«Απόψε θα κοιμηθώ πέρα από τις σκηνές», συνέχισε η Άμυς. «Όχι πολύ μακριά. Θα πρέπει να με βρεις εύκολα, αν προσπαθήσεις. Αν δεν σε ονειρευτώ, θα μιλήσουμε το πρωί».
Η Εγκουέν έπνιξε το βογκητό της. Η Άμυς την είχε καθοδηγήσει στα όνειρα του Ρούαρκ —η ίδια η Άμυς είχε μείνει μονάχα μια στιγμή εκεί, ίσα-ίσα για να αποκαλυφθεί ότι ο Ρούαρκ την έβλεπε ακόμα απαράλλαχτη, σαν τη νεαρή την οποία είχε παντρευτεί― και οι Σοφές ήταν πάντα στην ίδια σκηνή μαζί της όταν δοκίμαζε.
«Λοιπόν», είπε η Μπάιρ, τρίβοντας τα χέρια της, «ακούσαμε ό,τι έπρεπε να ακουστεί. Εσείς μείνετε, αν θέλετε, αλλά εγώ νιώθω αρκετά καθαρή και λέω να πάω στις κουβέρτες μου. Δεν είμαι τόσο νέα όσο εσείς». Μπορεί να μην ήταν πιο νέα, όμως μάλλον μπορούσε να παραβγεί μαζί τους και να τις νικήσει όλες.
Ενώ η Μπάιρ ετοιμαζόταν να σηκωθεί όρθια, η Μελαίν μίλησε, και μάλιστα, παράξενο γι’ αυτήν, μίλησε διστακτικά. «Χρειάζομαι... Πρέπει να ζητήσω τη βοήθειά σου, Μπάιρ. Και τη δική σου, Άμυς». Η ηλικιωμένη γυναίκα έγειρε πάλι πίσω και οι δυο τους κοίταξαν τη Μελαίν με προσμονή. «Θέλω... να ζητήσω να πλησιάσετε την Ντορίντα εκ μέρους μου». Οι τελευταίες λέξεις βγήκαν βιαστικές, η μια πάνω στην άλλη. Η Άμυς χαμογέλασε πλατιά και η Μπάιρ κακάρισε. Κι η Αβιέντα επίσης φάνηκε να καταλαβαίνει και να ξαφνιάζεται, η Εγκουέν όμως δεν είχε ιδέα τι γινόταν.
Τότε η Μπάιρ γέλασε. «Πάντα έλεγες ότι δεν χρειάζεσαι και δεν έχεις ανάγκη από σύζυγο. Εγώ έθαψα τρεις και δεν θα έλεγα όχι σε άλλον έναν. Είναι πολύ χρήσιμοι όταν η νυχτιά είναι κρύα».
«Δεν είναι κακό να αλλάζουμε γνώμη». Η φωνή της Μελαίν ήταν σταθερή, αλλά τη διέψευδε το βαθύ κοκκίνισμα στα μάγουλά της. «Δεν μπορώ να αποφεύγω τον Μπάελ και δεν μπορώ να τον σκοτώσω. Αν με δεχθεί η Ντορίντα ως αδελφή-σύζυγο, θα φτιάξω το γαμήλιο στεφάνι για να το αποθέσω στα πόδια του Μπάελ».
«Κι αν το πατήσει αντί να το πάρει;» θέλησε να μάθει η Μπάιρ. Η Άμυς έπεσε πίσω, γελώντας και χτυπώντας τους μηρούς τους.
Η Εγκουέν δεν πίστευε ότι υπήρχε τέτοιος κίνδυνος, με τα έθιμα που είχαν οι Αελίτες. Αν η Ντορίντα αποφάσιζε ότι ήθελε τη Μελαίν για αδελφή-σύζυγο, τότε του Μπάελ δεν θα του έπεφτε λόγος στο ζήτημα. Δεν τη σοκάριζε πια πολύ το ότι ένας άνδρας μπορούσε να έχει δύο συζύγους. Όχι πολύ. Άλλες χώρες, άλλα έθιμα, θύμισε αυστηρά στον εαυτό της. Δεν είχε βρει ποτέ το θάρρος να ρωτήσει, αλλά μπορεί να υπήρχαν και Αελίτισσες με δύο συζύγους. Ήταν παράξενος λαός.
