Выбрать главу

Είχε αφαιρεθεί. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τράβηξε τη Μογκέντιεν πίσω της στη σκάλα. Πιο ψηλά δεν είχε.

Αυτός ο χώρος ήταν άδειος. Πήγε εκεί που τον έβρισκε κάθετα ο άλλος διάδρομος, κρυφοκοίταξε. Και ήταν εκεί. Ένας ψηλός μαυροντυμένος άνδρας, μεγαλόσωμος, με λευκές πινελιές στα μελαχρινά μαλλιά του, που κοίταζε από τις σχισμές του πέτρινου προστατευτικού ενός παράθυρου κάτι που ήταν πιο κάτω. Ιδρώτας και κόπος φαίνονταν στο πρόσωπό του, όμως χαμογελούσε. Ήταν όμορφο πρόσωπο, όμορφο σχεδόν όσο του Γκάλαντ, αλλά η Νυνάβε δεν ένιωσε τη καρδιά της να χτυπά δυνατότερα γι’ αυτόν.

Ό,τι και να κοίταζε —μήπως τον Ραντ;― είχε όλη την προσοχή του στραμμένη εκεί, όμως η Νυνάβε δεν του έδωσε καμία ευκαιρία να την αντιληφθεί. Μπορεί να ήταν ο Ραντ εκεί κάτω. Δεν ήξερε αν ο Ράχβιν διαβίβαζε ή όχι. Γέμισε το διάδρομο γύρω του με φωτιά από τοίχο σε τοίχο, από το πάτωμα ως το ταβάνι, έχυσε εκεί όλο το σαϊντάρ που κρατούσε, φωτιά τόσο δυνατή, ώστε η ίδια η πέτρα έβγαλε καπνούς. Η ζέστη την έκανε να τιναχτεί πίσω.

Ο Ράχβιν ούρλιαξε μέσα στη φλόγα —ήταν μία φλόγα― και οπισθοχώρησε από τη Νυνάβε παραπατώντας πίσω, προς το σημείο όπου ο διάδρομος γινόταν μια κιονοστοιχία με μονοπατάκι. Μια στιγμή πέρασε, ίσως λιγότερο, ενώ η Νυνάβε ακόμα μόρφαζε, κι εκείνος στάθηκε όρθιος, μέσα στη φλόγα, περικυκλωμένος από καθαρό αέρα. Κάθε στάλα του σαϊντάρ που μπορούσε να διαβιβάσει πήγαινε σε κείνη την κόλαση, όμως αυτός τη σταματούσε. Η Νυνάβε τον έβλεπε μέσα στη φωτιά· τα πάντα είχαν πάρει μια κόκκινη απόχρωση, όμως τον έβλεπε. Καπνός έβγαινε από το καρβουνιασμένο σακάκι του. Το πρόσωπό του ήταν ένα καμένο κουφάρι, το ένα μάτι άσπρο σαν γάλα. Όμως και τα δύο μάτια είχαν κακία μέσα τους καθώς τα έστρεφε πάνω της.

Κανένα συναίσθημα δεν την έφτασε μέσω του λουριού του α’ντάμ, μόνο μια βαριά νωθρότητα. Η Νυνάβε ένιωσε ναυτία. Η Μογκέντιεν είχε εγκαταλείψει τον αγώνα. Τον είχε εγκαταλείψει επειδή ο θάνατος ερχόταν να τις βρει.

Φωτιά ξεχύθηκε από τα σκαλισμένα πέτρινα προστατευτικά πάνω από τον Ραντ, τα δάχτυλά της γέμισαν όλα τα ανοίγματα, πετάχτηκαν χορεύοντας προς την κιονοστοιχία. Την ίδια στιγμή, ο αγώνας μέσα του έπαψε ξαφνικά. Έγινε ο εαυτός του τόσο απότομα που ήταν σαν σοκ. Αντλούσε απελπισμένα το σαϊντίν, προσπαθούσε να κρατήσει ένα μέρος του. Τώρα το σαϊντίν χίμηξε μέσα του, μια κατολίσθηση φωτιάς και πάγου που έκανε τα γόνατά του να λυγίσουν, έκανε το Κενό να σειστεί από τον πόνο που ήταν σαν να το γδέρνει.

