«Πιστεύετε ότι δεν θα είναι καταστροφή και για το Άελ;» Σίγουρα ήταν δύσκολο να μοιάζει ψυχρή σαν χειμωνιάτικο ποταμάκι τη στιγμή που από την κορφή ως τα νύχια γυάλιζε ολόκληρη από τον ατμό και τον ιδρώτα της, αλλά η Μουαραίν δεν φαινόταν να δυσκολεύεται. «Θα επαναληφθεί ο Πόλεμος των Αελιτών. Θα σκοτώσετε και θα πυρπολήσετε και θα λεηλατήσετε πόλεις όπως κάνατε και τότε, μέχρι που θα στρέψετε τους πάντες εναντίον σας».
«Δικαιούμαστε το ένα πέμπτο, Άες Σεντάι», είπε η Μελαίν, ρίχνοντας τα μακριά μαλλιά της πίσω από τον ώμο της για να καθαρίσει τη λεία επιδερμίδα της με το στάερα. Παρ’ όλο που τα μαλλιά της ήταν βαριά και υγρά από τους ατμούς, έλαμπαν σαν μετάξι. «Δεν πήραμε παραπάνω, ούτε ακόμα κι από τους δενδροφονιάδες». Η ματιά που έριξε στη Μουαραίν ήταν τόσο ανέκφραστη που κάτι σήμαινε· ήξεραν ότι η Άες Σεντάι ήταν Καιρχινή. «Τόσα παίρνουν με τους φόρους οι βασιλιάδες και οι βασίλισσές σας».
«Κι όταν στραφούν τα έθνη εναντίον σας;» επέμεινε η Μουαραίν. «Στον Πόλεμο των Αελιτών, τα έθνη ενωμένα σας ανάγκασαν να κάνετε πίσω. Αυτό μπορεί και θα ξαναγίνει, με μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και από τις δύο πλευρές».
«Κανείς μας δεν φοβάται το θάνατο, Άες Σεντάι», της είπε η Άμυς, χαμογελώντας γλυκά σαν να εξηγούσε κάτι σε μικρό παιδί. «Η ζωή είναι ένα όνειρο, από το οποίο πρέπει να ξυπνήσουμε για να ξαναονειρευτούμε. Εκτός αυτού, μόνο τέσσερις φατρίες είχαν περάσει το Δρακότειχος ακολουθώντας τον Τζάντουιν, ενώ εσύ λες ότι ο Ραντ αλ’Θόρ σκοπεύει να πάρει όλες τις φατρίες».
«Η Προφητεία του Ρουίντιαν λέει ότι θα μας καταστρέψει». Το σπίθισμα στα πράσινα μάτια της Μελαίν μπορεί να οφειλόταν στη Μουαραίν ή μπορεί να έδειχνε ότι δεν επαφιόταν στη μοίρα της, όπως έδειχνε ο τόνος της. «Τι σημασία έχει αν είναι εδώ ή αν είναι πέρα από το Δρακότειχος;»
«Θα τον κάνετε να χάσει την υποστήριξη όλων των εθνών δυτικά του Δρακότειχους», είπε η Μουαραίν. Φαινόταν γαλήνια όπως πάντα, αλλά υπήρχε μια ένταση στη φωνή της, που έλεγε ότι μέσα της έβραζε. «Χρειάζεται την υποστήριξή τους!»
«Έχει την υποστήριξη του έθνους των Αελιτών», της είπε η Μπάιρ με τη λεπτεπίλεπτη, ανυποχώρητη φωνή της. Υπογράμμισε τα λόγια της χειρονομώντας με τη λιγνή μεταλλική λεπίδα. «Οι φατρίες ποτέ δεν ήταν έθνος, αλλά αυτό πάει να μας κάνει ο Ραντ αλ’Θόρ».
«Δεν θα σε βοηθήσουμε να τον μεταπείσεις, Μουαραίν Σεντάι», πρόσθεσε εξίσου κατηγορηματικά η Άμυς.
