Выбрать главу

Καθώς πνιγόταν, ο Ραντ πάσχισε να κολυμπήσει προς τις κολόνες· έβλεπε τον κήπο που υπήρχε παραπέρα. Πρέπει να υπήρχε κάτι σαν φράγμα για να μη χύνονται έξω τα νερά. Προτού προλάβει να διαβιβάσει, χρυσές και κόκκινες και άσπρες μορφές πετάχτηκαν γύρω του, μεγαλύτερες απ’ όσο ήταν τα ψάρια στη λιμνούλα. Και είχαν δόντια.

Τον δάγκωσαν· το αίμα στροβιλίστηκε, σχηματίζοντας μια κόκκινη ομίχλη. Ενστικτωδώς, έκανε να διώξει τα ψάρια με τα χέρια, όμως το παγερό κομμάτι του εαυτού του, που ήταν βαθιά στο Κενό, διαβίβασε. Η μοιροφωτιά χίμηξε προς το φράγμα, αν υπήρχε κάτι τέτοιο, παντού τριγύρω, όπου θα μπορούσε να είναι ο Ράχβιν για να βλέπει την αυλή. Το νερό αναδεύτηκε και τον τίναξε πέρα-δώθε με βία, καθώς χιμούσε για να γεμίσει τις σήραγγες που είχε σκάψει η μοιροφωτιά. Πεταριστές χρυσές και άσπρες και κόκκινες μορφές όρμηξαν πάνω του, προσθέτοντας κι άλλα κόκκινα συννεφάκια στο νερό. Καθώς τιναζόταν ολόγυρα, ο Ραντ δεν μπορούσε να δει πού έπρεπε να εξαπολύσει τα αστροπελέκια του· πετιόταν προς κάθε κατεύθυνση. Δεν του είχε μείνει ανάσα. Προσπάθησε να σκεφτεί αέρα ή να σκεφτεί το νερό να γίνεται αέρας.

Ξαφνικά, έτσι έγινε. Έπεσε βαριά στο πλακόστρωτο ανάμεσα σε ψαράκια που σπαρταρούσαν, κυλίστηκε και σηκώθηκε. Όλα ξανά ήταν αέρας· ακόμα και τα ρούχα του ήταν στεγνά. Το πέτρινο δαχτυλίδι πετάρισε, άθικτο από τη μια, γκρεμισμένο ανάμεσα στα ερείπια στην άλλη με τις μισές κολόνες σωριασμένες. Μερικά δένδρα ήταν πεσμένα πάνω στα κούτσουρά τους που ξεπρόβαλλαν από το έδαφος, μετά άθικτα, μετά πεσμένα πάλι. Το παλάτι πίσω του είχε τρύπες ανοιγμένες σε λευκούς τοίχους, μια από τις οποίες μάλιστα βρισκόταν σε έναν ψηλό επίχρυσο θόλο από πάνω, χαρακιές ανοιγμένες σε παράθυρα, που μερικά είχαν σκαλισμένα πέτρινα προστατευτικά. Οι ζημιές τρεμόσβηναν, εξαφανίζονταν κι επανεμφανίζονταν. Δεν ήταν αργές, ήρεμες αλλαγές όπως πριν, αλλά συνεχείς. Ζημιά, μετά τίποτα, μετά ζημιά, μετά τίποτα, και πάλι από την αρχή.

Έκανε μια γκριμάτσα και πίεσε το χέρι στη μεριά του, στην παλιά, μισογιατρεμένη πληγή. Τον έτσουξε σαν να είχε ξανανοίξει από την προσπάθεια. Έτσουζε ολόκληρος, από δέκα ή περισσότερες δαγκωματιές. Αυτό δεν είχε αλλάξει. Τα ματωμένα σχισίματα στο σακάκι και στο παντελόνι του ήταν ακόμα εκεί. Είχε καταφέρει να κάνει το νερό αέρα; Ή μήπως ένα από τα ξέφρενα αστροπελέκια της μοιροφωτιάς είχε διώξει τον Ράχβιν ή, ίσως και να τον είχε σκοτώσει; Δεν είχε σημασία, εκτός αν ίσχυε αυτό το τελευταίο.

