο Σαμαήλ συνωμοτούν μαζί».
Η Νυνάβε τράβηξε λιγάκι το λουρί, τραντάζοντάς την. «Αυτό το ξέρω. Πες μου κάτι καινούριο». Η άλλη ήταν αιχμάλωτη εδώ, όμως το α’ντάμ υπήρχε μονάχα όσο βρίσκονταν στον Τελ’αράν’ριοντ.
«Ξέρεις ότι σπρώχνουν τον Ραντ αλ’Θόρ να επιτεθεί στον Σαμαήλ; Αλλά, όταν το κάνει, θα βρει και τους άλλους, που θα περιμένουν να τον παγιδεύσουν όλοι μαζί. Ή τουλάχιστον θα βρει τη Γκρένταλ και τον Ράχβιν. Νομίζω ότι η Λανφίαρ παίζει άλλο παιχνίδι, για το οποίο οι υπόλοιποι δεν ξέρουν τίποτα».
Η Νυνάβε αντάλλαξε μια ανήσυχη ματιά με την Μπιργκίτε. Ο Ραντ έπρεπε να το μάθει αυτό. Θα το μάθαινε, μόλις η Νυνάβε και η Ηλαίην μιλούσαν με την Εγκουέν απόψε. Αν κατάφερναν να βρουν το τερ’ανγκριάλ.
«Αρκεί βεβαίως», μουρμούρισε η Μογκέντιεν, «να είναι ζωντανός για να τους βρει».
Η Νυνάβε έπιασε το ασημένιο λουρί από κει που ενωνόταν με το κολάρο και τράβηξε το πρόσωπο της Αποδιωγμένης κοντά στο δικό της. Τα μαύρα μάτια αντιγύρισαν ανέκφραστα τη ματιά της, όμως η Νυνάβε ένιωθε θυμό μέσα από το α’ντάμ, και φόβο που σπαρταρούσε και διωχνόταν. «Άκουσέ με. Νομίζεις ότι δεν ξέρω γιατί προσποιείσαι ότι είσαι τόσο συνεργάσιμη; Νομίζεις ότι, αν συνεχίσεις να μιλάς, κάποια στιγμή θα κάνω κανένα λάθος και θα ξεφύγεις. Νομίζεις ότι όσο περισσότερο μιλάμε, τόσο πιο πολύ θα δυσκολευτώ να σε σκοτώσω». Αυτό ήταν αλήθεια. Το να σκοτώσει κάποια εν ψυχρώ, ακόμα και κάποια από τους Αποδιωγμένους, θα ήταν δύσκολο, ίσως τόσο δύσκολο που θα ήταν ακατόρθωτο. Τι θα την έκανε αυτή τη γυναίκα; «Όμως πρέπει να καταλάβεις ένα πράγμα. Δεν θέλω αοριστίες. Αν μου κρατήσεις κάτι κρυφό, θα σου κάνω όσα έχεις σκεφτεί να κάνεις σε μένα». Φόβος ήρθε έρποντας από το λουρί, σαν αλυχτήματα που σου πάγωναν το αίμα βαθιά από το μυαλό της Μογκέντιεν. Ίσως να μην ήξερε για το α’ντάμ όσα νόμιζε η Νυνάβε. Ίσως πίστευε ότι η Νυνάβε μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις της, αν προσπαθούσε. «Τώρα, αν ξέρεις για κάποια απειλή κατά του Ραντ, κάτι που θα γίνει πριν από τον Σαμαήλ και τους άλλους, πες το μου. Τώρα!»