«Μπορείς να πηγαίνεις τώρα, αν είναι το θέλημά σου, Άες Σεντάι», είπε η Μπάιρ. «Αρκετά συζητήσαμε απόψε αυτό που ήθελες να συζητήσουμε». Το είπε ευγενικά, όμως δεν άλλαζε το γεγονός ότι την έδιωχνε.
«Θα σας αφήσω», αποκρίθηκε η Μουαραίν, πάλι γαλήνια. Είχε μιλήσει σαν να ήταν αυτή δική της ιδέα, δική της απόφαση. Είχε πια συνηθίσει να της επιδεικνύουν οι Σοφές ότι δεν βρίσκονταν υπό την εξουσία του Πύργου. «Έχω ν’ ασχοληθώ και μ’ άλλα πράγματα».
Αυτό βέβαια πρέπει να ήταν αλήθεια. Πιθανότατα κάτι που είχε να κάνει με τον Ραντ. Η Εγκουέν ήξερε ότι άδικα θα τη ρωτούσε· αν η Μουαραίν ήθελε να της το πει, θα της το έλεγε, και, αν όχι... Αν όχι, θα της απαντούσε διφορούμενα, αποφεύγοντας ως Άες Σεντάι να πει ψέμα, ή θα της έλεγε σταράτα ότι δεν ήταν δική της δουλειά. Η Μουαραίν ήξερε ότι η “Εγκουέν Σεντάι του Πράσινου Άτζα” ήταν μια απάτη. Δημοσίως ανεχόταν το ψέμα, αλλά, όποτε της έκανε κέφι, έβαζε την Εγκουέν στη θέση της.
Μόλις έφυγε η Μουαραίν, μέσα σε μια ριπή παγωμένου αέρα, η Άμυς είπε, «Αβιέντα, βάλε τσάι».
Η νεαρή Αελίτισσα τινάχτηκε και το στόμα της άνοιξε δυο φορές προτού μπορέσει να πει αχνά, «Ακόμα δεν το έβρασα». Μετά βγήκε γοργά από τη σκηνή περπατώντας στα τέσσερα. Η δεύτερη ριπή απ’ έξω αραίωσε τους ατμούς.
Οι ματιές που αντάλλαξαν οι Σοφές έδειχναν έκπληξη, σαν την Αβιέντα. Την ίδια που ένιωθε και η Εγκουέν· η Αβιέντα πάντα έκανε δίχως κόπο ακόμα και τις πιο βαρετές αγγαρείες, αν και όχι πάντα αδιαμαρτύρητα. Κάτι πρέπει να τη βασάνιζε πολύ, για να έχει ξεχάσει το τσάι. Οι Σοφές πάντα ήθελαν τσάι.
«Κι άλλο ατμό, κορίτσι μου», είπε η Μελαίν.
Η Εγκουέν συνειδητοποίησε ότι μιλούσε στην ίδια, αφού η Αβιέντα είχε φύγει. Έχυσε βιαστικά νερό στις πέτρες και διαβίβασε για τις ζεστάνει κι άλλο, όπως και το κατσαρολάκι, ώσπου άκουσε τις πέτρες να τρίζουν και το κατσαρολάκι να βγάζει κάψα σαν καμίνι. Μπορεί οι Αελίτισσες να είχαν συνηθίσει τη μια στιγμή να ψήνονται στον ιδρώτα τους και την άλλη να παγώνουν, αυτή όμως όχι. Καυτά, πυκνά σύννεφα πετάχτηκαν και γέμισαν τη σκηνή. Η Άμυς ένευσε επιδοκιμαστικά· μπορούσε, όπως και η Μελαίν, να δει τη λάμψη του σαϊντάρ που την περιέβαλλε, αν και η ίδια η Εγκουέν δεν μπορούσε να τη δει. Η Μελαίν απλώς συνέχισε να σκουπίζει τον ιδρώτα με το στάερα.