Выбрать главу

Ήπιε το μισό κρασί, που όμως δεν ξέπλυνε τη σκέψη του. «Τι άλλο μπορείς να μου πεις για τους Αποδιωγμένους;» Την ερώτηση την είχε κάνει εκατό φορές, αλλά πάντα έλπιζε ότι θα έβρισκε άλλο ένα ψίχουλο. Καλύτερα αυτό παρά να σκέφτεται τη Μουαραίν και την Εγκουέν να συνδέονται για να...

«Όσα ξέρω σου τα είπα». Ο Ασμόντιαν βαριαναστέναξε. «Στην καλύτερη περίπτωση, δεν ήμασταν στενοί φίλοι. Πιστεύεις ότι σου κρύβω κάτι; Δεν ξέρω πού βρίσκονται οι άλλοι, αν αυτό θέλεις να μάθεις. Εκτός από τον Σαμαήλ, που ήξερες ότι είχε κάνει το Ίλιαν βασίλειό του πριν σου το πω. Η Γκρένταλ ήταν για λίγο στο Αραντ Ντόμαν, αλλά φαντάζομαι ότι έχει φύγει τώρα· της αρέσουν πιο πολύ απ’ όσο πρέπει οι ανέσεις της. Υποψιάζομαι ότι και η Μογκέντιεν είναι ή ήταν κάπου στα δυτικά, αλλά κανένας δεν βρίσκει την Αράχνη, αν η ίδια δεν θέλει να τη βρουν. Ο Ράχβιν έχει κάνει μια βασίλισσα σκυλάκι του, αλλά μη με ρωτάς ποια χώρα κυβερνά εκ μέρους του. Αυτά είναι όσα ξέρω, που ίσως σε βοηθήσουν να τους βρεις».

Ο Ραντ τα είχε ξανακούσει· του φαινόταν ότι είχε ήδη ακούσει πενήντα φορές ό,τι είχε να πει ο Ασμόντιαν για τους Αποδιωγμένους. Τόσο συχνά, που φορές-φορές του φαινόταν ότι ανέκαθεν ήξερε αυτά που του έλεγε ο άλλος. Μερικά απ’ αυτά σχεδόν ευχόταν να μην τα είχε μάθει —για παράδειγμα, πώς διασκέδαζε η Σέμιραγκ― και μερικά δεν είχαν νόημα. Ο Ντεμάντρεντ είχε πάει με το μέρος της Σκιάς επειδή φθονούσε τον Λουζ Θέριν Τέλαμον; Ο Ραντ δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του να κάνει κάτι επειδή φθονούσε κάποιον, και σίγουρα όχι κάτι τέτοιο. Ο Ασμόντιαν ισχυριζόταν ότι τον είχε πλανέψει η ιδέα της αθανασίας, η ιδέα ατελείωτων Εποχών όλο μουσική· ισχυριζόταν ότι είχε διακριθεί ως συνθέτης παλιά. Δεν είχε νόημα αυτό. Αλλά σ’ αυτό το πλήθος των γνώσεων, που συχνά σου πάγωναν το αίμα, μπορεί να υπήρχε το κλειδί της επιβίωσης από την Τάρμον Γκάι’ντον. Ό,τι κι αν έλεγε στη Μουαραίν, η αλήθεια ήταν ότι ήξερε πως θα έπρεπε να τους αντιμετωπίσει εκεί στην Τελευταία Μάχη, αν όχι νωρίτερα. Άδειασε το κύπελλο, το ακούμπησε στα πλακάκια του πατώματος. Το κρασί δεν μπορούσε να ξεπλύνει τα γεγονότα.

Μ χάντρινη κουρτίνα κροτάλισε και ο Ραντ κοίταξε πάνω από τον ώμο του, καθώς έμπαιναν οι γκαϊ’σάιν, λευκοντυμένοι και σιωπηλοί. Ενώ μερικοί άρχισαν να μαζεύουν τα φαγητά και τα κρασιά που είχαν βγάλει για τον Ραντ και τους αρχηγούς, ένας άλλος, ένας άνδρας, πήγε ένα μεγάλο ασημένιο δίσκο στο τραπέζι. Στο δίσκο υπήρχαν σκεπασμένα πιάτα, ένα ασημένιο κύπελλο και δύο μεγάλες πήλινες κανάτες με πράσινες ρίγες. Η μια είχε κρασί, η άλλη νερό. Μια γκαϊ’σάιν έφερε μια επίχρυση λάμπα, ήδη αναμμένη, και την έβαλε πλάι στο δίσκο. Μέσα από τα παράθυρα ο ουρανός φαινόταν να αποκτά τις πυρώδεις αποχρώσεις του ηλιοβασιλέματος· στο σύντομο διάστημα ανάμεσα στο λιοπύρι και την παγωνιά, αισθανόσουν πραγματικά ευχάριστο τον αέρα.

