«Τον έσωσες;» ρώτησε ο Ραντ, όμως ο Ασμόντιαν δεν απάντησε.
Ενώ ο Ραντ ξεκινούσε για την πόρτα, πίσω του ξανάρχισε να ακούγεται η “Προέλαση του Θανάτου”.
Τα κορδόνια με τις χάντρες έπεσαν πίσω του και οι πέντε Κόρες που περίμεναν στον πλατύ, άδειο προθάλαμο σηκώθηκαν με ευλυγισία όρθιες από κει που κάθονταν στα ανοιχτογάλανα πλακάκια. Εκτός από μία, οι άλλες ήταν ψηλές για γυναίκες, αν και το ύψος τους ήταν κανονικό για Αελίτισσες. Η αρχηγός τους, η Αντελίν, αν ήταν ακόμα μια πιθαμή ψηλότερη, θα μπορούσε να κοιτάξει τον Ραντ ίσια στα μάτια. Η εξαίρεση, μια φλογερή κοκκινομάλλα ονόματι Ενάιλα, μόλις που έφτανε στο μπόι την Εγκουέν και ήταν πολύ εύθικτη για το ύψος της. Σαν τους αρχηγούς φατρίας, τα μάτια όλων ήταν γαλανά ή γκρίζα ή πράσινα και τα μαλλιά τους καστανά ή ξανθά ή κόκκινα, ήταν κομμένα κοντά και μόνο άφηναν μια ουρά στη ρίζα του σβέρκου. Είχαν γεμάτες φαρέτρες στη ζώνη, που ισορροπούσαν τα μαχαίρια με τις μακριές λεπίδες, κι έφεραν κεράτινα τόξα σε θήκες στις πλάτες τους. Η καθεμιά τους είχε τρία-τέσσερα δόρατα με μακριές λεπίδες και μια μικρή στρογγυλή ασπίδα από τομάρι ταύρου. Οι Αελίτισσες που δεν είχαν διαλέξει το τζάκι και τα παιδιά, είχαν τη δική τους πολεμική κοινωνία, την Φαρ Ντάραϊς Μάι, τις Κόρες του Δόρατος.
Τις χαιρέτησε μ’ ένα μικρό νεύμα της κεφαλής, κάτι που τις έκανε να χαμογελάσουν· δεν ήταν Αελίτικο έθιμο, τουλάχιστον με τον τρόπο που τον είχαν διδάξει να το κάνει. «Σε βλέπω, Αντελίν», είπε. «Πού είναι η Τζόιντε; Νόμιζα ότι ήταν μαζί σου νωρίτερα. Αρρώστησε;»
«Σε βλέπω, Ραντ αλ’Θόρ», αποκρίθηκε εκείνη. Τα ωχρά κίτρινα μαλλιά της έμοιαζαν ακόμη πιο ωχρά, έτσι όπως απλώνονταν γύρω από το ηλιοκαμένο πρόσωπό της, και φαινόταν μια λεπτή, άσπρη ουλή στο μάγουλο. «Κατά κάποιον τρόπο. Όλη μέρα μιλούσε μόνη της και πιο πριν, ούτε μια ώρα δεν έχει, ξεκίνησε για να απιθώσει γαμήλιο στεφάνι στα πόδια του Γκάραν, από το Τζιράντ Γκόσιεν». Κάποιες άλλες κούνησαν το κεφάλι· ο γάμος σήμαινε ότι εγκαταλείπεις το δόρυ σου. «Αύριο είναι η τελευταία μέρα του ως γκαϊ’σάιν της. Η Τζόιντε είναι από το Μαύρο Βράχο του Σάαραντ», πρόσθεσε με σημασία. Ήταν σημαντικό: συχνά γίνονταν γάμοι με άνδρες ή γυναίκες που ήταν γκαϊ’σάιν, σπανιότατα όμως μεταξύ φατριών που είχαν βεντέτα αίματος, ακόμα κι όταν η βεντέτα τους είχε καταλαγιάσει.
«Είναι μια αρρώστια που εξαπλώνεται», είπε με ένταση η Ενάιλα. Η φωνή της πετούσε φλόγες, σαν τα μαλλιά της. «Από τότε που ήρθαμε στο Ρουίντιαν, μια-δυο Κόρες κάθε μέρα ετοιμάζουν τα γαμήλια στεφάνια τους».
Ο Ραντ ένευσε προσπαθώντας να πάρει ύφος συμπόνιας. Το σφάλμα ήταν δικό τους, Αναρωτιόταν πόσες θα έμεναν κοντά του, αν τους το έλεγε. Μάλλον θα έμεναν όλες, αφού θα τις συγκρατούσε η αίσθηση τιμής που είχαν και ήταν άφοβες όσο και οι αρχηγοί φατρίας. Τουλάχιστον ως τώρα ήταν μόνο γάμοι· ακόμα και οι Κόρες θα θεωρούσαν το γάμο καλύτερο από μερικά άλλα που είχαν συμβεί. Ίσως. «Σε μια στιγμή θα είμαι έτοιμος να ξεκινήσουμε», τους είπε.
«Θα περιμένουμε με υπομονή», είπε η Αντελίν. Η στάση τους κάθε άλλο παρά υπομονή έδειχνε· όπως στέκονταν εκεί, έμοιαζαν έτοιμες να χιμήξουν με την παραμικρή κίνηση.
Πραγματικά του χρειάστηκε μόνο μια στιγμή να κάνει αυτό που ήθελε: ύφανε ροές Πνεύματος και Φωτιές, σχηματίζοντας ένα κουτί γύρω από το δωμάτιο, και τις έδεσε για να κρατήσει το υφάδι χωρίς να λυθεί. Μπορούσε να βγει και να μπει ο καθένας ― εκτός από τους άνδρες που μπορούσαν να διαβιβάζουν. Αν διάβαινε την πόρτα ο ίδιος ο Ραντ —ή ο Ασμόντιαν― θα ήταν σαν να περνούσε από ένα πύρινο τείχος. Κατά λάθος είχε ανακαλύψει αυτό το υφάδι ― όπως και το γεγονός ότι ο Ασμόντιαν, φραγμένος, ήταν τόσο αδύναμος που δεν μπορούσε να διαβιβάσει μέσα από αυτό. Κανείς δεν θα αμφισβητούσε τις πράξεις ενός βάρδου, και αν το έκανε κανείς, τότε η απάντηση ήταν ότι ο Τζέησιν Νατάελ απλώς είχε προτιμήσει να κοιμηθεί όσο μπορούσε πιο μακριά από τους Αελίτες, όσο ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο εδώ στο Ρουίντιαν. Ήταν επιλογή που θα έβρισκε την κατανόηση των οδηγών και των φρουρών του Χάντναν Καντίρ. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Ραντ ήξερε ακριβώς πού ήταν ο Νατάελ τις νύχτες. Οι Κόρες δεν του έκαναν καμία ερώτηση.
Ο Ραντ ξεκίνησε. Οι Κόρες τον ακολούθησαν, σκορπισμένες κι ανήσυχες, σαν να περίμεναν επίθεση εκεί επί τόπου. Ο Ασμόντιαν ακόμα έπαιζε το μοιρολόγι.