Выбрать главу

Η Ισέντρε μισογονάτισε με μια κομψή κίνηση και άφησε το δίσκο πλάι στο αχυρόστρωμά του, με μια παράξενη γκριμάτσα στο πρόσωπο. Ο Ραντ άργησε μια στιγμή να καταλάβει ότι προσπαθούσε να του χαμογελάσει χωρίς να το καταλάβει η Αελίτισσα.

«Και τώρα θα τρέξεις στην πρώτη Κόρη που θα βρεις», συνέχισε η Αβιέντα, «και θα της πεις τι έκανες. Τρέξε, σόρντα!»

Η Ισέντρε, βογκώντας και τρίβοντας τα χέρια, άρχισε να τρέχει, ενώ τα κοσμήματά της κουδούνιζαν. Η Αβιέντα, όταν η άλλη γυναίκα βγήκε από το δωμάτιο, στράφηκε προς το μέρος του με φούρια. «Ανήκεις στην Ηλαίην! Δεν έχεις δικαίωμα να πλανεύεις γυναίκες, ειδικά αυτήν!»

«Αυτήν;» αναφώνησε ο Ραντ. «Νομίζεις ότι εγώ την― Πίστεψε με, Αβιέντα, ακόμα κι αν ήταν η τελευταία γυναίκα στη γη, πάλι θα έτρεχα να την αποφύγω».

«Έτσι λες». Ρούφηξε τη μύτη της. «Επτά φορές την έχουν δείρει με βέργες —επτά φορές!― επειδή προσπαθούσε να τρυπώσει στο κρεβάτι σου. Δεν θα επέμενε τόσο χωρίς ενθάρρυνση. Βρίσκεται αντιμέτωπη με τη δικαιοσύνη των Φαρ Ντάραϊς Μάι και δεν είναι υπόθεση κάποιου άλλου, ούτε ακόμα και του Καρ’α’κάρν. Αυτό είναι το σημερινό μάθημά σου για τα έθιμά μας. Και μην ξεχνάς ότι ανήκεις στην κονταδελφή μου!» Δεν τον άφησε να πει κουβέντα κι έφυγε αγέρωχα, με βλέμμα που δεν προμήνυε τίποτα καλό για την Ισέντρε, αν την πρόφταινε.

Ο Ραντ άφησε μια αργή ανάσα, σηκώθηκε για να αφήσει το δίσκο με το κρασί στη γωνιά του δωματίου, και ξαναγύρισε αμέσως στο κρεβάτι. Δεν θα έπινε βέβαια κάτι που του είχε φέρει η Ισέντρε.

Επτά φορές δοκίμασε να με πλησιάσει; Η γυναίκα πρέπει να είχε μάθει ότι είχε παρέμβει υπέρ της· σίγουρα αυτό που είχε στο νου της ήταν ότι, αφού ο Ραντ ήταν διατεθειμένος να κάνει κάτι τέτοιο μόνο για μια προκλητική ματιά κι ένα χαμόγελο, τότε για κάτι παραπάνω ποιος ξέρει τι θα μπορούσε να κάνει; Ο Ραντ ένιωσε ρίγος, τόσο με τη σκέψη αυτή, όσο και από το κρύο που δυνάμωνε. Προτιμότερος θα ’ταν ένας σκορπιός στο κρεβάτι του. Αν οι Κόρες δεν κατόρθωναν να την πείσουν, ίσως να της έλεγε τι ήξερε γι’ αυτήν· έτσι θα έδινε τέλος στα σχέδια που κατάστρωνε η Ισέντρε.

Έσβησε τις λάμπες και ξάπλωσε στο κρεβάτι στα σκοτεινά, φορώντας ακόμα τις μπότες και όλα του τα ρούχα, κι έψαξε γύρω, ώσπου βρήκε και σκεπάστηκε μ’ όλες τις κουβέρτες. Με τη φωτιά σβησμένη, σίγουρα το πρωί θα ευγνωμονούσε την Αβιέντα για τις κουβέρτες. Έκανε ξόρκι φύλαξης από Πνεύμα που θωράκιζε τα όνειρά του από εισβολές, κάτι που του ερχόταν σχεδόν αυτόματα τώρα πια, όμως τον έπιασε ένα πνιχτό γέλιο, καθώς το έκανε. Μπορούσε να πέσει στο κρεβάτι και μετά να σβήσει τις λάμπες με τη Δύναμη. Αυτά τα απλά πραγματάκια πάντα ξεχνούσε να τα κάνει με τη Δύναμη.

