Выбрать главу

«Δεν σημαίνει τίποτα», είπε εκείνος, νεύοντας θλιμμένα. Όχι βέβαια ότι ήθελε να σημαίνει κάτι το δώρο, αλλά θα ήταν ευχάριστη η ιδέα ότι η Αβιέντα άρχιζε να τον βλέπει σαν φίλο. Ήταν ανοησία να νιώθει ζήλια γι’ αυτήν. Άραγε ποιος να της το έδωσε; «Αβιέντα; Ήμουν ένας απ’ αυτούς που μισείς τόσο πολύ;»

«Ναι, Ραντ αλ’Θόρ». Ξαφνικά η φωνή της είχε βραχνιάσει. Για μια στιγμή, απέστρεψε το πρόσωπό της, με τα μάτια κλειστά και τα βλέφαρα τρεμάμενα. «Σε μισώ μ’ όλη μου την καρδιά, Έτσι είναι. Και πάντα θα σε μισώ».

Εκείνος δεν έκανε τον κόπο να ρωτήσει το λόγο. Κάποτε, που την είχε ρωτήσει γιατί τον αντιπαθούσε, λίγο είχε λείψει να του αστράψει χαστούκι. Αυτό εδώ όμως ήταν κάτι παραπάνω από εκείνα τα αισθήματα αντιπάθειας, τα οποία η Αβιέντα μερικές φορές φαινόταν να τα λησμονεί. «Αν στ’ αλήθεια με μισείς,» της είπε απρόθυμα, «θα ζητήσω από τις Σοφές να μου στείλουν κάποια άλλη για να με διδάξει».

«Όχι!»

«Μα, αν εσύ―»

«Όχι!» Αν μη τι άλλο, η άρνησή της ήταν ακόμα πιο σφοδρή αυτή τη φορά. Στήριξε τις γροθιές της στους γοφούς της και άρχισε να του κάνει κήρυγμα σαν να ήθελε να καρφώσει κάθε λέξη στην καρδιά του. «Ακόμα κι αν οι Σοφές μου επέτρεπαν να σταματήσω, έχω τοχ, υποχρέωση και καθήκον, στην κονταδελφή μου την Ηλαίην να σε παρακολουθώ για χάρη της. Της ανήκεις, Ραντ αλ’Θόρ. Σε καμία άλλη γυναίκα, μόνο σ’ αυτήν. Να το θυμάσαι».

Του Ραντ του ήρθε να σηκώσει τα χέρια ψηλά. Τουλάχιστον αυτή τη φορά η Αβιέντα δεν του περιέγραφε πώς έμοιαζε η Ηλαίην όταν δεν φορούσε ρούχα· κάποια Αελίτικα έθιμα ήταν πιο δύσκολο να τα συνηθίσεις σε σύγκριση με άλλα. Μερικές φορές αναρωτιόταν αν η Αβιέντα και η Ηλαίην είχαν συμφωνήσει οι δυο τους γι’ αυτή την «σκοπιά». Δεν το πίστευε, αλλά βέβαια υπήρχαν και γυναίκες που ήταν παράξενες χωρίς να είναι Αελίτισσες. Πέραν τούτου, αναρωτιόταν από ποιους υποτίθεται πως τον προστάτευε η Αβιέντα. Με εξαίρεση τις Κόρες και τις Σοφές, οι Αελίτισσες έμοιαζαν να τον κοιτάζουν σαν να ήταν η προφητεία με σάρκα και οστά, κι έτσι όχι ως κανονικό άνθρωπο, ή σαν να ήταν ένα αιματόφιδο που σερνόταν ανάμεσα σε παιδιά. Οι Σοφές ήταν ίδιες και χειρότερες από τη Μουαραίν όταν προσπαθούσαν να τον βάλουν να κάνει αυτό που ήθελαν, κι όσο για τις Κόρες, εκείνες δεν ήθελε ούτε να τις σκέφτεται. Η όλη ιστορία τον εξόργιζε.

