Η Μογκέντιεν τεντώθηκε στα δεσμά της, καθώς ένα δερμάτινο λουρί φάνηκε να τη χτυπά στον πισινό. Αυτήν ακριβώς την αίσθηση θα της πρόσφερε. Οργή και εξευτελισμός κύλησαν στο λουρί του α’ντάμ. Και περιφρόνηση. Σε σύγκριση με τους περίτεχνους τρόπους που είχε για να πληγώσει τους ανθρώπους, αυτό έμοιαζε κατάλληλο για παιδί.
«Όταν θα είσαι πάλι έτοιμη να συνεργαστείς», είπε η Νυνάβε, «κάνε νόημα». Αυτό δεν έπρεπε να κρατήσει πολύ. Δεν μπορούσε να στέκεται εκεί, ενώ ο Ραντ και ο Ράχβιν προσπαθούσαν να αλληλοσκοτωθούν. Αν πέθαινε ο λάθος άνδρας επειδή η ίδια απέφευγε τον κίνδυνο με το να επιτρέπει στη Μογκέντιεν να την κρατά εκεί...
Η Νυνάβε θυμήθηκε μια μέρα όταν ήταν δεκάξι χρονών, λίγο αφότου είχε κριθεί αρκετά μεγάλη για να χτενίσει τα μαλλιά της σε πλεξούδα. Είχε κλέψει μια πουτίγκα με δαμάσκηνα από την Κόριν Αγιέλιν, επειδή η Νέλα Θέην είχε πει ότι δεν τολμούσε να το κάνει, και, βγαίνοντας από την κουζίνα της, είχε πέσει πάνω στην κυρά Αγιέλιν. Η Νυνάβε πρόσθεσε τις συνέπειες, τις έστειλε μέσω του λουριού όλες μαζί και τα μάτια της Μογκέντιεν γούρλωσαν.
Η Νυνάβε το ξανάκανε, βλοσυρά. Δεν θα με σταματήσει! Πάλι. Θα βοηθήσω τον Ραντ, ό,τι κι αν νομίζει αυτή! Και πάλι. Ακόμα κι αν σκοτωθούμε! Πάλι. Αχ, Φως μου, ίσως να έχει δίκιο· ίσως ο Ραντ μας σκοτώσει, προτού καταλάβει ότι είμαι εγώ. Πάλι. Φως μου, πόσο μισώ το να φοβάμαι! Πάλι. Τη μισώ! Πάλι. Τη μισώ! Πάλι.
Ξαφνικά, κατάλαβε ότι η Μογκέντιεν τιναζόταν με αλλοφροσύνη στα δεσμά της κι ένευε το κεφάλι με τόση βία, που θα ’λεγε κανείς ότι κόντευε να ξεκολλήσει από το υπόλοιπο σώμα της. Η Νυνάβε στάθηκε για μια στιγμή, κοιτάζοντας το δακρυσμένο πρόσωπο της άλλης, και μετά σταμάτησε αυτό που έκανε κι έλυσε βιαστικά τις ροές του Αέρα. Μα το Φως, τι είχε κάνει; Δεν ήταν η Μογκέντιεν. «Να θεωρήσω ότι δεν θα μου δημιουργήσεις άλλα προβλήματα;»
«Θα μας σκοτώσουν», μουρμούρισε ή άλλη αμυδρά, σχεδόν ακατάληπτα μέσα στους λυγμούς της, όμως ταυτοχρόνως ένευσε, συμφωνώντας βιαστικά.
Η Νυνάβε σκλήρυνε τον εαυτό της, ηθελημένα. Της Μογκέντιεν της άξιζαν όσα είχε πάθει και πολλά, πάρα πολλά ακόμα. Στον Πύργο, μια Αποδιωγμένη θα την είχαν σιγανέψει κι εκτελέσει ευθύς μόλις ολοκληρωνόταν η δίκη, και δεν χρειάζονταν πολλές αποδείξεις πέραν του ονόματός της. «Ωραία. Τώρα είμαστε―»
Μια βροντή τράνταξε ολόκληρο το παλάτι, ή κάτι όμοιο με βροντή, μόνο που οι τοίχοι σείστηκαν και σκόνη υψώθηκε από το πάτωμα. Η Νυνάβε παραλίγο θα έπεφτε πάνω στη Μογκέντιεν, και οι δυο τους χοροπήδησαν, προσπαθώντας να σταθούν όρθιες. Προτού καταλαγιάσει η αναταραχή, ήρθε ένας βρυχηθμός σαν τερατώδης φωτιά που ανηφόριζε μια καμινάδα σε μέγεθος βουνού. Αυτό κράτησε μονάχα μια στιγμή. Η σιωπή που ακολούθησε φαινόταν πιο βαθιά από κάθε άλλη φορά. Όχι. Ακούστηκαν μπότες. Ένας άνδρας που έτρεχε. Ο ήχος αντιλάλησε στο διάδρομο. Από το βορρά.
Η Νυνάβε έσπρωξε την άλλη γυναίκα. «Έλα».
Η Μογκέντιεν κλαψούρισε, αλλά δεν αντιστάθηκε, καθώς η άλλη την τραβούσε στο διάδρομο. Τα μάτια της όμως ήταν διάπλατα ανοιχτά και η ανάσα της έβγαινε πολύ λαχανιασμένη. Η Νυνάβε σκέφτηκε ότι ευτυχώς που είχε μαζί της τη Μογκέντιεν, και όχι μόνο για να μπορεί να χρησιμοποιήσει τη Μία Δύναμη. Έπειτα από τόσα χρόνια που κρυβόταν στις σκιές, η Αράχνη ήταν τόσο δειλή που η Νυνάβε συγκριτικά ένιωθε γενναία. Σχεδόν. Μόνο ο θυμός που ένιωθε για το φόβο της τη βοηθούσε να διατηρεί τη μοναδική ροή Πνεύματος που την κρατούσε στον Τελ’αράν’ριοντ. Η Μογκέντιεν φοβόταν ως τα βάθη του εαυτού της.
Τραβώντας τη Μογκέντιεν πίσω της από το αστραφτερό λουρί, η Νυνάβε τάχυνε το βήμα. Κυνηγώντας τον αμυδρό ήχο εκείνων των άλλων βημάτων.
Ο Ραντ βγήκε προσεκτικά στη στρογγυλή αυλή. Το μισό εκείνου του λευκού πλακόστρωτου κύκλου είχε άλλα αντίστοιχα στους δύο ορόφους ακριβώς από πάνω, πίσω του· το άλλο μισό σκεπαζόταν από ένα πέτρινο ημικύκλιο πάνω σε ανοιχτόχρωμες κολόνες ύψους πέντε απλωσιών, οι οποίες χώνονταν μέσα σε άλλον ένα κήπο, με σκιερά χαλικόστρωτα δρομάκια κάτω από χαμηλά δένδρα με πλατιές φυλλωσιές. Μαρμάρινα παγκάκια περικύκλωναν μια λιμνούλα γεμάτη νούφαρα. Και ψάρια, χρυσά, άσπρα και κόκκινα.
Ξαφνικά, τα παγκάκια σάλεψαν, κύλησαν, άλλαξαν κι έγιναν απρόσωπες ανθρώπινες μορφές, και πάλι λευκές και σκληρές σαν την πέτρα. Ο Ραντ είχε ήδη μάθει πόσο δύσκολο ήταν να αλλάξει κάτι το οποίο είχε μεταβάλει ο Ράχβιν. Φωτιά χόρεψε από τα ακροδάχτυλά του, συντρίβοντας τους πέτρινους ανθρώπους.
Ο αέρας έγινε νερό.