Και ο Ράχβιν βγήκε παραπατώντας προς τα πίσω στην κιονοστοιχία, με το πρόσωπο στραμμένο σε κάτι μέσα. Ο Ράχβιν κουκουλωμένος με φωτιά, όμως με κάποιον τρόπο ακόμα όρθιος, λες και ήταν άθικτος. Αν τώρα ήταν άθικτος, δεν ήταν έτσι πριν από μια στιγμή. Μόνο το μέγεθος της μορφής, το γεγονός ότι ήταν αδύνατο να είναι οποιοσδήποτε άλλος, είπε στον Ραντ ότι ήταν αυτός. Ο Αποδιωγμένος ήταν μια φιγούρα από κάρβουνο και σκασμένη κόκκινη σάρκα, που θα απέλπιζε κάθε Θεραπεύτρια στην προσπάθειά της να τον γιατρέψει. Η αγωνία πρέπει να ήταν συντριπτική. Μόνο που ο Ράχβιν θα βρισκόταν εντός του Κενού μέσα σε κείνο το καμένο απομεινάρι ανθρώπου, τυλιγμένος σε μια αδειανοσύνη όπου ο πόνος του κορμιού θα ήταν απόμακρος και το σαϊντίν κοντινό.

Το σαϊντίν κόχλασε μέσα στον Ραντ, κι αυτός το εξαπέλυσε όλο. Όχι για να Θεραπεύσει.

«Ράχβιν!» ούρλιαξε, και μοιροφωτιά πετάχτηκε από τα χέρια του, λιωμένο φως σε μια δέσμη πιο συμπαγή από ανθρώπινο κορμί, την οποία ωθούσε με όλη τη Δύναμη που μπορούσε να αντλήσει.

Η μοιροφωτιά χτύπησε τον Αποδιωγμένο κι ο Ράχβιν έπαψε να υπάρχει. Τα Σκοτεινόσκυλα στο Ρουίντιαν, προτού χαθούν, είχαν γίνει στίγματα στον αέρα· η όποια ζωή είχαν πάλευε να κρατηθεί ή ίσως το Σχήμα πάλευε να διατηρήσει τη μορφή του ακόμα και γι’ εκείνα. Χτυπημένος απ’ αυτή τη δέσμη, ο Ράχβιν απλώς,., έπαψε.

Ο Ραντ άφησε τη μοιροφωτιά να σβήσει, παραμέρισε για λίγο το σαϊντίν. Βλεφαρίζοντας για να δει μέσα από το μωβ μετείκασμα, κοίταξε την πλατιά τρύπα στα μαρμάρινα κάγκελα, με το απομεινάρι μιας κολόνας από πάνω όμοιο με δόντι, κοίταξε την αντίστοιχη τρύπα στη στέγη του παλατιού. Δεν τρεμόπαιζαν, θαρρείς κι αυτό που είχε κάνει ήταν τόσο δυνατό, ώστε ακόμα κι αυτό το μέρος δεν μπορούσε να το διορθώσει. Μετά απ’ όλα αυτά, έμοιαζε τόσο εύκολο. Ίσως υπήρχε κάτι εκεί πάνω για να τον πείσει ότι ο Ράχβιν ήταν στ’ αλήθεια νεκρός. Έτρεξε σε μια πόρτα.

Μ’ έξαλλες προσπάθειες, η Νυνάβε έβαλε όλη της τη δύναμη για να τυλίξει σφιχτά τη φωτιά γύρω από τον Ράχβιν άλλη μια φορά. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να είχε χρησιμοποιήσει αστραπή. Θα πέθαινε. Αυτά τα φριχτά μάτια είχαν στυλωθεί στη Μογκέντιεν, όχι στην ίδια, όμως θα πέθαινε κι αυτή.