Τραβώντας τη Μογκέντιεν πίσω της, η Νυνάβε έστριψε τη γωνία. Μπροστά της, ένας άνδρας εξαφανίστηκε στην επόμενη στροφή του διαδρόμου και ο ήχος από τις μπότες του αντήχησε πίσω του. Η Νυνάβε δεν ήξερε πόση ώρα ακολουθούσε εκείνες τις μπότες. Μερικές φορές βουβαίνονταν, κι αυτή αναγκαζόταν να περιμένει για να ξαναρχίσουν και να καταλάβει την κατεύθυνση τους. Μερικές φορές, όταν σταματούσαν, συνέβαιναν πράγματα· δεν είχε δει τίποτα απ’ αυτά, αλλά σε κάποια στιγμή το παλάτι ολόκληρο είχε δονηθεί σαν καμπάνα που σήμαινε, και σε μια άλλη οι τρίχες του κεφαλιού της σχεδόν είχαν σηκωθεί όρθιες, ενώ ο αέρας έμοιαζε να τριζοβολά, και σε μια άλλη... Δεν είχε σημασία. Ήταν η πρώτη φορά που είχε δει με τα μάτια της τον άνθρωπο που φορούσε εκείνες τις μπότες. Δεν πίστευε ότι ο Ραντ φορούσε εκείνο το μαύρο σακάκι. Το ύψος ταίριαζε, αλλά ήταν πολύ μεγαλόσωμος, πολύ φαρδύς στο στέρνο.
Η Νυνάβε άρχισε να τρέχει προτού καλά-καλά το καταλάβει. Τα γερά παπούτσια της εδώ και ώρα είχαν μεταμορφωθεί σε βελούδινα γοβάκια, για να είναι αθόρυβη στις κινήσεις της. Αφού τον άκουγε αυτή, μπορούσε να την ακούσει κι εκείνος. Το ξέφρενο λαχάνιασμα της Μογκέντιεν ήταν πιο δυνατό από τα βήματά τους.
Η Νυνάβε έφτασε τη στροφή και σταμάτησε, κοιτώντας επιφυλακτικά από τη γωνία. Κράτησε το σαϊντάρ —μέσω της Μογκέντιεν, αλλά ήταν δικό της― έτοιμη να διαβιβάσει. Δεν χρειάστηκε. Ο διάδρομος ήταν άδειος. Υπήρχε μια πόρτα πολύ πιο κάτω σ’ έναν τοίχο με παράθυρα γεμάτα πέτρινα προστατευτικά με αραβουργήματα, αλλά σκέφτηκε ότι ο άνδρας δεν θα είχε προλάβει να φτάσει εκεί. Κοντά, υπήρχε άλλος ένας διάδρομος στα δεξιά. Έτρεξε εκεί, ξανακοίταξε επιφυλακτικά. Αδειος. Όμως εκεί, ελάχιστα πιο πέρα από το σημείο που συναντιούνταν οι διάδρομοι, μια στριφογυριστή σκάλα οδηγούσε πάνω.
Για μια στιγμή, η Νυνάβε δίστασε. Ο άνδρας κάπου έτρεχε να πάει. Αυτός ο διάδρομος έβγαζε εκεί απ’ όπου είχαν έρθει. Μήπως έτρεχε για να ανέβει εκεί; Ψηλότερα, λοιπόν.
Τραβώντας τη Μογκέντιεν πίσω της, ανέβηκε αργά τα σκαλιά, τεντώνοντας τα αυτιά για να ακούσει οτιδήποτε άλλο εκτός από τη σχεδόν υστερική ανάσα του Αποδιωγμένου και από το αίμα, που βούιζαν στα αυτιά της. Αν κατέληγε πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του... Ήξερε ότι ο Αποδιωγμένος ήταν ήδη εκεί, κάπου μπροστά της. Σίγουρα είχε με το μέρος της το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.
