Выбрать главу

Ήδη ο ατμός από το νερό είχε αρχίσει να χάνεται· η Εγκουέν αγκάλιασε το σαϊντάρ και διαβίβασε Φωτιά για να το ζεστάνει κι άλλο. Η Άμυς ή η Μπάιρ μάλλον θα το έπαιρναν να πλυθούν κι ας ήταν έτσι κρύο, αν και πάντα έκαναν ατμόλουτρο. Τι να κάνω, δεν είμαι σκληροτράχηλη σαν αυτές. Δεν μεγάλωσα στην Ερημιά. Δεν είμαι υποχρεωμένη να παγώσω από το κρύο και να κάνω μπάνιο με κρύο νερό, αν δεν θέλω. Ένιωθε τύψεις, καθώς γέμιζε σαπουνάδα ένα κομμάτι ύφασμα με ένα σαπούνι με άρωμα λεβάντας που είχε αγοράσει από τον Χάντναν Καντίρ. Οι Σοφές δεν της είχαν ζητήσει να μην το κάνει, αυτή όμως ένιωθε ότι έκλεβε.

Άφησε την Αληθινή Πηγή, αναστενάζοντας με λύπη. Παρ’ όλο που έτρεμε από το κρύο, γέλασε χαμηλόφωνα με την ανοησία της. Το θαύμα τού να σε γεμίζει η Δύναμη, η θαυμαστή πλημμύρα της ζωής και της ζωντάνιας, αποτελούσε επίσης και κίνδυνο. Όσο περισσότερο σαϊντάρ αντλούσες, τόσο περισσότερο ήθελες να αντλήσεις, και, δίχως αυτοπειθαρχία, στο τέλος κατέληγες να αντλήσεις περισσότερο απ’ όσο μπορούσες να χειριστείς, και τότε ή πέθαινες ή σιγανευόσουν από μόνη σου. Κι αυτό δεν ήταν καθόλου για γέλια.

Αυτό είναι από τα πιο μεγάλα ελαττώματά σου, σκέφτηκε, κατσαδιάζοντας τον εαυτό της. Ανέκαθεν ήθελες να κάνεις περισσότερα απ’ όσα σου αναλογούσαν, Θα ’πρεπε να πλυθείς με κρύο νερό, για να μάθεις αυτοπειθαρχία. Μόνο που υπήρχαν τόσα πολλά να μάθει, και μερικές φορές της φαινόταν ότι μια ολόκληρη ζωή δεν θα έφτανε για να τα μάθει. Οι δασκάλες της πάντα προχωρούσαν με μετρημένα βήματα, τόσο οι Σοφές όσο και οι Άες Σεντάι στον Πύργο· της ήταν δύσκολο να συγκρατείται, τη στιγμή που ήξερε ότι σε πολλά πράγματα ήδη τις ξεπερνούσε. Μπορώ να κάνω περισσότερα απ’ όσα νομίζουν.

Τη χτύπησε μια ριπή παγωμένου αέρα, κάνοντας τον καπνό της φωτιάς να στροβιλιστεί μέσα στη σκηνή, και μια γυναικεία φωνή είπε, «Αν είναι το θέλημά σου».

Η Εγκουέν πετάχτηκε και άφησε μερικές στριγκές κραυγούλες, προτού κατορθώσει να πει «Κλείσ’ την!» Αγκαλιάστηκε μόνη της για να μην την πιάσει τρέμουλο. «Ή μπες ή βγες, αλλά κλείσ’ την!» Τόσος κόπος για να ζεσταθεί, και τώρα είχε ανατριχιάσει από την κορφή ως τα νύχια!

