«Σιωπή», της είπε η Νυνάβε αφηρημένα. «Αν δεν μου είπες ψέματα, αυτό είναι πλεονέκτημα. Για μένα». Η άλλη γυναίκα ισχυριζόταν ότι το να είσαι εν σώματι στον Κόσμο των Ονείρων περιόριζε τον έλεγχο που είχες στο Όνειρο. Ή μάλλον το είχε παραδεχτεί αφού πρώτα της είχε ξεφύγει ένα μέρος αυτής της γνώσης. Είχε παραδεχτεί επίσης ότι ο Ράχβιν δεν ήξερε τον Τελ’αράν’ριοντ τόσο καλά όσο η ίδια. Η Νυνάβε ευχήθηκε αυτό να σήμαινε ότι δεν τον ήξερε τόσο καλά όσο αυτή. Η Νυνάβε δεν αμφέβαλλε ότι ο Ράχβιν γνώριζε περισσότερα από τον Ραντ. Εκείνος ο κουφιοκέφαλος! Όποιος λόγος κι αν τον είχε κάνει να ακολουθήσει τον Ράχβιν, κακώς τον είχε αφήσει να τον οδηγήσει εδώ, όπου δεν ήξερε τους κανόνες, όπου οι σκέψεις μπορούσαν να σκοτώσουν.
«Γιατί δεν καταλαβαίνεις αυτό που σου λέω; Ακόμα κι αν είχαν έρθει απλώς στο όνειρό τους, ο καθένας θα ήταν πιο δυνατός από μας. Εδώ, εν σώματι, μπορούν να μας λιώσουν χωρίς καν να ιδρώσουν. Εν σώματι, μπορούν να αντλήσουν σαϊντίν πιο βαθιά απ’ όσο εμείς μπορούμε να αντλήσουμε το σαϊντάρ, ενώ ονειρευόμαστε».
«Είμαστε συνδεμένες». Η Νυνάβε, συνεχίζοντας να την αγνοεί, τράβηξε απότομα την πλεξούδα της, Τίποτα δεν έδειχνε πού είχαν πάει. Και δεν θα είχε προειδοποίηση προτού τους έβλεπε. Με κάποιον τρόπο, ακόμα της φαινόταν άδικο το ότι μπορούσαν να διαβιβάζουν χωρίς αυτή να βλέπει ή να αισθάνεται τις ροές. Μια λάμπα που είχε κοπεί στα δύο έγινε ξαφνικά ακέραιη και μετά όπως ήταν πριν, εξίσου γοργά. Εκείνη η λευκή φωτιά πρέπει να ήταν απίστευτα ισχυρή. Ο Τελ’αράν’ριοντ συνήθως θεραπευόταν γοργά, ό,τι και να του έκανες.
«Αμυαλη, ανόητη», κλαψούρισε η Μογκέντιεν, τραντάζοντας τη φούστα της Νυνάβε και με τα δύο χέρια, σαν να ήθελε να τραντάξει την ίδια τη Νυνάβε. «Δεν έχει σημασία πόσο γενναία είσαι. Είμαστε συνδεμένες, αλλά, έτσι όπως είσαι, δεν προσφέρεις τίποτα. Ούτε τόσο δα. Είναι δική μου η δύναμη και δική σου η τρέλα. Αυτοί είναι εδώ με σάρκα και οστά, δεν ονειρεύονται! Χρησιμοποιούν πράγματα που δεν έχεις καν ονειρευτεί! Αν μείνουμε, θα μας καταστρέψουν!»
«Μην υψώνεις τη φωνή», την αποπήρε η Νυνάβε. «Θέλεις να μας βρει ένας απ’ τους δυο τους;» Κοίταξε βιαστικά και από τις δύο μεριές, όμως ο διάδρομος ήταν ακόμα άδειος. Μήπως είχε ακούσει βήματα, μπότες; Του Ραντ ή του Ράχβιν; Και οι δύο ήθελαν προσοχή, αν τους πλησίαζε. Ο άνθρωπος που παλεύει για τη ζωή του μπορεί να σε χτυπήσει προτού δει αν είσαι φίλος. Και η Νυνάβε ήταν, εν πάση περιπτώσει.