Έμεινε για λίγη ώρα ξαπλωμένος, περιμένοντας τη ζέστη του σώματος του να ζεστάνει τις κουβέρτες. Δεν καταλάβαινε πώς γινόταν το ίδιο μέρος, που τη μέρα καιγόταν, να παγώνει τη νύχτα. Έχωσε το χέρι κάτω από το σακάκι του και ψηλάφισε τη μισοεπουλωμένη ουλή στο πλευρό του. Εκείνη η λαβωματιά, την οποία η Μουαραίν ποτέ δεν είχε μπορέσει να Θεραπεύσει πλήρως, ήταν αυτό που τελικά θα τον σκότωνε. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Το αίμα του θα χυνόταν στα βράχια του Σάγιολ Γκουλ. Έτσι έλεγαν οι Προφητείες.

Όχι απόψε. Δεν θα σκεφτώ τέτοια πράγματα απόψε. Ακόμα έχω λίγο χρόνο. Όμως, αν μπορείς να ξεφλουδίσεις τις σφραγίδες μ’ ένα μαχαίρι, άραγε κρατάνε ακόμα γερά το...; Όχι. Όχι απόψε.

Οι κουβέρτες είχαν ζεσταθεί λιγάκι από μέσα κι ο Ραντ ανασάλεψε, προσπαθώντας μάταια να βρει αναπαυτική θέση να ξαπλώσει. Κακώς δεν πλύθηκα, σκέφτηκε νυσταγμένα. Η Εγκουέν μάλλον αυτή τη στιγμή θα ’ταν σε μια ζεστή σκηνή ατμόλουτρων. Τις μισές φορές που είχε προσπαθήσει να κάνει το ίδιο, ένα λεφούσι Κόρες είχαν χιμήξει να μπουν μαζί του ― και γελούσαν τρανταχτά όταν εκείνος επέμενε να μείνουν έξω. Λες και δεν έφτανε που ήταν αναγκασμένος να γδύνεται και να ντύνεται μέσα στους ατμούς.

Στο τέλος τον πήρε ο ύπνος, με ασφαλή, προστατευμένα όνειρα, προστατευμένα από τις Σοφές και από κάθε άλλον. Δεν προστατευόταν όμως από τις ίδιες του τις σκέψεις. Τρεις γυναίκες εισέβαλλαν εκεί διαρκώς. Όχι η Ισέντρε, με εξαίρεση έναν εφιάλτη, ο οποίος παραλίγο να τον ξυπνήσει. Ονειρεύτηκε με τη σειρά την Ηλαίην, και τη Μιν, και την Αβιέντα, καθεμιά ξεχωριστά κι όλες μαζί. Μόνο η Ηλαίην τον είχε κοιτάξει ποτέ ως άνδρα, όμως και οι τρεις έβλεπαν ποιος ήταν, όχι τι ήταν. Με εξαίρεση τον εφιάλτη, όλα τα όνειρα ήταν ευχάριστα.

5

Ανάμεσα στις Σοφές

Καθώς στεκόταν όσο πιο κοντά μπορούσε στη μικρή φωτιά στο κέντρο της σκηνής, η Εγκουέν ανατρίχιασε, ρίχνοντας νερό με το μεγάλο τσαγερό σε μια πλατιά γαβάθα με γαλάζιες ρίγες. Είχε κατεβάσει τα πλαϊνά της σκηνής, όμως το κρύο διαπερνούσε τα πολύχρωμα χαλάκια που ήταν απιθωμένα το ένα πάνω στο άλλο για να σκεπάζουν το έδαφος, και η θερμότητα της φωτιάς έμοιαζε να χάνεται από την τρύπα που ήταν ανοιγμένη στο κέντρο της οροφής της στέγης για να βγαίνει ο καπνός, αφήνοντας πίσω μόνο τη μυρωδιά από τις κοπριές αγελάδας που καίγονταν. Τα δόντια της σχεδόν χτυπούσαν μεταξύ τους.