«Πού πήγες;» ζήτησε να μάθει η Αβιέντα. Όχι με θυμό. Μάλιστα έδειχνε ανακουφισμένη. «Τη μια στιγμή ήσουν εκεί, και την άλλη είχες χαθεί».
«Έπρεπε να σκοτώσω τον Ράχβιν», είπε ο Ραντ ήσυχα. Εκείνη άνοιξε το στόμα, όμως αυτός το ακούμπησε με τα δάχτυλα για να τη σταματήσει, και μετά την έσπρωξε μαλακά. Πάρε ό,τι μπορείς να κρατήσεις. «Μη ρωτάς άλλα. Είναι νεκρός».
Ο Μπάελ ήρθε κουτσαίνοντας, με το σούφα ακόμα τυλιγμένο στο κεφάλι, αλλά με το πέπλο να κρέμεται στο στήθος του. Είχε αίμα στο μηρό κι επίσης στη μύτη του ενός δόρατος που του είχε απομείνει. «Οι Νυκτοδρομείς και οι Σκιοστρέβλωτοι το έχουν βάλει στα πόδια, Καρ’α’κάρν. Μερικοί υδρόβιοι ήρθαν στο χορό μας εναντίον τους. Ακόμα και μερικοί αρματωμένοι, αν και αυτοί στην αρχή χόρεψαν εναντίον μας». Η Σούλιν ήταν πίσω του, χωρίς πέπλο, με μια άσχημη κόκκινη χαρακιά στο μάγουλο.
«Κυνηγήστε τους, όσο καιρό κι αν πάρει», είπε ο Ραντ. Αρχισε να περπατά, δίχως να ξέρει πού πήγαινε, αρκεί να απομακρυνόταν από την Αβιέντα. «Δεν θέλω να τριγυρνούν αδέσποτοι στα βουνά. Το νου σας στους Φρουρούς. Αργότερα θα βρω ποιοι ήταν άνθρωποι του Ράχβιν και ποιοι...» Συνέχισε να περπατά, μιλώντας, χωρίς να κοιτάζει πίσω. Πάρε ό,τι μπορείς να κρατήσεις.
56
Τα Κούτσουρα που Σιγοκαίνε
Το ψηλό παράθυρο πρόσφερε χώρο με το παραπάνω στον Ραντ για να σταθεί από μέσα, καθώς έφτανε ψηλά πάνω από το κεφάλι του και απείχε περισσότερο από μισό μέτρο δεξιά και αριστερά των ώμων του. Αυτός, με ανεβασμένα τα μανίκια του πουκάμισού του, κοίταζε κάτω έναν από τους κήπους του Βασιλικού Παλατιού. Η Αβιέντα είχε βυθίσει το χέρι της στη δεξαμενή του σιντριβανιού από κοκκινόπετρα· ήταν ακόμα μαγεμένη από την ιδέα τόσου νερού, που δεν είχε άλλο σκοπό παρά να φιλοξενεί διακοσμητικά ψάρια και να προσφέρει ένα θέαμα για το βλέμμα. Όταν της το είχε πρωτοπεί, εκείνη είχε ξεσηκωθεί που δεν θα πήγαινε να κυνηγήσει Τρόλοκ στους δρόμους. Ο Ραντ μάλιστα σκεφτόταν ότι η Αβιέντα δεν θα ήταν εκεί στο σιντριβάνι, αν δεν υπήρχε η διακριτική συνοδεία από Κόρες που είχε κανονίσει η Σούλιν, νομίζοντας ότι αυτός δεν θα το καταλάβαινε. Επίσης, κανονικά ο Ραντ δεν θα έπρεπε να είχε ακούσει την ασπρομάλλα Κόρη να της θυμίζει ότι δεν ήταν πλέον Φαρ Ντάραϊς Μάι και ότι δεν ήταν ακόμα Σοφή. Ο Ματ είχε βγάλει το σακάκι, αλλά φορούσε το καπέλο για τον ήλιο και καθόταν στο πεζούλι της δεξαμενής, μιλώντας στην Αβιέντα. Σίγουρα την ξεψάχνιζε για να μάθει αν οι Αελίτες εμπόδιζαν ανθρώπους να φύγουν· ακόμα κι αν ο Ματ αποφάσιζε να δεχτεί τη μοίρα του, μάλλον δεν θα έπαυε ποτέ να διαμαρτύρεται γι’ αυτήν. Ο Ασμόντιαν καθόταν σε ένα παγκάκι στη σκιά μιας κόκκινης μυρτιάς, παίζοντας την άρπα του. Ο Ραντ αναρωτήθηκε αν ήξερε τι είχε συμβεί, ή αν το υποψιαζόταν. Κανονικά δεν θα έπρεπε να έχει καμία ανάμνηση —γι’ αυτόν δεν είχε συμβεί ποτέ― αλλά ποιος μπορούσε να πει τι ήξερε ή τι μπορούσε να συμπεράνει με τη λογική ένας Αποδιωγμένος;
Ένα ευγενικό βήξιμο τον έκανε να στρέψει το βλέμμα από τον κήπο.
Το παράθυρο, στο οποίο στεκόταν, ήταν μιάμιση απλωσιά πάνω από το πάτωμα στο δυτικό τοίχο της αίθουσας του θρόνου, της Μεγάλης Αίθουσας, όπου οι Βασίλισσες του Άντορ δέχονταν πρέσβεις και ανήγγειλαν τις αποφάσεις τους επί χίλια σχεδόν χρόνια. Ήταν το μόνο μέρος στο οποίο είχε τη σιγουριά ότι θα μπορούσε να παρακολουθεί τον Ματ και την Αβιέντα απαρατήρητος και ανενόχλητος. Δεξιά κι αριστερά στην αίθουσα υπήρχαν σειρές από λευκές κολόνες, ύψους είκοσι απλωσιών. Το φως από τα ψηλά παράθυρα στους τοίχους γινόταν ένα με το χρωματιστό φως από τα μεγάλα παράθυρα στο καμπυλωτό ταβάνι, τα παράθυρα που έδειχναν εναλλάξ το Λευκό Λιοντάρι και πορτραίτα από παλιές Βασίλισσες της χώρας και σκηνές από λαμπρές Αντορινές νίκες. Η Ενάιλα και η Σομάρα δεν έδειχναν εντυπωσιασμένες.
Ο Ραντ κρεμάστηκε από τα ακροδάχτυλά του και κατέβηκε. «Υπάρχουν νέα από τον Μπάελ;»
Η Ενάιλα σήκωσε τους ώμους. «Το κυνήγι των Τρόλοκ συνεχίζεται». Ο τόνος της μικρόσωμης γυναίκας έλεγε ότι θα της άρεσε να είχε πάει κι αυτή στο κυνήγι. Το μπόι της Σομάρα την έκανε να δείχνει ακόμα πιο κοντή. «Κάποιοι από τους κατοίκους της πόλης βοηθούν. Οι περισσότεροι κρύβονται. Οι πύλες της πόλης φρουρούνται. Κανένας Σκιοστρέβλωτος δεν θα ξεφύγει, νομίζω, φοβάμαι όμως ότι θα ξεφύγουν μερικοί Νυκτοδρομείς». Ήταν δύσκολο να σκοτώσεις Μυρντράαλ, κι εξίσου δύσκολο να τους παγιδεύσεις. Μερικές φορές ήταν εύκολο να πιστέψει κανείς στα παλιά παραμύθια που έλεγαν ότι καβαλούσαν σκιές και μπορούσαν να εξαφανιστούν, αν έστριβαν στο πλάι.