Выбрать главу

Με εξαίρεση τους γκαϊ’σάιν, δεν επιτρεπόταν σε άνδρες να μπουν στη Στέγη της Κόρης, κανένας άνδρας απολύτως, σε κανένα φρούριο της Ερημιάς. Αρχηγοί και εξ αίματος συγγενείς κάποιας Κόρης μπορούσαν να δοκιμάσουν και θα πέθαιναν, αν και στην πραγματικότητα η ιδέα δεν θα περνούσε από το μυαλό κανενός. Το ίδιο συνέβαινε σε όλες τις κοινωνίες· μόνο τα μέλη και οι γκαϊ’σάιν επιτρεπόταν να εισέλθουν.

Οι δύο Κόρες που στέκονταν φρουρώντας τις ψηλές μπρούντζινες πόρτες χειρομίλησαν γοργά μεταξύ τους, κοιτώντας προς το μέρος του, καθώς αυτός περνούσε ανάμεσα από τις κολόνες, και ύστερα αντάλλαξαν ένα χαμογελάκι. Μακάρι να ήξερε τι είχαν πει. Ακόμα και σε μια χώρα ξερή σαν την Ερημιά, ο μπρούντζος θάμπωνε με το πέρασμα του χρόνου, όμως οι γκαϊ’σάιν είχαν γυαλίσει τόσο καλά αυτές τις πόρτες, ώστε έμοιαζαν καινούριες. Έστεκαν ορθάνοιχτες, και οι δύο φρουροί δεν δοκίμασαν να τον εμποδίσουν, καθώς έμπαινε μέσα, με την Αντελίν και τις άλλες κατά πόδας.

Οι πλατιοί διάδρομοι και οι μεγάλες αίθουσες με τα λευκά πλακάκια μέσα ήταν γεμάτα Κόρες, που κάθονταν σε μαξιλάρια με λαμπερά χρώματα και μιλούσαν, φρόντιζαν τα όπλα τους, έπαιζαν φωλιά-της-γάτας ή λίθους ή Χίλια Ανθη ― ένα Αελίτικο παιχνίδι, στο οποίο έφτιαχνες σχήματα με επίπεδα κομμάτια πέτρας που είχαν σκαλισμένα πάνω τους καμιά εκατοστή, όπως φαινόταν, διαφορετικά σύμβολα. Φυσικά, ένα πλήθος γκαϊ’σάιν τριγυρνούσαν με κομψές κινήσεις, κάνοντας τις αγγαρείες τους· καθάριζαν, σερβίριζαν, μπάλωναν, πρόσεχαν τις λάμπες λαδιού, από τις πιο απλές, που ήταν φτιαγμένες από βερνικωμενο κεραμικό, μέχρι τα επίχρυσα λάφυρα, ποιος ξέρει από πού, και τις λάμπες σε ψηλούς φανοστάτες που είχαν βρεθεί στην πόλη. Στα περισσότερα δωμάτια, φανταχτερά χαλιά και λαμπερές ταπισερί κάλυπταν τα πατώματα και τους τοίχους, και σχεδόν το καθένα έμοιαζε να έχει το ιδιαίτερο του μοτίβο και στυλ. Οι τοίχοι και τα ταβάνια ήταν από πολύπλοκα μωσαϊκά κι έδειχναν δάση και ποτάμια και ουρανούς που δεν είχε δει κανείς ποτέ στην Ερημιά.

Νέες ή ηλικιωμένες, οι Κόρες χαμογελούσαν όταν τον αντίκριζαν και κάποιες ένευαν με οικειότητα ή έφταναν στο σημείο να τον χτυπήσουν φιλικά στον ώμο. Αλλες του μιλούσαν, ρωτούσαν πώς ήταν, αν είχε φάει, μήπως ήθελε να του φέρουν οι γκαϊ’σάιν κρασί ή νερό; Αυτός απαντούσε με συντομία, αν και κάθε απάντησή του συνοδευόταν από χαμόγελο. Ήταν μια χαρά, ούτε πεινούσε ούτε διψούσε. Συνέχιζε να περπατά και δεν βράδυνε το βήμα, ούτε όταν μιλούσε. Αν βράδυνε, αναπόφευκτα θα σταματούσε, και δεν άντεχε κάτι τέτοιο απόψε.

Οι Φαρ Ντάραϊς Μάι τον είχαν υιοθετήσει, κατά κάποιον τρόπο. Κάποιες του φέρονταν σαν να ήταν γιος τους, άλλες σαν σε αδελφό τους. Δεν φαινόταν να παίζει ρόλο η ηλικία· γυναίκες με άσπρα τα μαλλιά μπορεί να του μιλούσαν σαν σε αδελφό τους που έπιναν μαζί τσάι, ενώ Κόρες, που το πολύ να τον περνούσαν ένα χρόνο στην ηλικία, πρόσεχαν αν φορούσε τα κατάλληλα ρούχα για τη ζέστη. Δεν μπορούσε να αποφύγει τη μητρική συμπεριφορά τους: απλώς έτσι έκαναν, και δεν ήξερε πώς μπορούσε να το σταματήσει αυτό, χωρίς βέβαια να χρησιμοποιήσει τη Δύναμη εναντίον όλων τους.

Του είχε περάσει από το νου να βάλει άλλη κοινωνία να του παρέχει φρουρούς ― το Σά’εν Μ’τάαλ, τους Πέτρινους Σκύλους, ίσως, ή το Άεθαν Ντορ, τις Κόκκινες Ασπίδες· ο Ρούαρκ ήταν Κόκκινη Ασπίδα προτού γίνει αρχηγός ― όμως τι λόγο μπορούσε να τους δώσει; Σίγουρα πάντως όχι την αλήθεια. Αισθανόταν αμήχανα και μόνο που σκεφτόταν πώς θα το εξηγούσε στον Ρούαρκ και στους άλλους· τέτοιο που ήταν το Αελίτικο χιούμορ, ακόμα και ο ξινός γέρος ο Χαν θα λυνόταν από τα γέλια. Όποιο λόγο και αν έδινε, μάλλον θα πρόσβαλλε την τιμή όλων των Φαρ Ντάραϊς Μάι, από την πρώτη ως την τελευταία. Τουλάχιστον, σπάνια τον ντάντευαν έξω από τη Στέγη, όπου δεν υπήρχε άλλος να τον δει εκτός από τις ίδιες και τους γκαϊ’σάιν, οι οποίοι ήξεραν να κρατούν το στόμα τους κλειστό για ό,τι συνέβαινε εκεί. «Οι Κόρες», είχε πει κάποτε, «κρατούν την τιμή μου». Όλοι το θυμούνταν και οι Κόρες ήταν περήφανες γι’ αυτό σαν να είχε χαρίσει σε καθεμιά ένα θρόνο. Όπως είχε αποδειχθεί όμως, την κρατούσαν με τον τρόπο που ήθελαν αυτές.