Выбрать главу

Η Εγκουέν άφησε την Αληθινή Πηγή, κάθισε κι έσκυψε κοντά στην Μπάιρ για να ψιθυρίσει, «Μήπως έκανε κάτι πολύ κακό η Αβιέντα;» Δεν ήξερε πώς ένιωθε η Αβιέντα, αλλά δεν είχε λόγο να τη ντροπιάσει, ακόμα και πίσω από την πλάτη της.

Η Μπάιρ δεν είχε τέτοιους ενδοιασμούς. «Εννοείς τις πληγές της;» είπε με κανονική φωνή. «Ήρθε να με βρει και μου ομολόγησε ότι σήμερα είχε πει δύο φορές ψέματα, αν και δεν ανέφερε σε ποιον και γιατί. Ήταν δική της υπόθεση, φυσικά, αφού δεν είπε ψέματα σε Σοφή, ισχυρίστηκε όμως ότι η τιμή της απαιτούσε να επιβληθεί τοχ».

«Σου ζήτησε να...» Η Εγκουέν άφησε μια κοφτή ανάσα, αλλά δεν τελείωσε τη φράση της.

Η Μπάιρ ένευσε σαν να μην ήταν τίποτα το ασυνήθιστο. «Της έριξα μερικές ξυλιές με τη βέργα επιπλέον που ήρθε να με ενοχλήσει για κάτι τέτοιο. Αν ήταν ζήτημα τζι, τότε έχει υποχρέωση σε άλλον, όχι σε μένα. Το πιθανότερο είναι ότι τα λεγόμενα ψέματά της ήταν κάτι για το οποίο μονάχα μια Φαρ Ντάραϊς Μάι θα ανησυχούσε. Οι Κόρες, ακόμα και οι πρώην Κόρες, μερικές φορές είναι σχολαστικές σαν άνδρες». Η Άμυς της έριξε μια ανέκφραστη ματιά, της οποίας το νόημα ήταν ολοφάνερο ακόμα και μέσα στους πυκνούς ατμούς. Όπως και η Αβιέντα, η Άμυς ήταν Φαρ Ντάραϊς Μάι πριν γίνει Σοφή.

Η Εγκουέν δεν είχε γνωρίσει Αελίτη που να μην είναι σχολαστικός με το τζι’ε’τόχ, κατά τη γνώμη της. Μα αυτό το πράγμα τώρα! Οι Αελίτες ήταν θεοπάλαβοι.

Η Μπάιρ φαινόταν να έχει ξεχάσει κιόλας το ζήτημα. «Δεν θυμάμαι να υπήρχαν ποτέ άλλοτε τόσοι Χαμένοι στην Τρίπτυχη Γη», είπε, μιλώντας σε όλες μέσα στη σκηνή. Πάντα έτσι αποκαλούσαν οι Αελίτες τους Μάστορες, τους Τουάθα’αν.

«Πάνε να ξεφύγουν από τις φασαρίες πέρα από το Δρακότειχος». Ήταν ολοφάνερος ο χλευασμός στη φωνή της Μελαίν.

«Άκουσα», είπε αργά η Άμυς, «ότι μερικοί από εκείνους που κυνηγούν τη μελαγχολία πήγαν στους Χαμένους και ζήτησαν να τους πάρουν μαζί τους». Έπεσε μεγάλη σιωπή. Τώρα ήξεραν ότι οι Τουάθα’αν και οι Αελίτες είχαν κοινή καταγωγή, ότι είχαν χωριστεί προτού οι Αελίτες διασχίσουν τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου και πάνε στην Ερημιά, αλλά αυτή η γνώση, αν μη τι άλλο, είχε επιδεινώσει την αποστροφή που ένιωθαν για τους Τουάθα’αν.

«Φέρνει αλλαγή», ψιθύρισε τραχιά η Μελαίν στον ατμό.

