Выбрать главу

Ο Ραντ έμεινε σιωπηλός. Όταν ξαναμίλησε, το φευγαλέο κέφι είχε χαθεί. «Ίσαμε την Ταρ Βάλον;»

Ήταν η σειρά του Ματ να διστάσει. Δεν νομίζω να με προδώσει στη Μουαραίν. Λες να το έκανε; «Μπορεί», είπε ήρεμα. «Δεν ξέρω. Η Μουαραίν θα ’θελε να πάω εκεί. Ίσως βρω τρόπο να ξαναγυρίσω στους Δύο Ποταμούς. Να δω αν όλα πάνε καλά στο σπίτι». Να δω αν ζει ο Πέριν. Αν ζουν οι αδελφές μου κι η μαμά κι ο μπαμπάς.

«Όλοι έχουμε να κάνουμε αυτό που πρέπει, Ματ. Όχι αυτό που θέλουμε, πολλές φορές. Αυτό που πρέπει».

Του Ματ του ακούστηκε σαν πρόφαση αυτό, σαν να του ζητούσε ο Ραντ κατανόηση. Όμως κι ο ίδιος είχε κάνει κάποιες φορές αυτό που έπρεπε. Δεν μπορώ να κατηγορήσω αποκλειστικά τον Ραντ για τον Πέριν. Κανένας δεν με ανάγκασε να ακολουθήσω τον Ραντ σαν σκυλάκι, που να πάρει! Αλλά ούτε κι αυτό ήταν αλήθεια. Είχε αναγκαστεί να τον ακολουθήσει. Μόνο που δεν ήταν ο Ραντ αυτός που τον είχε αναγκάσει. «Δεν θα με ― εμποδίσεις να φύγω;»

«Δεν θέλω να σου λέω πού να πηγαινοέρχεσαι, Ματ», είπε κουρασμένα ο Ραντ. «Ο Τροχός υφαίνει το Σχήμα, όχι εγώ, και ο Τροχός υφαίνει, όπως ο Τροχός το θέλει». Αν ήταν δυνατόν, έκανε σαν τις παλιο-Άες Σεντάι! Ο Ραντ, μισογυρνώντας για να φύγει, πρόσθεσε, «Μην εμπιστεύεσαι τον Καντίρ, Ματ. Σε μερικά πράγματα είναι από τους πιο επικίνδυνους ανθρώπους που έχεις γνωρίσει ποτέ σου. Μην τον εμπιστεύεσαι διόλου, αλλιώς θα βρεθείς με το λαιμό κομμένο, και δεν θα λυπηθούμε μόνο οι δυο μας γι’ αυτό». Κι ύστερα χάθηκε στο δρόμο μέσα στο σούρουπο που πύκνωνε, με τις Κόρες γύρω του σαν πεινασμένους λύκους.

Ο Ματ στάθηκε να κοιτάζει προς τα κει που είχε χαθεί. Να εμπιστευτεί τον έμπορο; Δεν θα τον εμπιστευόμουν ακόμα κι αν ήταν δεμένος στο σακί. Δηλαδή δεν ύφαινε το Σχήμα ο Ραντ; Σχεδόν αυτό έκανε! Πριν καταλάβουν ότι οι Προφητείες τους αφορούσαν, είχαν μάθει ότι ο Ραντ ήταν τα’βίρεν, ένας από τους σπάνιους ανθρώπους που αντί να υφαίνονται θέλοντας και μη στο Σχήμα, αντιθέτως ανάγκαζαν το Σχήμα να πάρει μορφή γύρω τους. Ο Ματ ήξερε τι σήμαινε να είσαι τα’βίρεν· ήταν κι ο ίδιος τα’βίρεν, αν και όχι τόσο ισχυρός όσο ο Ραντ. Μερικές φορές ο Ραντ μπορούσε να επηρεάσει τις ζωές των ανθρώπων, να αλλάζει την πορεία τους, μόνο και μόνο με το να βρίσκεται στην ίδια πόλη. Κι ο Πέριν επίσης ήταν τα’βίρεν ― ίσως να μην ήταν πια. Η Μουαραίν το θεωρούσε αξιοσημείωτο το ότι είχε βρει τρεις νεαρούς που είχαν μεγαλώσει στο ίδιο χωριό και προοριζόταν να γίνουν τα’βίρεν. Ήθελε να τους δέσει και τους τρεις στα σχέδιά της, όποια κι αν ήταν αυτά.

