Выбрать главу

Για μια στιγμή, σκέφτηκε να βάλει κάλτσες, στο τέλος όμως απλώς έσκυψε να φορέσει τα παπούτσια της. Γερά παπούτσια, κατάλληλα για την Ερημιά· της έλειπαν τα μεταξωτά γοβάκια που φορούσε στο Δάκρυ. «Πώς σε λένε;» ρώτησε, θέλοντας να φανεί φιλική.

«Κογουίντε», ήταν η σεμνή απάντηση.

Η Εγκουέν αναστέναξε. Όλο προσπαθούσε να γίνει φίλη με τους γκαϊ’σάιν, όμως αυτοί δεν ανταποκρίνονταν ποτέ, Το μοναδικό που δεν είχε συνηθίσει ήταν οι υπηρέτες, αν και βέβαια οι γκαϊ’σάιν δεν ήταν ακριβώς υπηρέτες. «Ήσουν Κόρη;»

Μια γοργή, άγρια λάμψη στα βαθυγάλανα μάτια της είπε ότι είχε μαντέψει σωστά, όμως εξίσου γρήγορα τα μάτια χαμήλωσαν. «Είμαι γκαϊ’σάιν. Το πριν και το μετά δεν είναι τώρα και μόνο το τώρα υπάρχει».

«Ποια είναι η σέπτα και η φατρία σου;» Συνήθως της το έλεγαν χωρίς να χρειαστεί να ρωτήσει, ακόμα και οι γκαϊ’σάιν.

«Υπηρετώ τη Σοφή Μελαίν της σέπτας του Τζιράντ, του Γκόσιεν Άελ».

Η Εγκουέν, που προσπαθούσε να διαλέξει ανάμεσα σε δύο μανδύες, έναν σφιχτοπλεγμένο καφέ μάλλινο και έναν γαλάζιο καπιτονέ μεταξωτό —ο έμπορος είχε πουλήσει ό,τι είχε και δεν είχε στις άμαξές του, και μάλιστα σε καλές τιμές, για να κάνει χώρο για το φορτίο της Μουαραίν― κοντοστάθηκε και κοίταξε συνοφρυωμένη την άλλη γυναίκα. Δεν ήταν αυτή η πρέπουσα απάντηση. Είχε ακούσει ότι μια μορφή της μελαγχολίας είχε καταλάβει μερικούς γκαϊ’σάιν· όταν τελείωνε ο ένας χρόνος και η μία μέρα τους, απλώς αρνούνταν να βγάλουν τη ρόμπα. «Πότε τελειώνει η ποινή σου;» τη ρώτησε.

Η Κογουίντε ζάρωσε κι άλλο, σχεδόν κουλουριάστηκε γύρω από τα γόνατά της. «Είμαι γκαϊ’σάιν».

«Πότε όμως θα μπορέσεις να επιστρέψεις στη σέπτα σου, στο φρούριό σου;»

«Είμαι γκαϊ’σάιν», είπε βραχνά η γυναίκα στα χαλάκια μπροστά στο πρόσωπό της. «Αν η απάντηση σε δυσαρεστεί, τιμώρησέ με, όμως δεν έχω άλλη».

«Μην είσαι χαζή», την επέπληξε η Εγκουέν. «Κάτσε πιο ίσια. Δεν είσαι βατράχι».

Η ασπροφορεμένη γυναίκα την υπάκουσε ακαριαία και ανακάθισε στις φτέρνες της, περιμένοντας υποταγμένη κάποια άλλη διαταγή. Σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ εκείνη η φευγαλέα αναλαμπή της ζωντάνιας.

Η Εγκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα. Αυτή η γυναίκα είχε συμφιλιωθεί με το δικό της τρόπο με τη μελαγχολία. Μ’ έναν ανόητο τρόπο όμως, ό,τι και να της έλεγε, δεν θα τη μετέπειθε. Εν πάση περιπτώσει, έπρεπε να πάει στην τέντα των ατμόλουτρων, όχι να κάθεται και μιλάει με την Κογουίντε.