Ο Ραντ σηκώθηκε, καθώς έφευγαν οι γκαϊ’σάιν, αλλά δεν τους ακολούθησε αμέσως. «Τι ελπίδες νομίζεις ότι θα έχω όταν έρθει η Τελευταία Μάχη, Νατάελ;»

Ο Ασμόντιαν δίστασε, καθώς τραβούσε κυανέρυθρες ριγέ μάλλινες κουβέρτες πίσω από τα μαξιλαράκια του και σήκωσε το βλέμμα, με το κεφάλι γερμένο λοξά όπως συνήθιζε. «Βρήκες... κάτι... στην πλατεία τη μέρα που συναντηθήκαμε εδώ».

«Ξέχνα το εκείνο», είπε τραχιά ο Ραντ. Είχε βρει δύο πράγματα, όχι ένα. «Και, εν πάση περιπτώσει, το κατέστρεψα». Του φάνηκε ότι ο άλλος καμπούριασε λιγάκι.

«Τότε ο ― Σκοτεινός ― θα σε φάει ζωντανό. Όσο για μένα, σκοπεύω να κόψω τις φλέβες μου μόλις καταλάβω ότι έχει ελευθερωθεί. Αν προλάβω. Ο γρήγορος θάνατος είναι προτιμότερος από αυτό που με περιμένει». Πέταξε κατά μέρος τις κουβέρτες και έμεινε να ατενίζει βλοσυρά το τίποτα. «Καλύτερα από το να τρελαθώ. Τώρα απειλεί και μένα η τρέλα όπως κι εσένα Έσπασες τα δεσμά που με προστάτευαν». Η φωνή του δεν φανέρωνε πίκρα· μονάχα απελπισία.

«Τι θα έλεγες, αν υπήρχε άλλος τρόπος να θωρακιστείς από το μόλυσμα;» ζήτησε να μάθει ο Ραντ. «Αν μπορούσε με κάποιον τρόπο να αφαιρεθεί; Θα αυτοκτονούσες και τότε;»

Το ξερό γέλιο του Ασμόντιαν ήχησε καυστικά. «Που να με πάρει η Σκιά, άρχισες να πιστεύεις ότι είσαι ο Δημιουργός! Είμαστε νεκροί. Και οι δύο. Νεκροί! Τόσο σε τυφλώνει η περηφάνια που δεν μπορείς να το δεις; Ή μήπως παραείσαι χοντρόμυαλος, ένας ανίκανος βοσκός;»

Ο Ραντ δεν παρασύρθηκε. «Τότε, γιατί να μην δώσεις τέλος τώρα;» ρώτησε με σφιγμένη φωνή. Αν ήμουν τυφλός, πώς είδα τι σκαρώνατε εσύ και η Λανφίαρ; Αν ήμουν χοντρόμυαλος, πώς κορόιδεψα αυτήν και πώς παγίδεψα εσένα; «Αν δεν υπάρχει ελπίδα, σωτηρία, η παραμικρή πιθανότητα... τότε γιατί είσαι ακόμα ζωντανός;»

Ο Ασμόντιαν, που ακόμα δεν τον κοίταζε, έτριψε το πλάι της μύτης του. «Είδα κάποτε έναν να κρέμεται στον γκρεμό», είπε αργά. «Το χείλος έσπαζε στα δάχτυλα του και το μόνο που ήταν κοντά του για να πιαστεί ήταν μια τούφα γρασίδι, μερικά μακριά φύλλα με ρίζες, που μετά βίας χώνονταν στο βράχο. Ήταν η μόνη ελπίδα του να ξανασκαρφαλώσει πάνω. Το άρπαξε, λοιπόν». Το απότομο χαχανητό δεν έδειχνε καθόλου χιούμορ. «Σίγουρα ήξερε ότι δεν θα τον άντεχε».