Η Άμυς, αντί να απαντήσει, είπε, «Θα αρνηθεί να της το επιτρέψει ο Ραντ αλ’Θόρ; Δεν μπορούμε να τον αναγκάσουμε». Η Μπάιρ και η Μελαίν τώρα κοίταζαν την Εγκουέν με το προσηλωμένο βλέμμα που πριν κοίταζαν την Άμυς.
Δεν θα της έλεγαν το λόγο. Πιο εύκολα θα έκανες μια πέτρα να μιλήσει παρά θα έπαιρνες λόγια από μια Σοφή ενάντια στη θέλησή της. Η Αβιέντα περιεργαζόταν τα δάχτυλα των ποδιών της καρτερικά, μουτρωμένα· ήξερε ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα γινόταν αυτό που ήθελαν οι Σοφές.
«Δεν ξέρω», είπε αργά η Εγκουέν. «Δεν τον ξέρω καλά όπως παλιά». Λυπόταν γι’ αυτό, όμως είχαν συμβεί τόσα πολλά, κι επίσης είχε συνειδητοποιήσει ότι τον αγαπούσε μόνο ως αδελφό. Τα πράγματα είχαν αλλάξει με την εκπαίδευση που είχε πάρει τόσο στο Λευκό Πύργο όσο κι εδώ, και επίσης ο Ραντ είχε γίνει άλλος τώρα πια. «Αν του παρουσιάσεις ένα βάσιμο λόγο, ίσως. Νομίζω ότι του αρέσει η Αβιέντα». Η νεαρή Αελίτισσα άφησε να βγει ένας βαρύς στεναγμός, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι.
«Βάσιμο λόγο», είπε η Μπάιρ και ξεφύσηξε. «Όταν ήμουν κοριτσόπουλο, κάθε άνδρας θα πηδούσε από τη χαρά του, αν κάποια κοπέλα τού έδειχνε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον. Ο ίδιος θα πήγαινε να μαζέψει τα λουλούδια για το γαμήλιο στεφάνι της». Η Αβιέντα τινάχτηκε και αγριοκοίταξε τις Σοφές με ένα μέρος από την αλλοτινή φλόγα της. «Ε λοιπόν, θα βρούμε ένα λόγο που να μπορεί να τον δεχθεί ακόμα και κάποιος που μεγάλωσε στις υδατοχώρες».
«Είναι αρκετές νύχτες ακόμα μέχρι τη συμφωνημένη συνάντηση σας στον Τελ’αράν’ριοντ», είπε η Άμυς. «Με τη Νυνάβε αυτή τη φορά».
«Να μια που θα μπορούσε να μάθει πολλά», παρενέβη η Μπάιρ, «αν δεν ήταν τόσο πεισματάρα».
«Οι νύχτες σου λοιπόν είναι ελεύθερες ως τότε», είπε η Μελαίν. «Εκτός, δηλαδή, αν μπαίνεις στον Τελ’αράν’ριοντ χωρίς εμάς».
Η Εγκουέν υποψιάστηκε τι θα ακολουθούσε. «Όχι βέβαια», είπε. Δεν είχε μπει σχεδόν καθόλου. Αν είχε μπει περισσότερο, σίγουρα θα την έβρισκαν.
«Κατάφερες να βρεις τα όνειρα της Νυνάβε ή της Ηλαίην;» ρώτησε η Άμυς. Αδιάφορα, σαν να μην σήμαινε τίποτα.
«Όχι, Άμυς».
Το να βρεις τα όνειρα κάποιου άλλου ήταν πολύ πιο δύσκολο από το να μπεις στον Τελ’αράν’ριοντ, τον Κόσμο των Ονείρων, ειδικά αν ο άλλος βρισκόταν μακριά σου. Γινόταν ευκολότερο όσο πιο κοντά βρισκόταν και όσο καλύτερα τον γνώριζες. Οι Σοφές ακόμα απαιτούσαν να μην μπαίνει στον Τελ’αράν’ριοντ χωρίς να είναι τουλάχιστον μια απ’ αυτές μαζί της, όμως το όνειρο του άλλου ήταν ίσως εξίσου επικίνδυνο με τον δικό του τρόπο. Στον Τελ’αράν’ριοντ, η Εγκουέν είχε τον έλεγχο του εαυτού της και πολλών πραγμάτων δίπλα της σε μεγάλο βαθμό, εκτός αν αποφάσιζε να αναλάβει τα ηνία μια Σοφή· οι ικανότητές της να κυριαρχεί στον Τελ’αράν’ριοντ μεγάλωναν, όμως και πάλι δεν μπορούσε να συγκριθεί με τις Σοφές, οι οποίες είχαν μακρά εμπειρία. Στο όνειρο του άλλου όμως ήσουν μέρος του ονείρου· έβαζες όλη σου τη δύναμη για να μην φερθείς όπως ήθελε ο ονειρευόμενος, για να μην πας εκεί που σε πήγαινε το όνειρο, και μερικές φορές δεν το κατάφερνες. Οι Σοφές, όταν παρακολουθούσαν τα όνειρα του Ραντ, πρόσεχαν να μην μπουν βαθιά. Παρά ταύτα, όμως, επέμεναν ότι έπρεπε να μάθει. Αφού τη δίδασκαν να ονειροβατεί, θα τη δίδασκαν όλα όσα ήξεραν.
Η Εγκουέν δεν ένιωθε ακριβώς απρόθυμη, όμως οι λίγες φορές που την είχαν αφήσει να εξασκηθεί, μαζί τους και μια φορά με τον Ρούαρκ, ήταν ταπεινωτικές εμπειρίες. Οι Σοφές είχαν μεγάλο έλεγχο στα όνειρά τους κι έτσι ό,τι είχε συμβεί εκεί —για να της δείξουν τους κινδύνους, είχαν πει― ήταν δικό τους έργο· όμως είχε νιώσει σοκ μαθαίνοντας ότι ο Ρούαρκ την έβλεπε μόνο σαν παιδί, σαν τις μικρότερες θυγατέρες του. Και ο έλεγχός της είχε εξασθενήσει μονάχα για μια μοιραία στιγμή. Από κει και ύστερα, η Εγκουέν ήταν σχεδόν ένα παιδάκι· ακόμα δεν μπορούσε να κοιτάξει τον άνδρα χωρίς να τον θυμάται να της χαρίζει μια κούκλα επειδή μελετούσε σκληρά. Και επίσης τη χαρά που είχε νιώσει, τόσο με το δώρο όσο και με την επιδοκιμασία του. Η Άμυς είχε αναγκαστεί να έρθει και να διακόψει εκεί που έπαιζε ευτυχισμένη με την κούκλα. Και σαν να μην ήταν αρκετά άσχημο που το ήξερε αυτό η Άμυς, η Εγκουέν υποψιαζόταν ότι και ο Ρούαρκ κάτι θυμόταν.
«Δεν πρέπει να εγκαταλείψεις την προσπάθεια», είπε η Άμυς. «Έχεις τη δύναμη να τις φτάσεις, ακόμα και τόσο μακριά που είναι. Και δεν θα σου κάνει κακό να μάθεις τι γνώμη έχουν για σένα».
Η Εγκουέν προσωπικά δεν ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Η Ηλαίην ήταν φίλη της, η Νυνάβε όμως ήταν η Σοφία του Πεδίου του Έμοντ για το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής ηλικίας της. Υποψιαζόταν ότι τα όνειρα της Νυνάβε θα ήταν χειρότερα από του Ρούαρκ.