Ο Ματ, η Εγκουέν, ακόμα και η Μουαραίν μερικές φορές τον κοίταζαν με μάτια που έβλεπαν τον Αναγεννημένο Δράκοντα ή τουλάχιστον τον κίνδυνο ενός άνδρα που μπορούσε να διαβιβάζει. Οι αρχηγοί φατρίας και οι Σοφές έβλεπαν Εκείνον Που Έρχεται Με την Αυγή, τον άνθρωπο που η προφητεία έλεγε ότι θα τσάκιζε τους Αελίτες σαν ξερόκλαδα· ακόμη κι αν δεν τον φοβούνταν, μερικές φορές του φέρονταν σαν κόκκινη οχιά, με την οποία έπρεπε να συμβιώσουν. Ό,τι κι αν έβλεπε η Αβιέντα, δεν την εμπόδιζε να είναι καυστική μαζί του όταν ήθελε, δηλαδή τις περισσότερες φορές.
Ήταν αλλόκοτη παρηγοριά, αλλά σε σύγκριση με τους υπόλοιπους, ήταν πράγματι παρηγοριά. Του είχε λείψει. Μάλιστα είχε μαζέψει λουλούδια, για να της τα δώσει, από μερικά καχεκτικά φυτά γύρω από το Ρουίντιαν —στην αρχή είχε γεμίσει τα δάχτυλά του αίματα, προτού καταλάβει ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη Δύναμη― και της τα είχε στείλει, πέντ’ έξι φορές· οι Κόρες είχαν μεταφέρει οι ίδιες να μπουμπούκια, αντί να στείλουν γκαϊ’σάιν. Φυσικά, η Αβιέντα δεν είχε στείλει ούτε λέξη για απάντηση.
«Σ’ ευχαριστώ», της είπε τελικά, αγγίζοντας τις κουβέρτες. Έμοιαζαν να είναι ασφαλές θέμα συζήτησης. «Φαντάζομαι ότι εδώ τα βράδια όσο περισσότερες είναι, τόσο καλύτερα».
«Η Ενάιλα μου ζήτησε να σου τις φέρω, όταν βρήκε ότι ήμουν εδώ για να σε δω». Τα χείλη της στράβωσαν, σαν προοίμιο χαμόγελου, που έδειχνε ότι έβρισκε κάτι αστείο. «Μερικές δοραταδελφές ανησυχούσαν μήπως κρυώνεις. Πρέπει να φροντίσω να ανάψεις απόψε τη φωτιά· δεν την άναψες χθες το βράδυ».
Ο Ραντ ένιωσε τα μάγουλά του να αναψοκοκκινίζουν. Η Αβιέντα ήξερε. Ε, θα το μάθαινε, έτσι δεν είναι; Οι παλιο-Κόρες μπορεί να μην της λένε πια τα πάντα, αλλά δεν της τα κρύβουν κιόλας. «Γιατί ήθελες να με δεις;»
Προς έκπληξή του, εκείνη σταύρωσε τα χέρια κάτω από τα στήθη της και άρχισε να βηματίζει στο στενό δωμάτιο προτού σταθεί για να τον αγριοκοιτάξει. «Δεν ήταν δώρο-της-εκτίμησης», τον κατηγόρησε, κουνώντας το χέρι με το βραχιόλι προς το μέρος του. «Το παραδέχτηκες». Ήταν αλήθεια, μολονότι του φαινόταν ότι θα του κάρφωνε ένα μαχαίρι στα πλευρά, αν δεν το είχε παραδεχτεί. «Ήταν απλώς ένα ανόητο δώρο από έναν άνδρα που δεν ήξερε και δεν τον ένοιαζε τι θα έβαζαν με το νου τους οι άλλες ― δηλαδή οι δοραταδελφές. Ε, λοιπόν, ούτε κι αυτό σημαίνει κάτι». Έβγαλε κάτι από το πουγκί της και το πέταξε στο αχυρόστρωμα δίπλα του. «Αυτό ξεπληρώνει το χρέος που υπάρχει ανάμεσά μας».
Ο Ραντ έπιασε αυτό που του είχε πετάξει και το στριφογύρισε στα χέρια του. Ήταν μια πόρπη σε σχήμα δράκοντα, περίτεχνα φτιαγμένη από καλό ατσάλι με ενσφηνωμένο χρυσάφι. «Σ’ ευχαριστώ. Είναι πανέμορφο. Αβιέντα, δεν υπάρχει χρέος που πρέπει να το ξεπληρώσεις».
«Αν δεν το πάρεις έναντι του χρέους μου» του είπε εκείνη κατηγορηματικά, «τότε πέταξέ το. Θα βρω άλλον τρόπο να σε ξεπληρώσω. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, ένα μπιχλιμπίδι μόνο».
«Κάθε άλλο παρά μπιχλιμπίδι. Πρέπει να έβαλες κάποιον να το φτιάξει».
«Μην νομίζεις ότι σημαίνει κάτι αυτό, Ραντ αλ’Θόρ. Όταν... όταν εγκατέλειψα το δόρυ, τα δόρατά μου, το μαχαίρι μου» —ασυναίσθητα το χέρι της άγγιξε τη ζώνη της, στο σημείο που κάποτε κρεμόταν το μαχαίρι της με τη μακριά λεπίδα― «μου πήραν ακόμα και τις αιχμές από τα βέλη και τα έδωσαν σε έναν σιδερά, ο οποίος έφτιαξε απλά πραγματάκια για να τα χαρίζω. Τα περισσότερα τα έδωσα σε φίλους, όμως οι Σοφές με έβαλαν να ονοματίσω τους τρεις άνδρες και τις τρεις γυναίκες που μισούσα περισσότερο, και μου είπαν να δώσω σε όλους, με τα ίδια μου τα χέρια, από ένα δώρο φτιαγμένο από τα όπλα μου. Η Μπάιρ λέει ότι έτσι διδάσκεσαι την ταπεινότητα». Έτσι όπως ήταν με την πλάτη ίσια και το βλέμμα άγριο, ξεστομίζοντας κάθε λέξη σαν να τη δάγκωνε, έδειχνε κάθε άλλο παρά ταπεινή. «Μην νομίζεις λοιπόν ότι αυτό σημαίνει κάτι».