«Σας ζητώ να συμπεριφερθείτε σαν πρωταδελφές μου σ’ αυτό. Νομίζω ότι η Ντορίντα με συμπαθεί αρκετά».
Μόλις είπε αυτά τα λόγια, το κέφι που επεδείκνυαν οι άλλες γυναίκες έδωσε τη θέση του σε κάτι διαφορετικό. Συνέχισαν να γελάνε, όμως την αγκάλιασαν και της είπαν πόσο χαίρονταν γι’ αυτήν και τι καλά που θα ’ταν όλα με τον Μπάελ. Η Άμυς και η Μπάιρ τουλάχιστον έπαιρναν ως δεδομένη τη σύμφωνη γνώμη της Ντορίντα. Οι τρεις τους βγήκαν από τη σκηνή πιασμένες χέρι χέρι, γελώντας και χαχανίζοντας σαν κοριτσάκια. Αφού όμως πρώτα είπαν στην Εγκουέν και την Αβιέντα να καθαρίσουν τη σκηνή.
«Εγκουέν, θα μπορούσε να δεχθεί αδελφή-σύζυγο μια γυναίκα από τα μέρη σας;» ρώτησε η Αβιέντα, παίρνοντας ένα ραβδί, για να ανοίξει το κάλυμμα της τρύπας απ’ όπου θα έφευγε ο καπνός.
Η Εγκουέν ευχήθηκε να είχε αφήσει η Αβιέντα τελευταία αυτή τη δουλειά· η ζέστη άρχισε αμέσως να χάνεται. «Δεν ξέρω», είπε, μαζεύοντας τα φλιτζάνια και το βαζάκι με το μέλι. Έβαλε και τα στάερα στο δίσκο. «Δεν το νομίζω. Ίσως, αν ήταν στενές φίλες», πρόσθεσε βιαστικά· δεν υπήρχε λόγος να υποτιμήσει τους τρόπους των Αελιτών.
Η Αβιέντα μόνο μούγκρισε και άρχισε να ανεβάζει τα πλαϊνά της σκηνής.
Με τα δόντια της να ανταγωνίζονται το κροτάλισμα των φλιτζανιών και των μπρούντζινων λεπίδων του δίσκου, η Εγκουέν βγήκε έξω τρέχοντας. Οι Σοφές ντύνονταν με την άνεσή τους, σαν να ήταν μια γλυκιά νύχτα και αυτές να βρίσκονταν στις κρεβατοκάμαρες κάποιου οχυρού. Μια μορφή με λευκή ρόμπα, ωχρή στο φεγγαρόφωτο, της πήρε το δίσκο και η Εγκουέν έψαξε βιαστικά να βρει το μανδύα και τα παπούτσια της. Δεν φαίνονταν πουθενά ανάμεσα στα ρούχα που είχαν απομείνει στο έδαφος.
«Έβαλα να πάρουν τα πράγματά σου στη σκηνή σου», είπε η Μπάιρ, δένοντας τα κορδόνια της μπλούζας της. «Δεν θα τα χρειαστείς ακόμα».
Η Εγκουέν ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται. Χοροπηδώντας επιτόπου, άρχισε να ανεμίζει τα χέρια σε μια μάταια προσπάθεια να ζεσταθεί· οι άλλες δεν της είπαν να σταματήσει, ευτυχώς. Ξαφνικά κατάλαβε ότι η μορφή με τη λευκή ρόμπα που είχε πάρει το δίσκο παραήταν ψηλή, ακόμα και για Αελίτισσα. Έσφιξε τα δόντια και αγριοκοίταξε τις Σοφές, οι οποίες έμοιαζαν να μην ενδιαφέρονται για το αν θα πέθαινε από την παγωνιά, ενώ χοροπηδούσε. Για τις Αελίτισσες δεν είχε σημασία που ένας άνδρας τις είχε δει χωρίς ρούχα, τουλάχιστον αν ήταν γκαϊ’σάιν, για την Εγκουέν όμως είχε!