Με τα χέρια απλωμένα δεξιά κι αριστερά, ο Ματ Κώθον περπατούσε στο πλατύ, λευκό πεζούλι του ξερού οιντριβανιού, τραγουδώντας στους άνδρες που τον παρακολουθούσαν στο φως του δειλινού.
Ο αέρας τον δρόσιζε μετά το λιοπύρι της μέρας και ο Ματ σκέφτηκε για μια στιγμή να κουμπώσει το φίνο πράσινο σακάκι του, που ήταν χρυσοκέντητο και μεταξωτό, όμως το κεφάλι του βούιζε από το ποτό που οι Αελίτες ονόμαζαν ουσκουάι και η σκέψη πετάρισε και χάθηκε. Οι μορφές τριών γυναικών, σμιλεμένες σε λευκή πέτρα, στέκονταν σε μια εξέδρα στη σκονισμένη δεξαμενή, δίχως ενδύματα, τέσσερα μέτρα ψηλές. Καθεμιά τους είχε το ένα χέρι υψωμένο, ενώ το άλλο κρατούσε ένα πελώριο πιθάρι γερμένο στον ώμο της, απ’ όπου θα ανάβλυζε το νερό, όμως από τη μια έλειπε το ανασηκωμένο χέρι και το κεφάλι, και μιας άλλης το πιθάρι είχε γίνει θρύψαλα.
«Κρίμα τόσο ωραίο τραγούδι να υμνεί το θάνατο», φώναξε ένας αμαξάς με έντονη Λαγκαρντινή προφορά. Οι άνδρες του Καντίρ είχαν μαζευτεί σε στενό κύκλο γύρω από το σιντριβάνι, κρατώντας απόσταση από τους Αελίτες· ήταν σκληροτράχηλοι κι αγριοπρόσωποι, μα μέσα του ο καθένας πίστευε ότι όλοι οι Αελίτες ήταν έτοιμοι να τους κόψουν το λαιμό για μια λοξή ματιά. Αυτό δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα. «Άκουσα τη γριούλα τη γιαγιά μου να λέει για τον Φύλακα των Σκιών», συνέχισε ο Λαγκαρντινός. «Δεν είναι σωστό να τραγουδάς μ’ αυτόν τον τρόπο για το θάνατο».
Ο Ματ συλλογίστηκε θολά το τραγούδι που έλεγε και ξίνισε τα μούτρα του. Από την άλωση της Αλντεσάρ είχε ν’ ακουστεί το “Χόρεψε με τον Φύλακα των Σκιών”· στο νου του άκουγε ακόμα το τραγούδι να υψώνεται και να προκαλεί, καθώς τα Χρυσά Λιοντάρια εξαπέλυαν την τελευταία, μάταια επέλασή τους εναντίον του στρατού του Άρτουρ του Γερακόφτερου που τους περικύκλωνε. Πάλι καλά που δεν το τραγουδούσε στην Παλιά Γλώσσα. Δεν ήταν όσο μεθυσμένος έδειχνε, αν και είχε πιει αρκετά κύπελλα ουσκουάι. Το ποτό είχε όψη και γεύση καφετιού νερού, αλλά σε βάραγε στο κεφάλι σαν κλωτσιά μουλαριού. Να δεις που η Μουαραίν θα με στείλει πακέτο στον Πύργο, αν δεν έχω το νου μου. Τουλάχιστον, έτσι θα ξέφευγα από την Ερημιά και από τον Ραντ. Μπορεί να ήταν πιο μεθυσμένος απ’ όσο νόμιζε, αν του φαινόταν προτιμότερη αυτή η μοίρα. Πήρε να τραγουδάει τον «Μάστορα στην Κουζίνα».
Μερικοί από τους ανθρώπους του Καντίρ έπιασαν κι αυτοί το σκοπό, καθώς ο Ματ επέστρεφε χορεύοντας στο σημείο απ’ όπου είχε ξεκινήσει. Οι Αελίτες όχι· στο λαό τους, οι άνδρες δεν τραγουδούσαν παρά μόνο άσματα μάχης ή θρήνους για τους σκοτωμένους και οι Κόρες τραγουδούσαν μόνο μεταξύ τους.
Δύο Αελίτες κάθονταν ανακούρκουδα στο πεζούλι και δεν έδειχναν να τους έχει πιάσει το ουσκουάι που είχαν κατεβάσει, εκτός από τα μάτια τους που έμοιαζαν να γυαλίζουν λιγάκι. Ο Ματ θα χαιρόταν όταν γυρνούσε εκεί όπου σπάνιζαν τα ανοιχτόχρωμα μάτια· μεγαλώνοντας, έβλεπε μόνο μαύρα ή καστανά, με εξαίρεση τα μάτια του Ραντ.
Κάτι ξύλα —σκουληκοφαγωμένα μπράτσα και πόδια από καρέκλες― κείτονταν στις φαρδιές πλάκες, στην περιοχή που είχαν αφήσει ανοιχτή οι παρατηρητές. Ένα άδειο κόκκινο αγγείο ήταν πλάι στο πεζούλι, κι ένα άλλο που είχε ακόμα ουσκουάι, κι ένα ασημένιο κύπελλο. Το παιχνίδι ήταν να πιεις μια γουλιά και μετά να πετύχεις με το μαχαίρι ένα στόχο που πετούσαν στον αέρα. Κανένας από τους ανθρώπους του Καντίρ δεν έπαιζε μαζί του ζάρια παρά μόνο ελάχιστοι Αελίτες, ενώ γενικά κανείς τους δεν έπαιζε χαρτιά. Η σκοποβολή με μαχαίρια έμοιαζε να είναι κάτι διαφορετικό, ειδικά αν έβαζες και το ουσκουάι από πάνω. Μπορεί ο Ματ να μην κέρδιζε τόσο συχνά σ’ αυτό το παιχνίδι όσο στα ζάρια, αλλά ακόμα κι έτσι είχε μέσα στη δεξαμενή δίπλα του πεντ’ έξι κύπελλα και δύο γαβάθες από δουλεμένο χρυσάφι, μαζί με βραχιόλια και περιδέραια στολισμένα με ρουμπίνια ή φεγγαρόπετρες ή ζαφείρια, κι επίσης πλήθος διαφόρων νομισμάτων. Πλάι στα κέρδη του βρισκόταν το κοντό, ίσιο καπέλο του και ένα παράξενο δόρυ με μαύρη λαβή. Μάλιστα μερικά ήταν Αελίτικης κατασκευής. Συχνά προτιμούσαν να πληρώσουν με λάφυρα παρά με νομίσματα.