«Δεν θα μπορέσεις να επηρεάσεις τίποτα στον ξυπνητό κόσμο μέσω του Τελ’αράν’ριοντ», είπε ήρεμα η Μπιργκίτε.
«Το ξέρω! Το ξέρω, αλλά πρέπει να κάνω κάτι».
Η Μπιργκίτε έγειρε πίσω το κεφάλι και γέλασε. «Αχ, Νυνάβε, είναι μεγάλη ντροπή να κάνω παρέα με μια δειλή σαν εσένα». Ξαφνικά, τα μάτια της γούρλωσαν από έκπληξη. «Δεν είχε μείνει πολύ καταπότι. Νομίζω ότι ξυπν―» Στα μισά της λέξης της είχε ήδη εξαφανιστεί.
Η Νυνάβε πήρε μια βαθιά ανάσα κι έλυσε τις ροές γύρω από τη Μογκέντιεν. Ή την έβαλε να το κάνει η ίδια· με το α’ντάμ, ήταν δύσκολο να πεις τι από τα δύο συνέβαινε. Ευχήθηκε να ήταν ακόμα εκεί η Μπιργκίτε. Δυο μάτια ακόμα, Κάποια που μάλλον ήξερε τον Τελ’αράν’ριοντ καλύτερα απ’ όσο θα μπορούσε να τον μάθει ποτέ η ίδια. Κάποια που ήταν γενναία. «Θα κάνουμε ένα ταξιδάκι, Μογκέντιεν, και θα με βοηθήσεις μ’ όλες σου τις δυνάμεις. Αν με ξαφνιάσει κάτι... Αρκεί να πω ένα πράγμα, ό,τι κακό συμβαίνει σε κείνη που φορά το βραχιόλι, συμβαίνει και σε κείνη που φορά το κολάρο. Αλλά στο δεκαπλάσιο». Η ναυτία που φάνηκε στο πρόσωπο της Μογκέντιεν έδειχνε ότι την είχε πιστέψει. Πάλι καλά, μιας και ήταν αλήθεια. Μια βαθιά ανάσα ακόμα, και η Νυνάβε σχημάτισε την εικόνα του μόνου μέρους στο Κάεμλυν που γνώριζε τόσο καλά, ώστε να το θυμάται. Το Βασιλικό Παλάτι, όπου την είχε πάει η Ηλαίην. Ο Ράχβιν πρέπει να ήταν εκεί. Αλλά στον ξυπνητό κόσμο, όχι στον Κόσμο των Ονείρων. Πάντως έπρεπε να κάνει κάτι. Ο Τελ’αράν’ριοντ άλλαξε γύρω της.
55
Τα Νήματα Καίγονται
Ο Ραντ σταμάτησε. Ένα μακρύ σημάδι καψίματος στον τοίχο του διαδρόμου έδειχνε το σημείο που πέντ’ έξι ακριβές ταπισερί είχαν γίνει στάχτη. Φλόγες έγλειφαν μια άλλη· μερικά σμιλεμένα σεντούκια και τραπέζια είχαν μετατραπεί σε αποκαΐδια. Δεν ήταν δικό του έργο αυτό. Τριάντα βήματα παραπέρα, άνδρες με κόκκινα σακάκια, με προστήθια και κράνη με προσωπίδες, κείτονταν στα άσπρα πλακάκια του δαπέδου με τα κορμιά συστρεμμένα από τους επιθανάτιους σπασμούς, κρατώντας τα άχρηστα σπαθιά τους. Ούτε κι αυτό ήταν δικό του έργο. Ο Ράχβιν είχε σπαταλήσει τις ζωές των ανθρώπων του προσπαθώντας να πετύχει τον Ραντ. Ήταν έξυπνος στις επιθέσεις του, έξυπνος στη διαφυγή του, αλλά, από τη στιγμή που το είχε σκάσει από την αίθουσα του θρόνου, δεν είχε σταθεί να αντιμετωπίσει τον Ραντ, παρά μόνο τη στιγμή που χρειαζόταν να χτυπήσει και να φύγει. Ο Ράχβιν ήταν δυνατός, ίσως εξίσου δυνατός με τον Ραντ, και είχε περισσότερες γνώσεις, όμως ο Ραντ είχε το ανγκριάλ του χοντρού ανθρωπάκου στην τσέπη, ενώ ο Ράχβιν τίποτα.