Η γυναίκα με τη λευκή ρόμπα μπήκε στη σκηνή πατώντας στα γόνατα και άφησε την υφασμάτινη πόρτα να πέσει και να κλείσει. Είχε τα μάτια χαμηλωμένα, τα χέρια σταυρωμένα ταπεινά· το ίδιο θα είχε κάνει, αν η Εγκουέν, αντί απλώς να της βάλει τις φωνές, την είχε χτυπήσει. «Αν είναι το θέλημα σου», είπε μαλακά, «η Σοφή Άμυς με έστειλε να σε πάω στη σκηνή των ατμόλουτρων».

Η Εγκουέν βόγκηξε, ενώ μέσα της ευχόταν να μπορούσε να σταθεί πάνω στη φωτιά. Το Φως να κάψει την Μπάιρ με το πείσμα της! Αν δεν ήταν η ασπρομάλλα γριά Σοφή, τώρα θα έμεναν σε δωμάτια στην πόλη κι όχι σε σκηνές στις παρυφές της. Θα είχα δωμάτιο με κανονικό τζάκι. Και με πόρτα, Θα έβαζε στοίχημα ότι ο Ραντ δεν ήταν υποχρεωμένος να ανέχεται να πηγαινοέρχονται διάφοροι στο δωμάτιό του όποτε ήθελαν. Ο Ραντ αλ’Θόρ, ο παλιο-Δράκοντας, κροταλίζει τα δάχτυλά του και οι Κόρες τρέχουν σαν σερβιτόρες. Πάω στοίχημα ότι του έχουν βρει σωστό κρεβάτι, αντί να κοιμάται σε αχυρόστρωμα στο χώμα. Σίγουρα αυτός έκανε ζεστό μπανάκι κάθε βράδυ. Να δεις που οι Κόρες θα του ανεβάζουν με κουβάδες το ζεστό νερό στα δωμάτιά του. Πάω στοίχημα ότι θα του έχουν βρει καμιά ωραία μπακιρένια μπανιέρα.

Η Άμυς, ακόμα και η Μελαίν, είχαν δεχθεί ευνοϊκά τις προτάσεις της Εγκουέν, όταν όμως η Μπάιρ είχε πατήσει πόδι, είχαν κάνει πίσω σαν γκαϊ’σάιν. Η Εγκουέν υπέθετε ότι, με τον Ραντ να φέρνει τόσες αλλαγές, η Μπάιρ ήθελε να κρατήσει όσο περισσότερες μπορούσε από τις παλιές παραδόσεις· ευχόταν όμως να είχε διαλέξει άλλο ζήτημα για να φανεί ανένδοτη.

Δεν υπήρχε περίπτωση να αρνηθεί. Είχε υποσχεθεί στις Σοφές ότι θα ξεχνούσε πως ήταν Άες Σεντάι —αυτό ήταν εύκολο, εφόσον δεν ήταν― και θα έκανε ό,τι ακριβώς της έλεγαν. Αυτό ήταν το δύσκολο· έλειπε τόσον καιρό από τον Πύργο, που είχε γίνει πάλι κυρίαρχος του εαυτού της. Η Άμυς όμως της είχε πει ρητά ότι η ονειροβασία ήταν επικίνδυνη, ακόμα κι όταν ήξερες τι έκανες, ότι ήταν πολύ πιο επικίνδυνη όταν ήξερες τι έκανες. Αν δεν τις υπάκουγε στον κόσμο των ξυπνητών, δεν θα την εμπιστεύονταν πως θα τις υπάκουγε στο όνειρο, και δεν θα αναλάμβαναν τέτοια ευθύνη. Έτσι, η Εγκουέν έκανε αγγαρείες μαζί με την Αβιέντα, όταν τη μάλωναν το δεχόταν όσο πιο ταπεινά μπορούσε, και πηδούσε σαν βατράχι μόλις τη διέταζαν η Άμυς ή η Μελαίν ή η Μπάιρ. Έστω κι αν δεν είχαν δει βάτραχο ποτέ τους. Να δεις που δεν θα με θέλουν παρά μόνο για να τους δώσω το τσάι στο χέρι. Όχι, απόψε ήταν σειρά της Αβιέντα γι’ αυτό.