Μια στιγμή αργότερα ήρθε κοντά τους και η Αβιέντα, και, βλέποντας την Εγκουέν να χοροπηδά, απλώς έμεινε να στέκεται, χωρίς να προσπαθήσει να βρει τα ρούχα της. Σαν τις Σοφές κι αυτή, δεν έδειχνε να την αγγίζει η παγωνιά.
«Τώρα», είπε η Μπάιρ, τυλίγοντας το επώμιο στους ώμους της. «Εσύ, Αβιέντα, όχι μόνο είσαι πεισματάρα σαν άνδρας, αλλά και δεν θυμάσαι μια απλή δουλειά, την οποία έχεις κάνει πολλές φορές. Εσύ, Εγκουέν, είσαι εξίσου πεισματάρα και ακόμα και τώρα νομίζεις ότι μπορείς να χασομεράς στη σκηνή σου όταν σε καλούν. Ας ελπίσουμε ότι το πείσμα σας θα μαλακώσει, αν κάνετε τρέχοντας πενήντα φορές το γύρο του στρατοπέδου, και θα θυμάστε πώς να απαντάτε σε μια πρόσκληση και να κάνετε μια αγγαρεία. Ξεκινήστε».
Δίχως λέξη, η Αβιέντα αμέσως άρχισε να τρέχει προς την άκρη του στρατοπέδου, αποφεύγοντας με άνεση τα σκοινιά των σκηνών που τα έπνιγε το σκοτάδι. Η Εγκουέν δίστασε μονάχα μια στιγμή προτού την ακολουθήσει. Η Αελίτισσα βράδυνε το ρυθμό της, για να την προφτάσει. Ο νυχτερινός αέρας την πάγωνε και ο ραγισμένος, σκληρός σαν πέτρα πηλός κάτω από τα πόδια της ήταν εξίσου σκληρός και προσπαθούσε να της αρπάξει τα δάχτυλα. Η Αβιέντα έτρεχε ακόπιαστα, άνετα.
Όταν έφτασαν στην τελευταία σκηνή και γύρισαν προς το νότο, η Αβιέντα είπε, «Ξέρεις γιατί μελετώ τόσο σκληρά;» Ούτε το κρύο ούτε το τρέξιμο είχαν επηρεάσει τη φωνή της.
Η Εγκουέν έτρεμε τόσο δυνατά που μετά βίας μπορούσε να μιλήσει. «Όχι. Γιατί;»
«Επειδή η Μπάιρ και οι άλλες πάντα δείχνουν εσένα και μου λένε πόσο εύκολα μαθαίνεις, λένε ότι δεν χρειάζεται να σου εξηγήσουν τίποτα δεύτερη φορά. Λένε ότι θα ’πρεπε να σου μοιάσω περισσότερο». Έριξε μια λοξή ματιά στην Εγκουέν κι αυτή χαχάνισε μαζί με την Αβιέντα, καθώς έτρεχαν. «Είναι ένας από τους λόγους. Τα πράγματα που μαθαίνω να κάνω...» Η Αβιέντα κούνησε το κεφάλι, με το δέος φανερό ακόμα και στο φεγγαρόφωτο. «Και η Δύναμη. Ποτέ δεν ένιωσα τίποτα τέτοιο. Τόσο ζωντανή. Μπορώ να μυρίσω και την αμυδρότερη μυρωδιά, να νιώσω το παραμικρό σάλεμα του αέρα».
«Είναι επικίνδυνο να κρατάς για πολλή ώρα τη Δύναμη ή μεγάλη ποσότητά της», είπε η Εγκουέν. Το τρέξιμο έμοιαζε να τη ζεσταίνει λιγάκι, αν και μερικές φορές περνούσε μέσα της ένα τρέμουλο. «Σου το είπα και ξέρω ότι σου το έχουν πει και οι Σοφές».
Η Αβιέντα απλώς ξεφύσηξε. «Λες να κάρφωνα το πόδι μου με δόρυ;»
Για λίγη ώρα, έτρεχαν σιωπηλές.