Το θεωρούσαν σπουδαίο πράγμα· όλοι οι τα’βίρεν, για τους οποίους είχε καταφέρει να μάθει ο Ματ, ήταν άνθρωποι σαν τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο ή γυναίκες σαν τη Μάμπριαμ εν Σερήντ, για την οποία οι ιστορίες έλεγαν ότι είχε ιδρύσει το Σύμφωνο των Δέκα Εθνών μετά το Τσάκισμα. Καμιά ιστορία όμως δεν έλεγε τι πάθαινε ένας τα’βίρεν όταν βρισκόταν κοντά σε έναν άλλο που ήταν ισχυρός σαν τον Ραντ. Ήσουν σαν φύλλο σε ανεμοστρόβιλο.

Η Μελίντρα κοντοστάθηκε πλάι του και του έδωσε το δόρυ του και ένα βαρύ, πρόχειρα υφασμένο σάκο που κουδούνιζε. «Σου έβαλα εδώ τα κέρδη». Ήταν όντως ψηλότερή του, κατά πέντε ολόκληρους πόντους. Η ματιά της ακολούθησε τον Ραντ. «Άκουσα ότι ήσουν κονταδελφός του Ραντ αλ’Θόρ».

«Κατά μία έννοια», είπε αυτός ξερά.

«Δεν έχει σημασία», είπε αυτή αδιάφορα και στύλωσε το βλέμμα της πάνω του, με τις γροθιές στους γοφούς της. «Ματ Κώθον, τράβηξες το ενδιαφέρον μου προτού μου δώσεις το δώρο-της-εκτίμηοης. Όχι ότι θα εγκαταλείψω το δόρυ για χάρη σου, φυσικά, αλλά σε σκέφτομαι εδώ και μέρες. Έχεις χαμόγελο σαν αγοράκι που πάει να κάνει σκανταλιά. Μ’ αρέσει. Και αυτά τα μάτια». Στο φως που ξεψυχούσε, το χαμόγελό της ήταν αργό και πλατύ. Και ζεστό. «Μ’ αρέσουν τα μάτια σου».

Ο Ματ ίσιωσε το καπέλο του, παρ’ όλο που δεν είχε στραβώσει. Από κυνηγός θήραμα, μέσα σε μια στιγμή. Έτσι γινόταν, με τις Αελίτισσες. Ειδικά τις Κόρες. «Ξέρεις να σημαίνει τίποτα η φράση Κόρη των Εννέα Φεγγαριών;» Ήταν μια ερώτηση που έκανε μερικές φορές στις γυναίκες. Αν έπαιρνε λάθος απάντηση, θα το έσκαγε την ίδια νύχτα από το Ρουίντιαν, έστω κι αν χρειαζόταν να περπατήσει ολόκληρη την Ερημιά.

«Τίποτα», είπε εκείνη. «Όμως υπάρχουν πράγματα που μ’ αρέσει να κάνω στο φεγγαρόφωτο». Τον αγκάλιασε από τον ώμο, του έβγαλε το καπέλο και άρχισε να του ψιθυρίζει στο αυτί. Σχεδόν αμέσως αυτός χαμογέλασε πιο πλατιά από εκείνη.

4

Λυκόφως

Με τη συνοδεία του από Φαρ Ντάραϊς Μάι, ο Ραντ πλησίασε τη Στέγη της Κόρης του Ρουίντιαν. Λευκά σκαλοπάτια, ίσα στο πλάτος με το ψηλό κτήριο και με βάθος μια δρασκελιά το καθένα, ανηφόριζαν κι έφταναν σε χοντρές κολόνες ύψους είκοσι απλωσιών, που έμοιαζαν μαύρες στο λυκόφως, μα άστραφταν γαλάζιες τη μέρα, όλο αυλακωτές σπείρες. Το εξωτερικό του κτηρίου ήταν ένα μωσαϊκό από φινιρισμένα πλακάκια, άσπρα και γαλάζια, τοποθετημένα σε ελικοειδή σχήματα, που το μάτι δεν έβρισκε το τέλος τους, ενώ ένα πελώριο παράθυρο από χρωματιστό γυαλί ακριβώς πάνω από τις κολόνες παρουσίαζε μια μελαχρινή γυναίκα ύψους πέντε μέτρων, η οποία φορούσε πολύπτυχη γαλάζια ρόμπα και είχε το χέρι σηκωμένο, είτε για τα ευλογήσει, είτε για να προστάξει να σταματήσεις. Το πρόσωπό της ήταν γαλήνιο και αυστηρό συνάμα. Όποια κι αν ήταν, σίγουρα δεν ήταν Αελίτισσα, με τέτοιο χλωμό δέρμα και τέτοια μαύρα μάτια. Ίσως μια Άες Σεντάι. Ο Ραντ χτύπησε την πίπα του στο τακούνι της μπότας του και την έχωσε στην τσέπη του σακακιού του προτού αρχίσει να ανεβαίνει τα σκαλιά.