Выбрать главу

Η σκηνή των ατμόλουτρων έμοιαζε σαν όλες τις άλλες· ήταν χαμηλή και πλατιά, τα πλαϊνά ολόγυρα ήταν κατεβασμένα και η μόνη διαφορά ήταν πως είχαν κλείσει την τρύπα απ’ όπου έβγαινε ο καπνός. Εκεί κοντά μια φωτιά έσβηνε, έχοντας αφήσει πίσω της κούτσουρα που θαμπόλαμπαν σκορπισμένα πάνω σε μερικά βράχια μεγάλα σαν ανθρώπινο κεφάλι. Το φως δεν έφτανε για να διακρίνει το μικρό, σκιασμένο λοφάκι πλάι στην είσοδο της σκηνής, η Εγκουέν όμως ήξερε ότι ήταν τα καλοδιπλωμένα ρούχα των γυναικών.

Πήρε μια βαθιά ανάσα που την πάγωσε, κλώτσησε βιαστικά τα παπούτσια της, άφησε τον μανδύα να πέσει και σχεδόν βούτηξε στη σκηνή. Ένιωσε για μια στιγμή τσουχτερό κρύο προτού κλείσει η πόρτα πίσω της, και ύστερα την τύλιξε μια αχνισμένη ζέστη που έκανε αμέσως τον ιδρώτα να βγει και να σκεπάσει όλο το κορμί της, ενώ η Εγκουέν ακόμα στεκόταν λαχανιασμένη και έτρεμε.

Οι τρεις Σοφές που της δίδασκαν ονειροβασία κάθονταν, ιδρώνοντας του καλού καιρού, ενώ τα μαλλιά τους κρέμονταν υγρά κι έφταναν ως τη μέση. Η Μπάιρ μιλούσε στη Μελαίν, που το όμορφο παρουσιαστικό της με τα πράσινα μάτια και τα κοκκινόχρυσα μαλλιά, ήταν σαν τη μέρα με τη νύχτα πλάι στο τραχύ πρόσωπο και τις μακριές λευκές πλεξούδες της ηλικιωμένης. Κι η Άμυς επίσης ήταν ασπρομάλλα —ή ίσως να ήταν τόσο ανοιχτά τα κιτρινόξανθα μαλλιά της, ώστε έμοιαζαν λευκά― όμως δεν φαινόταν γριά. Κι αυτή και η Μελαίν μπορούσαν να διαβιβάζουν —δεν μπορούσαν να το κάνουν όλες οι Σοφές― και η Άμυς είχε ως ένα σημείο την αγέραστη όψη των Άες Σεντάι. Η Μουαραίν, που έμοιαζε μικροκαμωμένη πλάι στις άλλες, φαινόταν κι αυτή ατάραχη, παρ’ όλο που ο ιδρώτας κυλούσε στο χλωμό, γυμνό κορμί της και έλουζε τα μελαχρινά μαλλιά της ως το δέρμα του κρανίου, όμως αρνιόταν με μια αριστοκρατική στάση να αποδεχθεί ότι δεν φορούσε ρούχα. Οι Σοφές χρησιμοποιούσαν λεπτά, καμπύλα κομμάτια μπρούντζου, που λεγόταν στάερα, για να ξυστρίζουν τον ιδρώτα και τη βρωμιά της ημέρας.

Η Αβιέντα καθόταν ιδρωμένη οκλαδόν πλάι σε ένα μεγάλο μαύρο καζάνι γεμάτο καυτές, όλο καπνιά πέτρες, και με μια μασιά είχε πάρει μια τελευταία πέτρα από ένα μικρότερο καζάνι για να την πάει στο μεγάλο. Όταν τελείωσε, έβρεξε τις πέτρες με νερό από ένα φλασκί και οι ατμοί πύκνωσαν. Αν άφηνε τους ατμούς να αραιώσουν, θα την επέπλητταν, το λιγότερο. Την επόμενη φορά που οι Σοφές θα συναντιούνταν στη σκηνή των ατμόλουτρων, θα ήταν πάλι η σειρά της Εγκουέν να προσέχει τις πέτρες.

Η Εγκουέν κάθισε επιφυλακτικά σταυροπόδι πλάι στην Μπάιρ —αντί για χαλάκια στοιβαγμένα, εδώ υπήρχε μόνο το βραχώδες έδαφος, δυσάρεστα καυτό, όλο εξογκώματα και υγρασία― και συνειδητοποίησε έκπληκτη ότι η Αβιέντα είχε φάει ξύλο με βέργες και μάλιστα πρόσφατα. Όταν η Αελίτισσα κάθισε προσεκτικά στη θέση της πλάι στην Εγκουέν, το έκανε με πρόσωπο ανέκφραστο σαν τα βράχια του εδάφους, όμως, ακόμα κι έτσι, ο μορφασμός του πόνου δεν κρυβόταν.

Τέτοιο πράγμα η Εγκουέν δεν το περίμενε. Οι Σοφές επέβαλλαν αυστηρή πειθαρχία —αυστηρότερη κι από τον Πύργο, κάτι διόλου εύκολο― όμως η Αβιέντα δούλευε σκληρά για να μάθει να διαβιβάζει. Δεν μπορούσε να ονειροβατήσει, σίγουρα όμως έβαζε τα δυνατά της για να απορροφήσει τις τέχνες των Σοφών, όπως είχε μάθει τα όπλα της ως Κόρη. Βεβαίως, όταν είχε ομολογήσει πως είχε πει στον Ραντ ότι οι Σοφές παρακολουθούσαν τα όνειρα του, την είχαν βάλει τρεις μέρες να σκάβει τρύπες στο έδαφος που τη χωρούσαν ως τον ώμο και μετά να τις ξαναγεμίζει, όμως ήταν από τις λίγες φορές που η Αβιέντα είχε κάνει κάποιο στραβοπάτημα. Η Άμυς και οι άλλες την ανέφεραν τόσο συχνά στην Εγκουέν ως πρότυπο ταπεινότητας και υπακοής και πρέποντος σθένους, που μερικές φορές της Εγκουέν της ερχόταν να ουρλιάξει, έστω κι αν η Αβιέντα ήταν φίλη της.

«Με το πάσο σου ήρθες», είπε σκυθρωπά η Μπάιρ, ενώ η Εγκουέν ακόμα στριφογύριζε διακριτικά, ψάχνοντας βολική θέση. Η φωνή της ήταν ένα ψιλό θρόισμα, μα ένα θρόισμα από σιδερένια φύλλα. Συνέχισε να ξύνει τα μπράτσα της με ένα στάερα.

«Συγγνώμη», είπε η Εγκουέν. Να, έτσι· σίγουρα θα αρκούσε τόση ταπεινότητα.

Η Μπάιρ ρούφηξε τη μύτη της. «Πέρα από το Δρακότειχος είσαι Άες Σεντάι, αλλά εδώ είσαι ακόμα μαθήτρια, και οι μαθήτριες δεν αργοπορούν. Όταν ζητώ την Αβιέντα, όταν τη στέλνω να φέρει κάτι, τρέχει, ακόμα κι όταν το μόνο που θέλω είναι μια καρφίτσα. Δεν θα ’ταν άσχημη ιδέα να τη μιμηθείς».