Η σκάλα τρεμούλιασε λιγάκι κάτω από τα πόδια της, σαν ένας πελώριος πολιορκητικός κριός να είχε χτυπήσει το παλάτι, και ύστερα τρεμούλιασε ξανά. Και ξανά, όταν μια δέσμη από λευκή φωτιά τρύπησε το πάνω μέρος ενός παράθυρου με πέτρινο προστατευτικό, έστριψε προς τα πάνω λοξά και μετά έσβησε, καθώς άρχιζε να κόβει το ταβάνι.
Η Νυνάβε ξεροκατάπιε, ανοιγόκλεισε τα μάτια σε μια μάταια προσπάθεια να διώξει την αχνή βιολετί βεντάλια που είχε σχηματιστεί στην όρασή της σαν ανάμνηση εκείνου του πράγματος. Πρέπει να ήταν ο Ραντ, που προσπαθούσε να χτυπήσει τον Ράχβιν. Αν ήταν πολύ κοντά του, ίσως ο Ραντ τη χτυπούσε κι αυτήν κατά λάθος. Αφού σφάδαζε έτσι —της φαινόταν ότι σφάδαζε― μπορεί να την πετύχαινε οπουδήποτε χωρίς να το καταλάβει.
Τα τρέμουλα είχαν σταματήσει. Τα μάτια της Μογκέντιεν γυάλιζαν από τρόμο. Όμως, κρίνοντας από αυτό που ένιωθε μέσω του α’ντάμ, ήταν θαύμα που η γυναίκα δεν σπαρταρούσε στο πάτωμα, τσιρίζοντας και βγάζοντας αφρούς από το στόμα. Η Νυνάβε ένιωσε ότι ήθελε και η ίδια να ουρλιάξει. Πίεσε τον εαυτό της να κάνει άλλο ένα βήμα. Προς τα πάνω, αν και δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Το δεύτερο βήμα ήταν σχεδόν εξίσου δύσκολο. Αργά, όμως. Δεν χρειαζόταν να πέσει απότομα πάνω του. Έπρεπε αυτός να ξαφνιαστεί. Η Μογκέντιεν την ακολούθησε σαν δαρμένο σκυλί, ριγώντας.
Καθώς η Νυνάβε ανέβαινε, αγκάλιασε όσο καλύτερα μπορούσε το σαϊντάρ, όσο πιο πολύ μπορούσε να χειριστεί η Μογκέντιεν, σε σημείο που η γλύκα του έγινε σχεδόν πόνος. Αυτό ήταν μια προειδοποίηση. Αν έπαιρνε κι άλλο, θα έφτανε στο σημείο που θα ξεπερνούσε τις δυνάμεις της, το σημείο στο οποίο θα σιγανευόταν μόνη της, που θα έκαιγε την ικανότητα της να διαβιβάζει. Ή ίσως, υπό αυτές τις συνθήκες, την ικανότητα της Μογκέντιεν. Ή και των δυο τους. Και τα δύο θα ήταν καταστροφικά τώρα. Κράτησε όμως εκείνο το σημείο, τη... ζωή... που τη γέμιζε σαν την ελαφριά πίεση μιας βελόνας, η οποία μόλις και δεν τρυπούσε το δέρμα. Δεν θα μπορούσε να αντλήσει περισσότερο, ακόμα κι αν διαβίβαζε η ίδια. Η Νυνάβε και η Μογκέντιεν ήταν εξίσου ισχυρές στη Δύναμη· είχε αποδειχθεί στο Τάντσικο. Θα έφτανε; Η Μογκέντιεν επέμενε ότι οι άνδρες ήταν δυνατότεροι. Τουλάχιστον ο Ράχβιν —η Μογκέντιεν τον ήξερε― και ο Ραντ μάλλον δεν θα είχε επιζήσει τόσον καιρό, αν δεν ήταν εξίσου δυνατός. Δεν ήταν δίκαιο οι άνδρες να έχουν μυς και να είναι επίσης πιο ισχυροί στη Δύναμη. Οι Άες Σεντάι στον Πύργο πάντα έλεγαν ότι ήταν ίσοι. Αυτό δεν ήταν―