Выбрать главу

Η Αντελίν και οι άλλες τέσσερις τον άφησαν για να πάνε στις φίλες τους, όμως ο Ραντ δεν έμεινε μόνος, καθώς προχωρούσε ψηλότερα στο κτήριο, από καμπυλωτές σκάλες με πλατιά, λευκά σκαλοπάτια. Με κάθε βήμα ήταν αναγκασμένος να απαντά ουσιαστικά στις ίδιες ερωτήσεις. Όχι, δεν πεινούσε. Ναι, ήξερε ότι δεν ήταν συνηθισμένος ακόμα στη ζέστη, και όχι, δεν είχε μείνει πολλή ώρα στον ήλιο. Τις ανέχθηκε όλες υπομονετικά, όμως άφησε ένα στεναγμό ανακούφισης όταν έφτασε στον πρώτο όροφο πάνω από το ψηλό παράθυρο. Εδώ δεν υπήρχαν ούτε Κόρες ούτε γκαϊ’σάιν στους πλατιούς διαδρόμους ή στα σκαλιά που οδηγούσαν πιο πάνω. Οι γυμνοί τοίχοι και οι άδειοι θάλαμοι υπογράμμιζαν την απουσία των ανθρώπων, όμως τώρα που είχε διασχίσει τους κάτω ορόφους, η μοναξιά ήταν ευλογία.

Το υπνοδωμάτιό του ήταν μια κάμαρα δίχως παράθυρο, κοντά στο κέντρο του κτηρίου, μια από τις λίγες που δεν ήταν πελώρια, αν και το ταβάνι της ήταν τόσο ψηλό, ώστε έκανε το ύψος τη μεγαλύτερη διάσταση του δωματίου. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα για την αρχική της χρήση· το μόνο στολίδι ήταν ένα μωσαϊκό γύρω από το μικρό τζάκι, που έδειχνε κλήματα. Θα ’λεγε ότι ήταν δωμάτιο για υπηρέτες, αλλά ένα δωμάτιο υπηρέτη δεν θα είχε πόρτα ντυμένη με μπρούντζο, όσο απλή κι αν ήταν, μια πόρτα την οποία τώρα ο Ραντ έσπρωξε για να κλείσει. Οι γκαϊ’σάιν είχαν γυαλίσει τόσο καλά το μέταλλο, ώστε έλαμπε θαμπά. Μερικά μαξιλαράκια με φούντες, που χρησίμευαν ως καθίσματα, κείτονταν εδώ κι εκεί στα γαλάζια πλακάκια του δαπέδου, κι ένα χοντρό αχυρόστρωμα, που προοριζόταν για τον ύπνο, βρισκόταν πάνω σε μια στοίβα χρωματιστά χαλάκια. Στο πάτωμα, κοντά στο «κρεβάτι», περίμεναν μια επισμαλτωμένη γαλάζια κανάτα νερού κι ένα σκουροπράσινο κύπελλο. Αυτά ήταν όλα, με εξαίρεση δυο λάμπες σε τρίποδους φανοστάτες, ήδη αναμμένες, και μια στοίβα βιβλία ύψους ενός βήματος σε μια άκρη. Μ’ ένα στεναγμό κούρασης, ξαπλώθηκε στο αχυρόστρωμα φορώντας ακόμα το σακάκι και τις μπότες· όσο κι αν στριφογυρνούσε, δεν ήταν πολύ απαλότερο από το να κοιμόταν στο γυμνό πάτωμα.

Ήδη η παγωνιά της νύχτας πότιζε το δωμάτιο, όμως ο Ραντ δεν έκανε τον κόπο να ανάψει τις ξεραμένες σβουνιές αγελάδας στο τζάκι: προτιμούσε να πολεμήσει με το κρύο παρά με τη μυρωδιά. Ο Ασμόντιαν είχε προσπαθήσει να του δείξει έναν απλό τρόπο για να ζεσταίνει το δωμάτιο· ήταν απλό, όμως ο Αποδιωγμένος δεν είχε τη δύναμη να το κάνει μόνος του. Τη μία φορά που το είχε δοκιμάσει ο Ραντ, είχε ξυπνήσει μέσα στη νύχτα παλεύοντας να ανασάνει, ενώ οι άκρες των χαλιών κάπνιζαν από την κάψα του δαπέδου. Δεν είχε κάνει δεύτερη προσπάθεια.

Είχε διαλέξει αυτό το κτήριο για αρχηγείο του επειδή η κατασκευή του είχε αποπερατωθεί και βρισκόταν κοντά στην πλατεία· τα ψηλά ταβάνια του πρόσφεραν μια αίσθηση δροσιάς ακόμα και στο πιο δυνατό λιοπύρι, ενώ οι χοντροί τοίχοι έδιωχναν το κρύο της νύχτας. Βέβαια, τότε που το διάλεγε δεν ήταν η Στέγη της Κόρης. Απλώς, ένα πρωινό είχε ξυπνήσει ανακαλύπτοντας ότι έτσι είχε γίνει, με Κόρες σ’ όλα τα δωμάτια των πρώτων δύο ορόφων και με φύλακες στις εισόδους. Δεν είχε καταλάβει αμέσως ότι οι Κόρες ήθελαν το κτήριο να είναι η Στέγη της κοινωνίας τους στο Ρουίντιαν και περίμεναν απ’ αυτόν να συνεχίσει να μένει εκεί. Όχι μόνο αυτό, αλλά ήταν έτοιμες να μετακινήσουν τη Στέγη όπου πήγαινε ο ίδιος. Γι’ αυτό το λόγο έπρεπε να συναντά αλλού τους αρχηγούς φατρίας. Το μόνο που είχε καταφέρει ήταν που είχε πείσει τις Κόρες να μένουν κάτω από τον όροφο στον οποίο κοιμόταν· αυτό τις είχε κάνει να γελάσουν. Ακόμα κι ο Καρ’α’κάρν δεν είναι βασιλιάς, υπενθύμισε πικρόχολα στον εαυτό του. Ήδη δυο φορές είχε μετακομίσει ψηλότερα, καθώς οι Κόρες αυξάνονταν και πληθύνονταν. Προσπάθησε τεμπέλικα να υπολογίσει πόσες έπρεπε να έρθουν για να αναγκαστεί να κοιμάται στην οροφή.

Καλύτερα αυτό παρά να σκέφτεται πώς είχε επιτρέψει στη Μουαραίν να τον εκνευρίσει. Δεν ήθελε να της πει τα σχέδιά του προτού ερχόταν η μέρα που θα ξεκινούσαν οι Αελίτες. Η Μουαραίν ήξερε ακριβώς πώς να εκμεταλλεύεται τα συναισθήματά του, πώς να τον θυμώνει τόσο, ώστε να της λέει περισσότερα απ’ όσα ήθελε. Παλιά δεν θύμωνα τόσο. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να κρατήσω την ψυχραιμία μου; Πάντως η Μουαραίν δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τον σταματήσει. Ο ίδιος τουλάχιστον αυτό πίστευε. Έπρεπε να προσέχει όταν ήταν κοντά της. Οι ικανότητές του, που αυξάνονταν, τον έκαναν απρόσεκτο απέναντι της, αλλά, παρ’ όλο που ήταν δυνατότερος από εκείνη, η Μουαραίν ήξερε περισσότερα απ’ τον ίδιο, παρά τα όσα του δίδασκε ο Ασμόντιαν.