Σκούπισε το αίμα από τα μάτια του και περιεργάστηκε τα παράθυρα και τα μπαλκόνια γύρω από τον κήπο και την κιονοστοιχία ψηλά, στην απέναντι πλευρά. Ή μάλλον πήγε να τα περιεργαστεί, αλλά κάτι τράβηξε το βλέμμα του. Κάτω από την κιονοστοιχία, διέκρινε τα ξεθωριασμένα υπολείμματα μιας ύφανσης. Από εκεί καταλάβαινε ότι ήταν πύλη, αλλά, για να δει τι είδους και πού οδηγούσε, έπρεπε να βρεθεί πιο κοντά. Πήδηξε πάνω από ένα σωρό σπασμένες σμιλεμένες πέτρες, που εξαφανίστηκαν καθώς περνούσε από πάνω τους, κι έτρεξε στον κήπο, αποφεύγοντας τα δένδρα που ήταν πεσμένα στο μονοπάτι. Εκείνο το απομεινάρι είχε σχεδόν εξαφανιστεί· έπρεπε να το πλησιάσει προτού χανόταν οριστικά.

Ξαφνικά έπεσε, με τα χαλίκια να του γδέρνουν τις παλάμες όπως άπλωνε τα χέρια να στηριχτεί. Δεν έβλεπε τίποτα που να του είχε βάλει τρικλοποδιά. Ένιωσε ζαλάδα, σχεδόν σαν να είχε χτυπήσει στο κεφάλι. Προσπάθησε να σταθεί στα πόδια του, να φτάσει σε κείνο το απομεινάρι. Και συνειδητοποίησε ότι το σώμα του σπαρταρούσε. Μακριές τρίχες σκέπαζαν τα χέρια του· τα δάχτυλα του έμοιαζαν να ζαρώνουν, να χώνονται στα χέρια του. Σχεδόν είχαν γίνει πόδια ζώου. Ήταν παγίδα. Ο Ράχβιν δεν το είχε σκάσει. Η πύλη ήταν παγίδα και ο Ραντ είχε πιαστεί.

Η απελπισία αγκάλιασε το Κενό, καθώς ο Ραντ πάλευε να κρατηθεί σφιχτά από τον ίδιο του τον εαυτό. Τα χέρια του. Ήταν χέρια. Σαν χέρια. Πίεσε τον εαυτό του να σηκωθεί. Τα πόδια του έμοιαζαν να λυγίζουν ανάποδα. Η Αληθινή Πηγή απομακρύνθηκε· το Κενό μίκρυνε. Ρεύματα πανικού φλογίστηκαν πέρα από το ασυγκίνητο κενό. Αυτό στο οποίο προσπαθούσε να τον μετατρέψει ο Ράχβιν, ό,τι κι αν ήταν, δεν μπορούσε να διαβιβάσει. Το σαϊντίν τού ξεγλιστρούσε, αραίωνε, ήταν αραιό ακόμα και όπως το αντλούσε από ανγκριάλ. Τα γύρω μπαλκόνια τον ατένιζαν άδεια, όπως και η κιονοστοιχία. Ο Ράχβιν πρέπει να ήταν σε κάποιο από κείνα τα παράθυρα με τα πέτρινα προστατευτικά, αλλά σε ποιο; Αυτή τη φορά, δεν είχε τη δύναμη για εκατό κεραυνούς. Μια ριπή. Αυτό το μπορούσε. Αν το έκανε γρήγορα. Ποιο παράθυρο; Πάλεψε να μείνει ο εαυτός του, πάλεψε να αντλήσει το σαϊντίν μέσα του, καλοδέχτηκε κάθε σταγόνα του μολύσματος ως απόδειξη ότι ακόμα κρατούσε τη Δύναμη. Προχωρώντας σε στραβό κύκλο καθώς παραπατούσε, ψάχνοντας μάταια, βρυχήθηκε το όνομα του Ράχβιν. Του φάνηκε σαν βρυχηθμός θηρίου.