Выбрать главу

Κατά έναν τρόπο, το να πει τα σχέδιά του στον Ασμόντιαν δεν ήταν τόσο σημαντικό όσο το να αποκαλύψει τις προθέσεις του στις Άες Σεντάι. Για τη Μουαραίν δεν παύω να είμαι ένας βοσκός, τον οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς του Πύργου· αλλά για τον Ασμόντιαν είμαι το μόνο κλαρί που μπορεί να πιάσει στην πλημμύρα. Ήταν παράξενο να σκέφτεται ότι μάλλον μπορούσε να εμπιστεύεται έναν Αποδιωγμένο περισσότερο από τη Μουαραίν. Όχι ότι μπορούσε να εμπιστευτεί απολύτως οποιονδήποτε από τους δυο τους. Ο Ασμόντιαν. Αν τα δεσμά του Αποδιωγμένου με τον Σκοτεινό τον θωράκιζαν από το μόλυσμα του σαϊντίν, τότε σίγουρα θα υπήρχε και άλλος τρόπος για να το πετύχει. Ή για να το εξαγνίσει.

Το πρόβλημα ήταν ότι, προτού πάνε με το μέρος της Σκιάς, οι Αποδιωγμένοι κατείχαν μια θέση μεταξύ των ισχυρότερων Άες Σεντάι της Εποχής των Θρύλων, τότε που ήταν καθημερινό φαινόμενο πράγματα, τα οποία τώρα ο Λευκός Πύργος δεν ονειρευόταν καν. Αν ο Ασμόντιαν δεν ήξερε έναν τρόπο, τότε μάλλον δεν υπήρχε τρόπος. Πρέπει να υπάρχει. Πρέπει να υπάρχει κάτι. Δεν θα καθίσω να περιμένω πότε θα τρελαθώ και θα πεθάνω.

Αυτό ήταν ανοησία. Η προφητεία τού είχε ορίσει συνάντηση στο Σάγιολ Γκουλ. Πότε, δεν ήξερε· όμως μετά δεν θα χρειαζόταν πλέον να ανησυχεί μήπως τρελαινόταν. Αναρίγησε και σκέφτηκε να απλώσει τις κουβέρτες του.

Ο αμυδρός ήχος από βήματα με απαλές σόλες τον έκανε να τιναχτεί. Τους είπα! Αν δεν μπορούν...! Η γυναίκα που έσπρωξε την πόρτα να ανοίξει, με χοντρές μάλλινες κουβέρτες στην αγκαλιά της, δεν ήταν από εκείνες που περίμενε να δει.

Η Αβιέντα κοντοστάθηκε μόλις μπήκε στο δωμάτιο και τον κοίταξε με ψυχρά, γαλαζοπράσινα μάτια. Ήταν μια γυναίκα παραπάνω από όμορφη, συνομήλικη του, και κατείχε την ιδιότητα της Κόρης ως τη στιγμή που είχε εγκαταλείψει το δόρυ για να γίνει Σοφή, πριν από λίγο καιρό. Τα πορφυρά μαλλιά της ακόμα και τώρα δεν έφταναν τους ώμους της και δεν χρειάζονταν το διπλωμένο καφέ μαντήλι για να μην πέφτουν στο πρόσωπό της. Έμοιαζε κάπως αμήχανη φορώντας το καφέ επώμιό της και δεν έδειχνε να νιώθει άνετα μέσα στα μακριά γκρίζα φουστάνια της.

Ο Ραντ ένιωσε μια σουβλιά ζήλιας βλέποντας το ασημένιο περιδέραιο που φορούσε, ένα περίτεχνο κορδόνι από λεπτοδουλεμένους δίσκους, που ο καθένας ήταν διαφορετικός. Άραγε ποιος της το έδωσε; Σίγουρα δεν το είχε διαλέξει η ίδια· δεν φαινόταν να της αρέσουν τα κοσμήματα. Το μόνο άλλο στολίδι που φορούσε ήταν ένα πλατύ φιλντισένιο βραχιόλι, με σμιλεμένα τριαντάφυλλα όλο λεπτομέρεια. Της το είχε δώσει ο ίδιος και δεν ήξερε αν του το είχε συγχωρήσει ακόμα. Εν πάση περιπτώσει, ήταν ανόητο εκ μέρους του να ζηλεύει.