Ο διάδρομος τού ήταν διπλά οικείος· τη μια φορά επειδή τον είχε ξαναδεί, και την άλλη επειδή είχε δει κάτι παρόμοιο.
Πέρασα από δω μαζί με την Ηλαίην και τον Γκάγουυν τη μέρα που γνώρισα τη Μοργκέις. Η σκέψη γλίστρησε οδυνηρά πάνω στα όρια του Κενού. Ήταν παγωμένος εκεί, δίχως συναισθήματα. Το σαϊντίν λυσσομανούσε και φλεγόταν, όμως αυτόν τον κατείχε παγερή γαλήνη.
Και μια άλλη σκέψη, σαν σουβλιά. Κειτόταν στο πάτωμα έτσι ακριβώς, τα χρυσά μαλλιά της ήταν απλωμένα σαν να κοιμόταν. Η Ιλυένα η Ηλιόμαλλη. Η Ιλυένα μου.
Εκείνη τη μέρα ήταν εκεί και η Ελάιντα. Πρόβλεψε τον πόνο που θα φέρω. Κατάλαβε το σκοτάδι μέσα μου. Εν μέρει. Έφτανε αυτό.
Ιλυένα, δεν ήξερα τι έκανα. Ήμουν τρελός! Είμαι τρελός. Αχ, Ιλυένα!
Η Ελάιντα ήξερε —κάτι― αλλά δεν τα είπε όλα. Καλύτερα να τα είχε πει.
Αχ, Φως μου, δεν υπάρχει συγχώρεση; Ό,τι έκανα το έκανα μέσα στην τρέλα μου. Δεν υπάρχει έλεος;
Ο Γκάρεθ Μπράυν θα με σκότωνε, αν το ήξερε. Η Μοργκέις θα είχε διατάξει το θάνατό μου. Η Μοργκέις θα ήταν ζωντανή. Ο Ματ. Η Μουαραίν. Πόσοι θα ζούσαν, αν εγώ είχα πεθάνει;
Κέρδισα αυτό το μαρτύριο. Μου αξίζει ο τελικός θάνατος. Αχ, Ιλυένα, μου αξίζει ο θάνατος.
Μου αξίζει ο θάνατος.
Βήματα από μπότες πίσω του. Στριφογύρισε.
Ακούγονταν από έναν πλατύ κάθετο διάδρομο ούτε είκοσι βήματα πιο πέρα, δυο δωδεκάδες άνδρες με θώρακες, κράνη και τα κόκκινα σακάκια με το λευκό γιακά των Φρουρών της Βασίλισσας. Μόνο που τώρα το Άντορ δεν είχε βασίλισσα και αυτοί οι άνδρες δεν την είχαν υπηρετήσει όσο εκείνη ζούσε. Ένας Μυρντράαλ τούς οδηγούσε, με πρόσωπο χλωμό, ανόφθαλμο, θυμίζοντας κάτι που έβρισκες κάτω από πέτρα, ενώ τα επικαλυπτόμενα ελάσματα της μαύρης πανοπλίας τόνιζαν την ψευδαίσθηση ερπετού καθώς προχωρούσε και ο μαύρος μανδύας στεκόταν ασάλευτος παρά τις κινήσεις του. Το βλέμμα του Ανόφθαλμου ήταν φόβος, όμως ο φόβος ήταν κάτι μακρινό στο Κενό. Δίστασαν όταν τον είδαν· ύστερα ο Ημιάνθρωπος ύψωσε το σπαθί του που είχε μαύρη λεπίδα. Όσοι από τους ανθρώπους δεν είχαν ήδη ξιφουλκήσει, έφεραν τα χέρια στις λαβές των σπαθιών τους.