Выбрать главу

Ο Ραντ —του φαινόταν ότι αυτό ήταν το όνομά του― διαβίβασε με τρόπο που δεν θυμόταν να έχει κάνει άλλοτε.

Άνδρες και Μυρντράαλ μαρμάρωσαν εκεί που στέκονταν. Μια λευκή πάχνη φάνηκε και απλώθηκε σ’ ένα χοντρό στρώμα πάνω τους, πάχνη που κάπνιζε, όπως κάπνιζαν προηγουμένως οι μπότες του Ματ. Το ανασηκωμένο χέρι του Μυρντράαλ έσπασε μ’ ένα δυνατό κρακ. Όταν έπεσε στο δάπεδο, το χέρι και σπαθί έγιναν θρύψαλα.

Ο Ραντ ένιωθε την παγωνιά —ναι, αυτό ήταν το όνομά του, Ραντ — σαν μαχαίρι καθώς τους προσπερνούσε πηγαίνοντας από κει που είχε έρθει. Έκανε κρύο, όμως ήταν πιο ζεστά απ’ όσο το σαϊντίν.

Ένας άνδρας και μια γυναίκα ζάρωναν στον τοίχο, υπηρέτες με επίσημες ερυθρόλευκες στολές, σχεδόν μεσήλικες και οι δύο, πιασμένοι μεταξύ τους, σαν να ήθελαν να φυλαχτούν. Βλέποντας τον Ραντ —είχε κάτι παραπάνω αυτό το όνομα· όχι μόνο Ραντ― ο άνδρας έκανε να σηκωθεί από κει που κρυβόταν, πέρα από την ομάδα με αρχηγό τον Μυρντράαλ, όμως η γυναίκα τον έπιασε από το μανίκι και τον τράβηξε πίσω.

«Η ειρήνη μαζί σας», είπε ο Ραντ, απλώνοντας το χέρι του. Αλ’Θόρ. Ναι. Ραντ αλ’Θόρ. «Δεν θα σας πειράξω, αλλά ίσως πάθετε κάτι, αν μείνετε».

Τα καστανά μάτια της γυναίκας γύρισαν στο κεφάλι της. Θα σωριαζόταν κάτω, αν δεν την έπιανε ο άνδρας, που το στενό του στόμα ανοιγόκλεινε γοργά, σαν να προσευχόταν μην μπορώντας όμως να αρθρώσει τις λέξεις.

Ο Ραντ ακολούθησε το βλέμμα του άνδρα. Το χέρι του είχε γυμνωθεί από το μανίκι και είχε αποκαλύψει τη χρυσή χαίτη του Δράκοντα που ήταν μέρος του δέρματός του. «Δεν θα σας πειράξω», είπε, και συνέχισε, αφήνοντάς τους εκεί. Έπρεπε να στριμώξει τον Ράχβιν. Να σκοτώσει τον Ράχβιν. Και μετά;

Δεν ακουγόταν κανένας ήχος, παρά μόνο το ξερό τακ-τακ που έκαναν οι μπότες του στα πλακάκια. Και βαθιά στο μυαλό του, μια αχνή φωνή που μουρμούριζε θρηνητικά για την Ιλυένα και για τη συγχώρεση. Πάσχισε να νιώσει τον Ράχβιν να διαβιβάζει, να τον νιώσει γεμάτο από την Αληθινή Πηγή, Τίποτα. Το σαϊντίν τού έκαιγε τα κόκαλα, του πάγωνε τη σάρκα, του καρβούνιαζε την ψυχή, όμως απ’ έξω ήταν δύσκολο να το δει κάποιος, αν δεν ήταν πολύ κοντά. Σαν λιοντάρι σε ψηλό χορτάρι, είχε πει κάποτε ο Ασμόντιαν. Λυσσασμένο λιοντάρι. Θα ’πρεπε να μετρήσει και τον Ασμόντιαν μεταξύ εκείνων που δεν έπρεπε να πεθάνουν; Ή τη Λανφίαρ; Όχι. Αν δεν―

Είχε προειδοποίηση μονάχα μιας στιγμής για να πέσει στο πάτωμα, μια ελάχιστη στιγμή από τότε που ένιωσε τις ροές να υφαίνονται ξαφνικά μέχρι που μια χοντρή σαν το μπράτσο του δέσμη λευκού φωτός, υγρής φωτιάς, έκοψε τον τοίχο, σχίζοντας σαν σπαθί το σημείο που πριν ήταν το στήθος του. Όπου έκοβε αυτή η δέσμη, και στις δύο πλευρές των διαδρόμων, έπαυαν να υπάρχουν τοίχοι και ανάγλυφα, πόρτες και ταπισερί. Μια βροχή από διαλυμένες ταπισερί και κομμάτια πέτρας και γύψου έπεσε στο πάτωμα.

Να πόσο φοβούνταν οι Αποδιωγμένοι να χρησιμοποιήσουν τη μοιροφωτιά. Ποιος του το είχε πει αυτό; Η Μουαραίν. Εκείνης σίγουρα της άξιζε να ζήσει.

Μοιροφωτιά ξεχύθηκε από τα χέρια του, ένα εκτυφλωτικό, λευκό κοντάρι που χίμηξε εκεί απ’ όπου είχε έρθει το άλλο. Το άλλο έσβησε τη στιγμή που το δικό του τρυπούσε τον τοίχο, αφήνοντας ένα μωβ μετείκασμα σαν βεντάλια στα μάτια του. Άφησε τη ροή του. Μήπως τελικά τα είχε καταφέρει;

Σηκώθηκε με κόπο όρθιος και διαβίβασε Αέρα, ανοίγοντας τις κατεστραμμένες πόρτες με τόση βία, που τα απομεινάρια τους ξεκόλλησαν από τους μεντεσέδες τους. Μέσα, το δωμάτιο ήταν άδειο. Ήταν ένα καθιστικό, με καρέκλες παραταγμένες μπροστά σε ένα μεγάλο μαρμάρινο τζάκι. Η μοιροφωτιά του είχε κόψει μια δαγκωνιά σε μια από τις αψίδες που οδηγούσαν σε μια μικρή αυλή με σιντριβάνι, και σε μια αυλακωτή κολόνα στο δρομάκι για περίπατο πιο πέρα.

Ο Ράχβιν όμως δεν είχε πάει από κει και δεν είχε πεθάνει σε κείνο το ξέσπασμα της μοιροφωτιάς. Ένα υπόλειμμα έπλεε στον αέρα, ένα ξεθωριασμένο απομεινάρι υφασμένου σαϊντίν. Ο Ραντ το αναγνώρισε. Ήταν διαφορετικό από την πύλη που είχε δημιουργήσει για να Ολισθήσει στο Κάεμλυν, ή την άλλη που είχε κάνει για να Ταξιδέψει —τώρα ήξερε ότι αυτό είχε κάνει― στην αίθουσα του θρόνου. Όμως είχε δει μια τέτοια στο Δάκρυ, είχε κάνει κι ο ίδιος μία.