«Σ’ έχουν προειδοποιήσει, σόρντα». Σόρντα ήταν ένα είδος ποντικιού, εξαιρετικά πονηρού σύμφωνα με τους Αελίτες, που δεν έκανε για τίποτα απολύτως· η σάρκα του ήταν τόσο ξινή, που ακόμα και οι γάτες σπανίως έτρωγαν αυτά που σκότωναν. «Η Αντελίν νόμιζε ότι είχες μάθει το μάθημά σου την τελευταία φορά».
Η Ισέντρε έκανε ένα μορφασμό οδύνης και κουνήθηκε σαν να ήταν έτοιμη να σωριαστεί χάμω.
Ο Ραντ ετοιμάστηκε να μιλήσει. «Αβιέντα, είτε την έστειλαν είτε όχι, δεν έχει σημασία. Διψάω λιγάκι, και, αφού είχε την καλοσύνη να μου φέρει κρασί, θα έπρεπε να την ευχαριστήσουμε». Η Αβιέντα έριξε μια ψυχρή ματιά στα δύο κύπελλα και ανασήκωσε τα φρύδια της. Ο Ραντ ανάσανε βαθιά. «Δεν θα πρέπει να τιμωρηθεί μόνο και μόνο επειδή μου έφερε κάτι να πιω». Μιλώντας, φρόντισε να μην κοιτάξει ο ίδιος το δίσκο. «Οι μισές Κόρες της Στέγης με ρώτησαν μήπως θέλω―»
«Την πήραν οι Κόρες, επειδή είχε κλέψει από τις Κόρες, Ραντ αλ’Θόρ». Η φωνή της Αβιέντα τώρα, που μιλούσε σ’ αυτόν ήταν πιο ψυχρή απ’ όσο πριν, που απευθυνόταν στην άλλη γυναίκα. «Ήδη έχεις αναμιχθεί περισσότερο απ’ όσο πρέπει στις υποθέσεις των Φαρ Ντάραϊς Μάι, και κακώς που σου το επέτρεψαν. Ακόμα και ο Καρ’α’κάρν δεν μπορεί να αποτρέψει τη δικαιοσύνη· δεν σε αφορά αυτό».
Αυτός έκανε μια γκριμάτσα ― και κατέθεσε τα όπλα. Ό,τι κι αν της έκαναν οι Κόρες, η Ισέντρε πήγαινε γυρεύοντας. Όχι όμως γι’ αυτό τώρα. Η Ισέντρε είχε μπει στην Ερημιά μαζί με τον Χάντναν Καντίρ, όμως ο Καντίρ δεν είχε πει κουβέντα όταν οι Κόρες την είχαν αιχμαλωτίσει επειδή τους είχε κλέψει τα κοσμήματα, τα οποία τώρα ήταν το μόνο πράγμα που την άφηναν να φορά. Ο Ραντ μόλις που είχε καταφέρει να τις εμποδίσει να την εξορίσουν στο Σάρα δεμένη στο λουρί σαν κατσίκα ή να την ξαποστείλουν γυμνή προς το Δρακότειχος μόνο με ένα ασκί νερό· βλέποντας την Ισέντρε να ικετεύει για έλεος μόλις συνειδητοποίησε τι σκόπευαν να της κάνουν οι Κόρες, ο Ραντ δεν είχε καταφέρει να μην αναμιχθεί. Κάποτε είχε σκοτώσει μια γυναίκα· ήταν μια γυναίκα που ήθελε να τον σκοτώσει, η ανάμνηση όμως ακόμα έκαιγε στο μυαλό του. Του φαινόταν ότι δεν θα μπορούσε να το ξανακάνει αυτό άλλη φορά, ακόμα κι αν παιζόταν η ζωή του. Ήταν ανοησία, αφού υπήρχαν και γυναίκες Αποδιωγμένες, οι οποίες μάλλον ήθελαν να τον δουν νεκρό ή κάτι χειρότερο, όμως έτσι ένιωθε. Και, αφού δεν μπορούσε να σκοτώσει γυναίκα, τότε πώς μπορούσε να σταθεί κατά μέρος και να αφήσει μια γυναίκα να πεθάνει; Ακόμα κι αν το άξιζε;
Αυτός ήταν ο κόμπος. Σ’ όλες τις χώρες δυτικά του Δρακότειχους, την Ισέντρε θα την περίμενε αγχόνη ή αποκεφαλισμός για τις πράξεις της, απ’ όσο ήξερε ο Ραντ. Απ’ όσο ήξερε γι’ αυτήν και για τον Καντίρ και μάλλον για τους περισσότερους ανθρώπους του εμπόρου, αν όχι για όλους. Ήταν Σκοτεινόφιλοι. Κι ο Ραντ δεν μπορούσε να τους ξεσκεπάσει. Ακόμα και οι ίδιοι δεν αντιλαμβάνονταν ότι το ήξερε.