«Πρέπει να φύγουμε», επέμεινε η Μογκέντιεν, χαμηλώνοντας όμως τη φωνή της. Σηκώθηκε όρθια, στραβώνοντας τα χείλη απείθαρχα. Μέσα της σπαρταρούσαν φόβος και θυμός, και πότε νικούσε το ένα, πότε το άλλο. «Γιατί να σε βοηθήσω κι άλλο; Αυτό είναι τρέλα!»
«Θα προτιμούσες να ξανανιώσεις τις τσουκνίδες;»
Η Μογκέντιεν μόρφασε, όμως τα μαύρα μάτια δεν έχασαν το πεισματικό βλέμμα της. «Νομίζεις ότι θα τους αφήσω να με σκοτώσουν για να μη με πονέσεις; Είσαι στ’ αλήθεια τρελή. Δεν κουνιέμαι απ’ αυτό το σημείο, αν δεν μας πάρεις από δω».
Η Νυνάβε τράβηξε πάλι την πλεξούδα της. Αν η Μογκέντιεν αρνιόταν να περπατήσει, θα έπρεπε να την πάρει σηκωτή. Έτσι, δεν θα μπορούσε να ψάξει γρήγορα, και οι διάδρομοι του παλατιού έμοιαζαν να εκτείνονται πολλά μίλια ακόμα. Έπρεπε να της φερθεί πιο σκληρά την πρώτη φορά που της είχε φέρει αντίρρηση η άλλη. Στη θέση της Νυνάβε, η Μογκέντιεν θα την είχε σκοτώσει δίχως δισταγμό ή, αν τη θεωρούσε χρήσιμη, θα είχε υφάνει το κόλπο που σου αφαιρούσε τη βούληση και σε έκανε να τη λατρεύεις. Η Νυνάβε το είχε γευτεί κάποτε αυτό, στο Τάντσικο, και ήξερε μάλιστα πώς γινόταν, αλλά δεν πίστευε ότι μπορούσε να το κάνει σε άλλον άνθρωπο. Απεχθανόταν αυτή τη γυναίκα, τη μισούσε μ’ όλη της την ψυχή. Αλλά ακόμα κι αν δεν τη χρειαζόταν, δεν θα μπορούσε να τη σκοτώσει έτσι απλά όπως στεκόταν εκεί. Το πρόβλημα ήταν ότι, όπως φοβόταν, η Μογκέντιεν τώρα το ήξερε.
Πάντως, η Σοφία ήταν η επικεφαλής του Κύκλου των Γυναικών —ακόμα κι αν ο Κύκλος δεν συμφωνούσε πάντα― και ο Κύκλος των Γυναικών αποφάσιζε για την τιμωρία που άρμοζε σε μια γυναίκα η οποία παραβίαζε τους νόμους ή καταπατούσε πέρα από κάθε όριο τα έθιμα, ακόμα και στους άνδρες για κάποια αδικήματα. Μπορεί να μην άντεχε να σκοτώσει, να συντρίψει το μυαλό του άλλου, όπως η Μογκέντιεν, όμως...
Η Μογκέντιεν άνοιξε το στόμα και η Νυνάβε της το έκλεισε με ένα φίμωτρο από Αέρα. Ή μάλλον έβαλε τη Μογκέντιεν να το κάνει· με το α’ντάμ να τις συνδέει, ήταν σαν να διαβιβάζει η ίδια, αλλά η Μογκέντιεν ήξερε ότι ήταν οι δικές της ικανότητες, που γίνονταν εργαλείο στο χέρι της Νυνάβε. Τα μαύρα μάτια της Μογκέντιεν άστραψαν αγανακτισμένα, καθώς οι δικές της ροές πίεζαν τα χέρια της στο πλάι και τύλιγαν σφιχτά τα φουστάνια της γύρω από τους αστραγάλους της. Για τα υπόλοιπα, η Νυνάβε χρησιμοποίησε το α’ντάμ, όπως είχε κάνει και με τις τσουκνίδες, δημιουργώντας αυτά που ήθελε να νιώσει η άλλη. Όχι την πραγματικότητα, αλλά την αίσθηση της πραγματικότητας.