Τα λόγια έβγαιναν ποτάμι από το στόμα της Μογκέντιεν και η γλώσσα της συνεχώς τιναζόταν για να γλείψει τα χείλη της. «Ο αλ’Θόρ σκοπεύει να κινηθεί εναντίον του Ράχβιν. Σήμερα. Τώρα το πρωί. Επειδή νομίζει ότι ο Ράχβιν σκότωσε τη Μοργκέις. Δεν ξέρω αν τη σκότωσε ή όχι, όμως ο αλ’Θόρ το πιστεύει. Όμως ο Ράχβιν ποτέ δεν εμπιστεύτηκε τη Λανφίαρ. Ποτέ δεν εμπιστεύτηκε κανέναν τους. Γιατί να το κάνει; Σκέφτηκε ότι όλα αυτά ήταν μια παγίδα για τον ίδιο, κι έτσι έστησε δική του παγίδα. Έβαλε Ξόρκια Φύλαξης σ’ όλο το Κάεμλυν, οπότε, αν ένας άνδρας διαβιβάσει έστω και μια σπίθα, θα το μάθει. Ο αλ’Θόρ ίσως πέσει στην παγίδα. Σχεδόν σίγουρα αυτό έχει ήδη γίνει. Νομίζω ότι σκόπευε να φύγει από την Καιρχίν ακριβώς μετά την αυγή. Δεν είχα εγώ ανάμιξη. Δεν είναι δικό μου έργο. Εγώ―»
Η Νυνάβε ήθελε να της κλείσει το στόμα· ο ιδρώτας του φόβου που γυάλιζε στο πρόσωπο της γυναίκας τής έφερνε αηδία, όμως, αν ήταν αναγκασμένη να ακούει αυτή την παρακλητική φωνή για... Έκανε να διαβιβάσει, ενώ αναρωτιόταν αν θα ήταν αρκετά δυνατή για να της κρατήσει το στόμα κλειστό, και μετά χαμογέλασε. Ήταν συνδεμένη με τη Μογκέντιεν και είχε τον έλεγχο. Τα μάτια της Μογκέντιεν γούρλωσαν, καθώς η Νυνάβε ύφαινε ροές για να της κλείσει το στόμα και τις έδενε. Η Νυνάβε πρόσθεσε και ωτασπίδες προτού στραφεί στην Μπιργκίτε. «Τι λες;»
«Η καρδιά της Ηλαίην θα σπάσει. Αγαπά τη μητέρα της».
«Το ξέρω αυτό!» Η Νυνάβε πήρε μια ανάσα. «Θα κλάψω μαζί της και κάθε δάκρυ θα το νιώθω, όμως αυτή τη στιγμή η ανησυχία μου είναι για τον Ραντ. Νομίζω πως αυτή εδώ μας είπε την αλήθεια. Σχεδόν το ένιωθα». Έπιασε το ασημένιο λουρί λίγο κάτω από το βραχιόλι της και το κούνησε. «Ίσως να είναι αυτό, ίσως φαντασία. Τι γνώμη έχεις;»
«Ότι είναι αλήθεια. Ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα γενναία, παρά μόνο όταν είχε σίγουρα το πάνω χέρι ή όταν νόμιζε ότι θα το είχε. Και εσύ την έχεις κατατρομάξει».
Η Νυνάβε έκανε μια γκριμάτσα. Κάθε λέξη της Μπιργκίτε έφερνε άλλο ένα θύλακο θυμού στην κοιλιά της. Ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα γενναία, παρά μόνο όταν είχε σίγουρα το πάνω χέρι. Αυτό μπορούσε να περιγράψει και την ίδια. Είχε κατατρομάξει τη Μογκέντιεν. Αυτό ακριβώς είχε κάνει κι εννοούσε κάθε λέξη που είχε πει. Άλλο πράγμα ήταν να στρίβεις το αυτί κάποιου επειδή πρέπει, και τελείως άλλο το να απειλείς με βασανιστήρια, το να θέλεις να τον βασανίσεις, έστω και τη Μογκέντιεν. Και να που εδώ προσπαθούσε να αποφύγει αυτό που ήξερε ότι έπρεπε να κάνει. Δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα γενναία, παρά μόνο όταν είχε σίγουρα το πάνω χέρι. Αυτή τη φορά ο θύλακος του θυμού οφειλόταν στην ίδια. «Πρέπει να πάμε στο Κάεμλυν. Εγώ τουλάχιστον πρέπει. Μαζί της. Μπορεί να μην μπορώ να διαβιβάσω, ούτε για να σχίσω χαρτί έτσι, όπως είμαι, αλλά με το α’ντάμ μπορώ να χρησιμοποιήσω τη δύναμή της».