«Στ’ αλήθεια ο Ραντ...;» είπε τελικά η Εγκουέν. Το κρύο δεν είχε να κάνει με τη δυσκολία της να πει τις λέξεις· αντιθέτως είχε αρχίσει να ιδρώνει. «Θέλω να πω... Την Ισέντρε;» Δεν μπορούσε να μιλήσει πιο ξεκάθαρα.
Έπειτα από λίγο, η Αβιέντα είπε αργά, «Δεν νομίζω να έκανε ο Ραντ κάτι τέτοιο». Φαινόταν θυμωμένη. «Αλλά γιατί αυτή αγνοεί τις βιτσιές, αφού εκείνος δεν της έχει δείξει το παραμικρό ενδιαφέρον; Είναι μια δειλή υδρόβια που περιμένει να την πλησιάσουν οι άνδρες. Είδα πώς την κοίταζε, αν και προσπάθησε να το κρύψει. Του αρέσει να την κοιτάζει».
Η Εγκουέν αναρωτήθηκε αν η φίλη της τη σκεφτόταν ποτέ ως μια δειλή υδρόβια. Μάλλον όχι, αλλιώς δεν θα ’ταν φίλες. Όμως η Αβιέντα δεν είχε μάθει να νοιάζεται μήπως τα λόγια της πλήγωναν κάποιον· μάλλον θα ξαφνιαζόταν, αν μάθαινε ότι η Εγκουέν μπορούσε έστω και να σκεφτεί το ενδεχόμενο να πληγωθεί.
«Έτσι που την αναγκάζουν να ντύνεται οι Κόρες», παραδέχθηκε απρόθυμα η Εγκουέν, «κάθε άνδρας θα την κοίταζε». Θυμήθηκε τότε ότι και η ίδια ήταν σε ανοιχτό μέρος δίχως ρούχα, σκόνταψε και παραλίγο θα έπεφτε, καθώς κοίταζε γύρω με αγωνία. Απ’ όσο μπορούσε να διακρίνει, το μέρος ήταν άδειο. Ακόμα και οι Σοφές είχαν ξαναγυρίσει πια στις σκηνές τους. Ήταν ζεστές μέσα στις κουβέρτες τους. Ίδρωνε, όμως οι κόμποι του ιδρώτα ήθελαν να παγώσουν μόλις εμφανίζονταν.
«Ανήκει στην Ηλαίην», είπε με θέρμη η Αβιέντα.
«Παραδέχομαι ότι δεν ξέρω τέλεια τα έθιμά σας, αλλά τα δικά μας δεν είναι ίδια με τα δικά σας. Ο Ραντ δεν είναι αρραβωνιασμένος με την Ηλαίην». Γιατί τον υπερασπίζομαι; Αυτού του πρέπουν οι βέργες! Η ειλικρίνεια όμως την έκανε να συνεχίσει. «Ακόμα και οι Αελίτες σας έχουν το δικαίωμα να πουν όχι, αν τους ρωτήσεις».
«Εσύ κι αυτή είστε κονταδελφές, όπως είμαστε εσύ κι εγώ», διαμαρτυρήθηκε η Αβιέντα, βραδύνοντας για λίγο το βήμα προτού επιταχύνει ξανά. «Δεν μου ζήτησες να της τον προσέχω; Δεν θέλεις να τον αποκτήσει;»
«Φυσικά. Αν τη θέλει». Αυτό δεν ήταν ακριβώς αλήθεια. Η Εγκουέν ήθελε για την Ηλαίην να βρει ό,τι ευτυχία μπορούσε, έτσι ερωτευμένη που ήταν με τον Αναγεννημένο Δράκοντα, και η Εγκουέν θα έκανε σχεδόν τα πάντα για να τη βοηθήσει, εκτός από το να δέσει τον Ραντ χειροπόδαρα. Ίσως κι αυτό ακόμα, αν χρειαζόταν. Μα δεν ήταν εύκολο να το παραδεχτεί. Οι Αελίτισσες μιλούσαν με μεγαλύτερη ευθύτητα απ’ όσο θα μπορούσε ποτέ η ίδια. «Αλλιώς, δεν θα ήταν σωστό».