Θυμήθηκε το ψυχρό ρεύμα αέρα και δίστασε. Υπήρχαν δύο μεγάλα λευκά λουλούδια, βαλμένα σε μια μικρή γαβάθα, που η παγωμένη ριπή τα είχε κάνει να μαζευτούν και να μισοκλείσουν. Προέρχονταν από ένα φυτό με το όνομα σεγκάντε, που ήταν χοντρό, με επιφάνεια σαν πετσί, δίχως φύλλα, γεμάτο αγκάθια. Εκείνο το πρωί είχε βρει τυχαία την Αβιέντα να τα κρατά στα χέρια· η Αελίτισσα είχε ξαφνιαστεί βλέποντάς την, και μετά της τα είχε αφήσει στα χέρια, λέγοντας ότι τα είχε μαζέψει γι’ αυτήν. Η Εγκουέν φανταζόταν ότι η Αβιέντα ακόμα ένιωθε λίγο σαν Κόρη μέσα της και δεν ήθελε να παραδεχθεί ότι της άρεσαν τα λουλούδια. Αν και βέβαια, τώρα που το ξανασκεφτόταν, είχε δει μερικές Κόρες να φορούν μπουμπούκια στα μαλλιά ή στο σακάκι.

Προσπαθείς να αναβάλεις τη στιγμή, Εγκουέν αλ’Βερ. Μην είσαι τόσο βλάκας. Γίνεσαι χαζή σαν την Κογουίντε. «Πρώτη εσύ», είπε και μόλις που πρόλαβε να κουκουλωθεί με το μάλλινο μανδύα, προτού η άλλη γυναίκα τής ανοίξει την πόρτα της σκηνής σε μια νύχτα που πάγωνε τα κόκαλα.

Ψηλά πάνω της, τα άστρα ακτινοβολούσαν καθαρά μέσα στο σκοτάδι και το φεγγάρι έλαμπε στο τελευταίο τέταρτό του. Το στρατόπεδο των Σοφών ήταν μια ομάδα από καμιά εικοσαριά κοντά λοφάκια, εκατό βήματα από κει που τελείωνε μια πλακοστρωμένη οδός του Ρουίντιαν ανάμεσα σε σπασμένο πηλό και πέτρες. Οι σκιές του φεγγαριού γέμιζαν την πόλη παράξενους γκρεμούς και χάσματα. Όλες οι σκηνές είχαν τις εισόδους τους κλειστές και οι μυρωδιές από τις φωτιές και τα φαγητά που μαγειρεύονταν γίνονταν ένα και γέμιζαν τον αέρα.

Οι άλλες Σοφές έρχονταν εδώ για σχεδόν καθημερινές συγκεντρώσεις, όμως περνούσαν τις νύχτες τους καθεμιά στη σέπτα της. Αρκετές μάλιστα τώρα κοιμούνταν στο Ρουίντιαν. Όχι όμως η Μπάιρ. Δεν ήταν διατεθειμένη να πλησιάσει πιο κοντά στην πόλη· αν δεν ήταν ο Ραντ εκεί, μάλλον θα είχε επιμείνει να στρατοπεδεύσουν στα βουνά.

Η Εγκουέν έσφιγγε το μανδύα με τα δυο της χέρια και περπατούσε όσο πιο γοργά μπορούσε. Παγωμένα πλοκάμια χώνονταν μέσα στο μανδύα κάθε φορά που τον άνοιγαν τα γυμνά της πόδια στο βήμα της. Η Κογουίντε, για να μην μείνει πίσω, είχε σηκώσει τη ρόμπα της ως τα γόνατα, ώστε να κάνει πιο γρήγορα. Η Εγκουέν δεν χρειαζόταν την γκαϊ’σάιν να την οδηγήσει, αλλά, εφόσον την είχαν στείλει για να τη φέρει, η γυναίκα εκείνη θα ντροπιαζόταν και ίσως να προσβαλλόταν, αν δεν το έκανε. Η Εγκουέν έσφιξε τα δόντια για να μην χτυπούν μεταξύ τους κι ευχήθηκε να έτρεχε η γκαϊ’σάιν.