«Νόμιζα ότι είχατε συμβιβαστεί με τις αλλαγές που φέρνει», είπε η Εγκουέν, με τη συμπόνια να ποτίζει τη φωνή της. Πρέπει να ήταν δύσκολο να σου γυρίζουν ολόκληρη τη ζωή ανάποδα. Σχεδόν περίμενε ότι θα της ξανάλεγαν να κλείσει το στόμα, αλλά καμιά τους δεν το είπε.

«Συμβιβαστεί», είπε η Μπάιρ, σαν να γευόταν τη λέξη. «Καλύτερα ας λέμε ότι τις υπομένουμε όσο μπορούμε».

«Μεταμορφώνει τα πάντα». Η Άμυς φαινόταν προβληματισμένη. «Το Ρουίντιαν. Οι Χαμένοι. Η μελαγχολία, το ότι είπε αυτό που δεν έπρεπε να έχει ειπωθεί». Οι Σοφές —ολόκληρο το Άελ, για την ακρίβεια― ακόμα δυσκολεύονταν να μιλήσουν γι’ αυτό.

«Οι Κόρες μαζεύονται γύρω του σαν να χρωστούν περισσότερα σ’ αυτόν παρά στις ίδιες τις φατρίες τους», πρόσθεσε η Μπάιρ. «Για πρώτη φορά στην ιστορία τους επέτρεψαν σε άνδρα να μπει στη Στέγη της Κόρης». Η Άμυς έδειξε για μια στιγμή σαν να ήθελε να πει κάτι, αλλά όσα ήξερε για τα εσωτερικά των Φαρ Ντάραϊς Μάι, δεν τα μοιραζόταν με κανέναν παρά μόνο με όσες ήταν ή είχαν υπάρξει κάποτε Κόρες του Δόρατος.

«Οι αρχηγοί δεν μας ακούνε πια όπως κάποτε», μουρμούρισε η Μελαίν. «Καλά, ζητούν τη συμβουλή μας όπως πάντα —δεν χάζεψαν εντελώς― όμως ο Μπάελ δεν μου λέει πια τι έχει πει στον Ραντ αλ’Θόρ και τι του έχει πει ο Ραντ αλ’Θόρ. Λέει ότι πρέπει να ρωτήσω τον Ραντ αλ’Θόρ, ο οποίος μου λέει να ρωτήσω τον Μπάελ. Με τον Καρ’α’κάρν δεν μπορώ να κάνω τίποτα, με τον Μπάελ όμως... Πάντα ήταν πεισματάρης και εκνευριστικός, όμως τώρα αποχαλινώθηκε. Μου ’ρχεται μερικές φορές να του δώσω μια στο κεφάλι με το ραβδί». Η Άμυς και η Μπάιρ χαχάνισαν σαν να ήταν ένα καλό αστείο. Ή ίσως ήθελαν να γελάσουν, ώστε να ξεχάσουν για λίγο τις αλλαγές.

«Μόνο τρία πράγματα μπορείς να κάνεις μ’ έναν τέτοιο άνδρα», είπε μ’ ένα πνιχτό γελάκι η Μπάιρ. «Να τον αποφεύγεις, να τον σκοτώσεις ή να τον παντρευτείς».

Η Μελαίν μούδιασε και το ηλιοψημένο πρόσωπό της κοκκίνισε. Για μια στιγμή, η Εγκουέν πίστεψε ότι η χρυσομάλλα Σοφή θα ξεστόμιζε λόγια που θα έκαιγαν πιο πολύ από το πρόσωπό της. Κι ύστερα ένα παγερό ρεύμα υπογράμμισε την επιστροφή της Αβιέντα, η οποία κρατούσε ένα δίσκο από δουλεμένο ασήμι, που πάνω του υπήρχαν τσαγιέρα με κίτρινο βερνίκι, λεπτά φλιτζάνια από χρυσή πορσελάνη των Θαλασσινών κι ένα πέτρινο βαζάκι με μέλι.