Выбрать главу

Τώρα ύφανε μια άλλη. Μια πύλη, ένα άνοιγμα, μια τρύπα στην πραγματικότητα. Στην άλλη μεριά, δεν υπήρχε σκοτάδι. Αν μάλιστα δεν ήξερε ότι ο δρόμος ήταν εκεί, αν δεν είχε δει την ύφανσή του, μπορεί να μην ήξερε να το κάνει. Εκεί μπροστά του ήταν οι ίδιες αψίδες που έβγαζαν στην ίδια αυλή με το σιντριβάνι, η ίδια κιονοστοιχία με το δρομάκι. Για μια στιγμή, οι σχεδόν στρογγυλές τρύπες που είχε αφήσει η μοιροφωτιά του στην αψίδα και στην κολόνα τρεμούλιασαν, γέμισαν, και ύστερα ήταν πάλι τρύπες. Όπου κι αν οδηγούσε η πύλη, ήταν κάπου αλλού, ένα καθρέφτισμα του Βασιλικού Παλατιού, όπως κάποτε είχε υπάρξει καθρέφτισμα της Πέτρας του Δακρύου. Μετάνιωσε αόριστα που δεν το είχε συζητήσει λίγο με τον Ασμόντιαν όταν είχε την ευκαιρία, όμως ποτέ δεν είχε κατορθώσει να μιλήσει με κανέναν για κείνη τη μέρα. Δεν είχε σημασία. Εκείνη τη μέρα κρατούσε το Καλαντόρ, όμως το ανγκριάλ στην τσέπη του είχε ήδη αποδειχθεί αρκετό για να τρομάξει τον Ράχβιν.

Πέρασε σβέλτα, άφησε την ύφανση και έτρεξε γρήγορα στην αυλή, ενώ η πύλη εξαφανιζόταν. Ο Ράχβιν θα είχε νιώσει την πύλη, αν ήταν κοντά, και θα προσπαθούσε να αντιληφθεί την παρουσία του Ραντ, Ο χοντρός πέτρινος ανθρωπάκος δεν σήμαινε ότι μπορούσε να κάτσει και να περιμένει πότε θα δεχόταν επίθεση.

Ίχνος ζωής πουθενά, εκτός από τον ίδιο και μια μύγα. Έτσι ήταν και στο Δάκρυ επίσης. Οι λάμπες σε φανοστάτες στους διαδρόμους δεν ήταν αναμμένες και είχαν χλωμά φιτίλια, που δεν είχαν νιώσει ποτέ τους φλόγα, όμως ακόμα και σ’ αυτούς τους διαδρόμους, που θα έπρεπε να είναι οι πιο σκοτεινοί, υπήρχε φως, το οποίο έμοιαζε να βγαίνει από παντού και από πουθενά. Μερικές φορές, εκείνες οι λάμπες μετακινούνταν, όπως και άλλα αντικείμενα. Από τη μια ματιά ως την άλλη, μια ψηλή λάμπα μπορεί να είχε μετακινηθεί μισό μέτρο, ένα βάζο στην εσοχή του στον τοίχο έναν πόντο. Μικροπράγματα, σαν να τους άλλαζε κάποιος θέση, όταν ο ίδιος είχε το βλέμμα του γυρισμένο. Όπου κι αν ήταν αυτό το μέρος, ήταν παράξενο.

Του ήρθε η σκέψη, καθώς έτρεχε σε μια άλλη κιονοστοιχία, προσπαθώντας να αισθανθεί τον Ράχβιν, ότι, αφότου είχε διαβιβάσει τη μοιροφωτιά, δεν είχε ξανακούσει τη φωνή που έκλαιγε για την Ιλυένα. Ίσως με κάποιον τρόπο είχε διώξει τον Λουζ Θέριν από το μυαλό του.

