Выбрать главу

Το κατσάδιασμα της Εγκουέν κόπηκε μ’ ένα ανήσυχο βλέμμα. «Είσαι καλά, Ραντ;» Ο θυμός είχε χαθεί από τη φωνή της, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. «Έχεις τίποτα; Μήπως πρέπει να ξαναφέρω τη Μουαραίν για να σε―»

«Όχι!» είπε εκείνος κι εξίσου γοργά μαλάκωσε τη φωνή του. «Δεν μπορεί να Θεραπεύσει...» Ακόμα και μια Άες Σεντάι δεν μπορούσε να θεραπεύσει την τρέλα· καμία τους δεν μπορούσε να θεραπεύσει αυτό που τον έτρωγε. «Είναι καλά η Ηλαίην;»

«Καλά είναι». Παρά τα όσα είχε πει η Εγκουέν, υπήρχε μια νότα συμπόνιας στη φωνή της. Ο Ραντ δεν περίμενε τίποτα παραπάνω. Έπρεπε να του αρκούν όσα ήξερε για την Ηλαίην, τότε που η κοπέλα είχε φύγει από το Δάκρυ, και τα υπόλοιπα ήταν δουλειά των Άες Σεντάι και όχι δική του· έτσι του είχε πει η Εγκουέν, κι όχι μόνο μια φορά, και η Μουαραίν το είχε επίσης επαναλάβει. Οι τρεις Σοφές που μπορούσαν να ονειροβατούν, με τις οποίες μελετούσε η Εγκουέν, του έλεγαν ακόμα λιγότερα· αυτές είχαν τους δικούς τους λόγους να μην είναι ευχαριστημένες μαζί του.

«Πρέπει να φεύγω κι εγώ», συνέχισε η Εγκουέν, ρίχνοντας το σάλι γύρω από τα μπράτσα της. «Είσαι κουρασμένος». Έσμιξε ελαφρά τα φρύδια και είπε, «Ραντ, τι σημαίνει να σε θάψουν στο Καν Μπρέατ;»

Εκείνος έκανε να τη ρωτήσει τι στο όνομα του Φωτός έλεγε τώρα. Ύστερα θυμήθηκε ότι ο ίδιος είχε χρησιμοποιήσει αυτή τη φράση. «Κάτι που πήρε τ’ αυτί μου», είπε ψέματα. Δεν είχε ιδέα τι σήμαινε και πού το είχε ακούσει.

«Αναπαύσου, Ραντ», του είπε, μιλώντας σαν να ήταν είκοσι χρόνια μεγαλύτερη του κι όχι δύο χρόνια μικρότερη. «Υποσχέσου μου ότι θα αναπαυθείς. Το χρειάζεσαι». Εκείνος ένευσε. Η Εγκουέν περιεργάστηκε για μια στιγμή το πρόσωπό του σαν να έψαχνε την αλήθεια, και ύστερα ξεκίνησε προς την πόρτα.

Το ασημένιο κύπελλο του Ραντ με το κρασί υψώθηκε από το χαλί και ήρθε κοντά του αιωρούμενο. Λυτός το άρπαξε βιαστικά στον αέρα ακριβώς προτού κοιτάξει η Εγκουέν πάνω από τον ώμο της.

«Ίσως κάνω άσχημα που σου το λέω», του είπε. «Η Ηλαίην δεν μου το έδωσε σαν μήνυμα για να σου το μεταφέρω, αλλά... Είπε ότι σε αγαπά. Ίσως ήδη να το ξέρεις, αλλά, αν δεν το ξέρεις, πρέπει να το σκεφτείς». Με αυτά τα λόγια χάθηκε και οι χάντρες κροτάλισαν πίσω της.

Ο Ραντ πήδηξε κάτω από το τραπέζι και εκσφενδόνισε το κύπελλο, γεμίζοντας κρασί τα πλακάκια του πατώματος, καθώς έστριβε οργισμένος προς τον Τζέησιν Νατάελ.

3

Χλωμές Σκιές

Ο Ραντ άρπαξε το σαϊντίν και ύφανε ροές Αέρα που σήκωσαν τον Νατάελ από τα μαξιλάρια· η επίχρυση άρπα κουτρουβάλησε στα πορφυρά πλακάκια, καθώς ο άνδρας κολλούσε στον τοίχο, ακινητοποιημένος από το λαιμό ως τους αστραγάλους, με τα πόδια μισή απλωσιά ψηλότερα από το πάτωμα. «Σε προειδοποίησα! Ποτέ μην διαβιβάζεις όταν είναι άλλος μπροστά. Ποτέ!»

Ο Νατάελ έγειρε το κεφάλι με τον παράξενο τρόπο που συνήθιζε, σαν να προσπαθούσε να λοξοκοιτάξει τον Ραντ ή σαν να ήθελε να παρακολουθεί χωρίς να τον προσέξουν. «Αν το είχε δει, θα νόμιζε ότι το έκανες εσύ». Η φωνή του δεν φανέρωνε απολογία, ούτε ταπεινότητα, αλλά ούτε και πρόκληση· φαινόταν να πιστεύει ότι πρόσφερε μια πειστική εξήγηση. «Εκτός αυτού, φαινόσουν διψασμένος. Ο βάρδος της αυλής πρέπει να φροντίζει τις ανάγκες του άρχοντά του». Αλλο ένα από τα μικρά δείγματα έπαρσης που τον περιέβαλλαν· αν ο Ραντ ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας, τότε ο Νατάελ έπρεπε να είναι ο βάρδος της αυλής, όχι ένας απλός βάρδος.

Ο Ραντ, νιώθοντας αηδία για τον εαυτό του και θυμό για τον άλλο, ξέπλεξε την ύφανση και τον άφησε να πέσει κάτω. Αν τον έδερνε, θα ήταν σαν να τα έβαζε με δεκάχρονο αγοράκι. Δεν μπορούσε να δει τη μόνωση που περιόριζε την πρόσβαση του άλλου στο σαϊντίν —ήταν έργο γυναίκας― αλλά ήξερε ότι υπήρχε. Ο Νατάελ μπορούσε το πολύ-πολύ να μετακινήσει ένα κύπελλο, ως εκεί έφτανε η ικανότητά του κόρα. Ευτυχώς που η μόνωση ήταν κρυμμένη και από τα γυναικεία μάτια. Ο Νατάελ το ονόμαζε αυτό “αντιστροφή”· όμως δεν έδειχνε ικανός να το εξηγήσει. «Κι αν έβλεπε το πρόσωπό μου και έμπαινε σε υποψίες; Ξαφνιάστηκα, λες και το κύπελλο είχε πετάξει μόνο του πάνω μου!» Ξαναδάγκωσε την πίπα του και φύσηξε θυμωμένα σύννεφα καπνού.

«Και πάλι δεν θα το υποψιαζόταν». Ο Νατάελ βολεύτηκε στα μαξιλάρια και ξανάπιασε την άρπα, παίζοντας ένα σκοπό με ύπουλη μελωδία. «Πώς είναι δυνατόν να το υποψιαστεί κανείς; Ακόμα κι εγώ δυσκολεύομαι να πιστέψω αυτή την κατάσταση». Ακόμη κι υπήρχε έστω κι ένα ίχνος πίκρας στον τόνο του, ο Ραντ δεν μπορούσε πάντως να το εντοπίσει.

Κι ο ίδιος δυσκολευόταν να το πιστέψει, παρ’ όλο που είχε μοχθήσει σκληρά γι’ αυτό. Ο άνδρας μπροστά του, ο Τζέησιν Νατάελ, είχε άλλο όνομα. Ασμόντιαν.