«Δέκα μέρες έχω να σε δω», της είπε. «Νόμιζα ότι οι Σοφές θα σε είχαν δέσει στο μπράτσο μου μόλις ανακάλυψαν ότι τις είχα φράξει από τα όνειρά μου». Ο Ασμόντιαν το είχε βρει αστείο, όταν είχε ακούσει το πρώτο πράγμα που ήθελε να μάθει ο Ραντ, και ύστερα είχε αγανακτήσει, βλέποντας πόσο αργούσε το μάθει ο Ραντ.

«Έχω ν’ ασχοληθώ και με την εκπαίδευση μου, Ραντ αλ’Θόρ». Ήταν μια από τις λίγες Σοφές που μπορούσαν να διαβιβάζουν· ήταν ένα από τα πράγματα που διδασκόταν. «Δεν είμαι σαν τις υδρόβιές σας να στέκομαι τριγύρω, ώστε να με κοιτάζεις όποτε θέλεις». Παρά το ότι ήξερε την Εγκουέν, και την Ηλαίην βέβαια, είχε παράξενη, λάθος ιδέα για τις υδρόβιες, όπως τις αποκαλούσε, και γενικά για το λαό των υδρόβιων. «Δεν χάρηκαν μ’ αυτό που έκανες». Εννοούσε την Άμυς, την Μπάιρ και τη Μελαίν, τις τρεις Σοφές Ονειροβάτισσες που τη δίδασκαν και που προσπαθούσαν να τον παρακολουθούν. Η Αβιέντα κούνησε πικρόχολα το κεφάλι. «Και κυρίως δεν χάρηκαν καθόλου που σου είπα ότι περπατούσαν στα όνειρά σου».

Εκείνος την κοίταξε. «Τους το είπες; Μα στην ουσία δεν μου αποκάλυψες τίποτα. Το κατάλαβα μόνος μου, και θα το είχα καταλάβει ακόμα κι αν δεν σου είχε ξεφύγει μια λεπτομέρεια. Αβιέντα, αυτές οι ίδιες μου είπαν ότι μπορούν να μιλάνε με ανθρώπους στα όνειρά τους. Ελάχιστα απείχαν το ένα από το άλλο».

«θέλεις να ατιμαστώ ακόμα χειρότερα;» Η φωνή της ήταν ήρεμη, αλλά τα μάτια της μπορούσαν να βάλουν φωτιά στο έτοιμο τζάκι. «Δεν θα ατιμαστώ, ούτε για σένα ούτε για κανέναν άλλο άνδρα! Σου είπα ποιο μονοπάτι να ακολουθήσεις, και δεν αρνούμαι την ντροπή μου. Έπρεπε να σε αφήσω να παγώσεις». Του πέταξε τις κουβέρτες κατακέφαλα.

Εκείνος τις τράβηξε και τις άφησε πλάι του στο αχυρόστρωμα, ενώ προσπαθούσε να σκεφτεί τι να πει. Ήταν πάλι το τζι’ε’τόχ. Αυτή η γυναίκα ήταν νευρική σαν πουλάρι. Υποτίθεται ότι της είχαν αναθέσει να του μάθει τα έθιμα των Αελιτών, όμως ο Ραντ ήξερε την πραγματική δουλειά της, που ήταν να τον κατασκοπεύει εκ μέρους των Σοφών. Μπορεί να ήταν ατιμωτική η κατασκοπία μεταξύ των Αελιτών, αλλά, απ’ ό,τι φαινόταν, αυτό δεν ίσχυε για τις Σοφές. Ήξεραν ότι το ήξερε, αλλά αυτό για κάποιο λόγο δεν φαινόταν να τις πειράζει, και, αφού αυτές δεν είχαν πρόβλημα να αφήσουν την κατάσταση ως είχε, τότε θα έκανε το ίδιο κι αυτός. Κατ’ αρχάς, η Αβιέντα δεν ήταν πολύ καλή κατάσκοπος· σχεδόν ποτέ δεν προσπαθούσε να ανακαλύψει κάτι και η νευρική συμπεριφορά της δεν τον έκανε να νιώθει θυμό ή τύψεις, όπως γινόταν με τη Μουαραίν. Έπειτα, η αλήθεια ήταν πως μερικές φορές η Αβιέντα αποτελούσε ευχάριστη παρέα, όταν δεν ξεσπούσε τα νεύρα της. Τουλάχιστον έτσι ο Ραντ ήξερε ποια είχαν βάλει η Άμυς και οι άλλες να τον παρακολουθεί· αν δεν ήταν αυτή, θα ήταν άλλη στη θέση της και ο Ραντ θα αναρωτιόταν συνεχώς ποια. Εκτός αυτού, δεν τον αντιμετώπιζε επιφυλακτικά.