Ωραία. Στάθηκε στην άκρη ενός κήπου του παλατιού. Τα τριαντάφυλλα και οι θάμνοι των λευκών κρίνων έμοιαζαν τόσο ταλαιπωρημένα από την ξηρασία όσο θα ήταν και στο πραγματικό παλάτι. Σε μερικά λευκή βέλη που υψώνονταν πάνω από τις στέγες κυμάτιζε το λάβαρο του Λευκού Λιονταριού, όμως τα σημεία άλλαζαν όταν βλεφάριζε. Ωραία, αν δεν είμαι υποχρεωμένος να μοιράζομαι το κεφάλι μου με―

Ένιωθε παράξενα. Άυλος. Σήκωσε το χέρι κι έμεινε να κοιτάζει. Έβλεπε τον κήπο μέσα από το μανίκι και το χέρι του σαν να κοίταζε μέσα από ομίχλη. Μια ομίχλη που αραίωνε. Όταν χαμήλωσε το βλέμμα, είδε μέσα από το σώμα του το πλακόστρωτο του μονοπατιού.

Όχι! Δεν ήταν η δική του σκέψη. Μια εικόνα άρχισε να εμφανίζεται. Ένας ψηλός άνδρας με μαύρα μάτια, πρόσωπο ρυτιδιασμένο από ανησυχία και μαλλιά που ήταν πιο πολύ λευκά παρά καστανά. Είμαι ο Λουζ Θέρ―

Είμαι ο Ραντ αλ’Θόρ, τον διέκοψε ο Ραντ. Δεν ήξερε τι συνέβαινε, όμως ο αμυδρός Δράκοντας είχε αρχίσει να ξεθωριάζει από το ομιχλώδες χέρι που ύψωνε μπροστά στο πρόσωπό του. Το χέρι άρχισε να σκουραίνει, τα δάχτυλα στο χέρι του να μακραίνουν. Είμαι εγώ. Οι λέξεις αντιλάλησαν στο Κενό. Είμαι ο Ραντ αλ’Θόρ.

Πάλεψε να φανταστεί τον εαυτό του να είναι μέσα στο μυαλό του, πάσχισε να φτιάξει την εικόνα που έβλεπε κάθε μέρα στον καθρέφτη όταν ξυριζόταν, που έβλεπε στον όρθιο καθρέφτη όταν ντυνόταν. Ήταν μια μάχη όλο αγωνία. Ποτέ δεν είχε κοιτάξει προσεκτικά τον εαυτό του. Οι δύο εικόνες ζωντάνευαν κι έσβηναν, ο μεγαλύτερος άνδρας με τα μαύρα μάτια και ο νεότερος με τα γκριζογάλανα. Αργά, η νεότερη εικόνα δυνάμωσε, η μεγαλύτερη ξεθώριασε. Αργά, το χέρι του έγινε συμπαγές. Το χέρι του, με τον Δράκοντα πλεγμένο γύρω του και τον ερωδιό να σημαδεύει την παλάμη του. Υπήρχαν φορές που μισούσε εκείνα τα σημάδια, αλλά τώρα, ακόμα και κυκλωμένος από το ασυγκίνητο Κενό, σχεδόν χαμογέλασε βλέποντας τα.

Γιατί άραγε είχε προσπαθήσει να τον καταλάβει ο Λουζ Θέριν; Για να τον μετατρέψει σε Λουζ Θέριν. Ήταν σίγουρος ότι αυτός ήταν ο άνθρωπος με τα μαύρα μάτια και το βασανισμένο πρόσωπο. Γιατί τώρα; Επειδή μπορούσε να το κάνει σ’ αυτό το μέρος, ό,τι κι αν ήταν; Κάτσε μια στιγμή. Εκείνο το κατηγορηματικό «όχι» το είχε φωνάξει ο Λουζ Θέριν. Δεν ήταν μια επίθεση από τον Λουζ Θέριν. Ήταν μια επίθεση από τον Ράχβιν, χωρίς να χρησιμοποιεί τη Δύναμη. Αν ο Αποδιωγμένος μπορούσε να το κάνει αυτό στο Κάεμλυν, στο πραγματικό Κάεμλυν, θα το είχε κάνει. Πρέπει να ήταν μια ικανότητα την οποία είχε αποκτήσει εδώ. Και, αν την είχε αποκτήσει ο Ράχβιν, τότε ίσως την είχε και ο ίδιος. Ήταν η εικόνα του εαυτού του αυτό που τον είχε συγκρατήσει, που τον είχε φέρει πίσω.