«Για άκουσέ με μια στιγμή. Φίλησα μερικές φορές την Ηλαίην και νομίζω πως το απόλαυσε όσο κι εγώ, αλλά δεν έχω λογοδοθεί με καμία. Δεν ξέρω καν αν θέλει κάτι τέτοιο πια από μένα». Σε διάστημα λίγων ωρών τού είχε γράψει δύο γράμματα, όπου στο ένα τον αποκαλούσε πολυαγαπημένο φως της καρδιάς της, κάτι που έκανε τα μάγουλά του να κοκκινίσουν, ενώ στο άλλο τον αποκαλούσε ελεεινό με καρδιά από πάγο και έλεγε ότι δεν ήθελε να τον ξαναδεί ποτέ και μετά συνέχιζε να του τα ψέλνει για τα καλά, καλύτερα από την Αβιέντα. Οι γυναίκες ήταν παράξενα όντα, δεν χωρούσε αμφιβολία. «Ούτως ή άλλως, δεν έχω χρόνο να σκέφτομαι γυναίκες. Το μόνο που έχω στο νου μου είναι να ενώσω το Άελ, ακόμα και το Σάιντο, αν μπορέσω. Να―» Σταμάτησε απότομα μ’ ένα βογκητό, καθώς έμπαινε κουνιστή και λυγιστή στο δωμάτιο η τελευταία γυναίκα που θα ήθελε να δει, φορώντας πλήθος στολίδια και κρατώντας στα χέρια της έναν ασημένιο δίσκο με δύο ασημένια κύπελλα και μια κανάτα κρασιού από φυσητό γυαλί.

Το διάφανο κόκκινο μεταξωτό σάλι, που αγκάλιαζε το κεφάλι της Ισέντρε, δεν κατόρθωνε να κρύψει το λευκό, όμορφο πρόσωπό της σε σχήμα καρδιάς. Καμία Αελίτισσα δεν είχε τέτοια μακριά μελαχρινά μαλλιά και μαύρα μάτια. Τα σαρκώδη, μισάνοιχτα χείλη είχαν μια προκλητική καμπύλη ― ώσπου είδε την Αβιέντα. Τότε το χαμόγελο έσβησε και το διαδέχθηκε μια αηδιασμένη έκφραση. Εκτός από το σάλι, φορούσε καμιά δωδεκαριά ή και περισσότερα περιδέραια από χρυσάφι και φίλντισι, μερικά με ενσφηνωμένες πέρλες ή γυαλισμένα πετράδια. Άλλα τόσα βραχιόλια βάραιναν κάθε καρπό, και ακόμα περισσότερα ήταν μαζεμένα γύρω από τους αστραγάλους της. Αυτό ήταν όλο· δεν φορούσε τίποτε άλλο. Ο Ραντ πίεσε τον εαυτό του για να μην φύγει το βλέμμα του από το πρόσωπό της· αλλά, ακόμα κι έτσι, ένιωσε τα μάγουλά του να αναψοκοκκινίζουν.

Η Αβιέντα έμοιαζε με μαύρο σύννεφο έτοιμο να φτύσει κεραυνούς, η Ισέντρε με γυναίκα που μόλις έχει μάθει ότι θα τη βράσουν ζωντανή. Ο Ραντ ευχήθηκε να βρισκόταν στο Χάσμα του Χαμού, όπου αλλού εκτός από εκεί πέρα. Πάντως σηκώθηκε όρθιος· θα έδειχνε περισσότερο κύρος, αν τις κοίταζε αφ’ υψηλού, αντί να γίνεται το αντίθετο. «Αβιέντα», άρχισε να λέει, εκείνη όμως δεν του έδωσε σημασία.

«Σ’ έβαλε κανείς να τα φέρεις αυτά» ρώτησε ψυχρά η Αβιέντα.

Η Ισέντρε άνοιξε το στόμα της, με την έκφραση της να δείχνει ότι ήταν έτοιμη να ξεφουρνίσει το ψέμα, ύστερα όμως ξεροκατάπιε και ψιθύρισε, «Όχι».