Αν αποκαλυπτόταν το μυστικό οποιουδήποτε απ’ αυτούς... Η Ισέντρε έδειχνε όση υπομονή μπορούσε, επειδή ήταν καλύτερο να είναι υπηρέτρια και να μένει γυμνή παρά να τη δέσουν χειροπόδαρα και να την παρατήσουν στον ήλιο· κανείς όμως δεν θα κρατούσε το στόμα του κλειστό, αν έπεφτε στα χέρια της Μουαραίν. Οι Άες Σεντάι δεν έδειχναν έλεος στους Σκοτεινόφιλους· δεν θα αργούσε να τους λύσει τη γλώσσα. Και ο Ασμόντιαν επίσης είχε έρθει στην Ερημιά με τις άμαξες του εμπόρου και ήταν ένας απλός Σκοτεινόφιλος σαν όλους, απ’ όσο ήξεραν ο Καντίρ και οι υπόλοιποι, παρ’ όλο που διέθετε κάποια εξουσία. Σίγουρα πίστευαν ότι είχε μπει στην υπηρεσία του Αναγεννημένου Δράκοντα έχοντας λάβει εντολές από κάποια ανώτερη δύναμη. Για να γλιτώσει τον δάσκαλό του, για να μην τους σκοτώσει και τους δύο η Μουαραίν όπως θα μπορούσε να συμβεί, ο Ραντ έπρεπε να φυλάξει το μυστικό τους.
Ευτυχώς κανένας δεν ρωτούσε γιατί οι Αελίτες παρακολουθούσαν τόσο στενά τον έμπορο και τους ανθρώπους του. Η Μουαραίν νόμιζε ότι οφειλόταν στη συνήθη καχυποψία που έτρεφαν οι Αελίτες για τους ξένους στην Ερημιά, η οποία μεγεθυνόταν επειδή βρίσκονταν στο Ρουίντιαν· είχε αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει όλη της την πειθώ για να επιτρέψουν οι Αελίτες στον Καντίρ και τις άμαξές του να μπουν στην πόλη. Η καχυποψία ήταν υπαρκτή· ο Ρούαρκ και οι άλλοι μάλλον θα έβαζαν φρουρούς, ακόμα κι αν δεν τους το είχε ζητήσει ο Ραντ. Κι ο Καντίρ έδειχνε να χαίρεται που δεν είχε κανένα δόρυ να ξεπροβάλλει από τα πλευρά του.
Ο Ραντ δεν είχε ιδέα πώς θα έλυνε αυτό το πρόβλημα. Ή αν μπορούσε να το λύσει. Ήταν ένα φοβερό μπέρδεμα. Στις ιστορίες των βάρδων, μόνο οι κακοί έμπλεκαν σε τέτοια αδιέξοδα.
Όταν η Αβιέντα βεβαιώθηκε ότι ο. Ραντ δεν επρόκειτο να αναμιχθεί πια, έστρεψε την προσοχή της στην άλλη γυναίκα. «Μπορείς να αφήσεις το κρασί».