Выбрать главу

«Ανήκει σ’ εκείνη», είπε κατηγορηματικά η Αβιέντα.

Η Εγκουέν αναστέναξε. Η Αβιέντα δεν εννοούσε να καταλάβει άλλα έθιμα εκτός από εκείνα του λαού της. Η Αελίτισσα ακόμα ήταν σοκαρισμένη που η Ηλαίην δεν ζητούσε από τον Ραντ να την παντρευτεί και που οι άνδρες μπορούσαν να κάνουν πρόταση γάμου. «Είμαι σίγουρη ότι οι Σοφές θα ακούσουν αύριο τη φωνή της λογικής. Δεν μπορούν να σε αναγκάσουν να κοιμηθείς στην κρεβατοκάμαρα ενός άνδρα».

Η άλλη την κοίταξε με απροκάλυπτη έκπληξη. Για μια στιγμή, η χάρη των κινήσεών της χάθηκε, ένα δάχτυλο του ποδιού της χτύπησε στο ανώμαλο έδαφος και η κακοτυχία την έκανε να ξεστομίσει μερικές βλαστήμιες που θα έκαναν ακόμα και τους αμαξάδες του Καντίρ να στήσουν αυτί με ενδιαφέρον —και θα έκαναν την Μπάιρ να ψάξει για το γαλαζάγκαθό της― αλλά δεν σταμάτησε να τρέχει. «Δεν καταλαβαίνω γιατί αυτό σε ταράζει τόσο», είπε στον απόηχο της τελευταίας βλαστήμιας. «Πολλές φορές σε επιδρομές έχω κοιμηθεί πλάι σε άνδρα και μοιραζόμασταν τις κουβέρτες για να ζεσταθούμε, αν η νύχτα είχε παγωνιά, αλλά σε ενοχλεί το ότι θα κοιμηθώ τρία μέτρα παραδίπλα του. Είναι άλλο ένα έθιμό σας; Πρόσεξα ότι δεν πλένεσαι στην ίδια σκηνή ατμόλουτρων με τους άνδρες. Δεν εμπιστεύεσαι τον Ραντ αλ’Θόρ; Ή μήπως δεν εμπιστεύεσαι εμένα;» Η φωνή της στο τέλος είχε γίνει πνιχτή, ένας ψίθυρος όλος ανησυχία.

«Φυσικά και σε εμπιστεύομαι», διαμαρτυρήθηκε με έξαψη η Εγκουέν. «Κι αυτόν. Είναι μόνο που...» Η φωνή της έσβησε, δεν ήξερε πώς να συνεχίσει. Οι ιδέες περί ευπρέπειας που είχαν οι Αελίτες μερικές φορές ήταν αυστηρότερες από τον τρόπο που είχε ανατραφεί η ίδια, υπήρχαν όμως πράγματα που, αν τα έβλεπε ο Κύκλος των Γυναικών στο χωριό της, ή θα λιποθυμούσαν ή θα έψαχναν για κανένα γερό ραβδί. «Αβιέντα, αν είναι με κάποιον τρόπο κάτι που αφορά την τιμή σου...» Ήταν λεπτό ζήτημα. «Αν το εξηγήσεις στις Σοφές, σίγουρα δεν θα σε αναγκάσουν να πας ενάντια στην τιμή σου».

«Δεν χρειάζεται εξήγηση για τίποτα», είπε ρητά η άλλη.

«Ξέρω ότι δεν καταλαβαίνω το τζι’ε’τόχ...» άρχισε να λέει η Εγκουέν και η Αβιέντα γέλασε.

«Λες ότι δεν το καταλαβαίνεις, Άες Σεντάι, όμως δείχνεις ότι ζεις σύμφωνα με αυτό». Η Εγκουέν λυπόταν που συνέχιζε αυτό το ψέμα μαζί της —είχε δυσκολευτεί μέχρι να την πείσει να την αποκαλεί απλώς Εγκουέν και μερικές φορές η Αβιέντα ξεχνιόταν― αλλά, για να κρατήσει το ψέμα, έπρεπε να το συνεχίζει με όλους. «Είσαι Άες Σεντάι και τόσο ισχυρή στη Δύναμη, που μπορείς να νικήσεις την Άμυς και τη Μελαίν μαζί», συνέχισε η Αβιέντα, «αλλά είπες ότι θα υπακούσεις, κι έτσι τρίβεις κατσαρόλες όταν σου λένε να τρίψεις τις κατσαρόλες, και τρέχεις όταν σου λένε να τρέξεις. Μπορεί να μην ξέρεις από τζι’ε’τόχ, όμως το ακολουθείς».

Φυσικά, δεν ήταν ίδιο πράγμα. Η Εγκουέν έτριξε τα δόντια και έκανε ό,τι της έλεγαν, επειδή ήταν ο μόνος τρόπος για να μάθει ονειροβασία, και ήθελε να μάθει, να μάθει τα πάντα, αυτό ήθελε περισσότερο από κάθε τι στη ζωή της. Ήταν χαζό, έστω και να το σκεφτεί κανείς, ότι υπάκουγε σ’ αυτό το ανόητο το τζι’ε’τόχ. Έκανε ό,τι έπρεπε να κάνει, και μόνο όταν έπρεπε και επειδή έπρεπε.

Τώρα επέστρεφαν στο μέρος απ’ όπου είχαν ξεκινήσει. Η Εγκουέν, όταν το πόδι της άγγιξε το σημείο, είπε, «Ένας γύρος», και συνέχισε να τρέχει στο σκοτάδι χωρίς να τη βλέπει άλλος εκτός από την Αβιέντα, χωρίς να υπάρχει άλλος για να πει αν εκείνη τη στιγμή ξαναγυρνούσε στη σκηνή της. Η Αβιέντα δεν θα το φανέρωνε, αλλά της Εγκουέν δεν της πέρασε ούτε στιγμή από το νου να σταματήσει πριν κάνει πενήντα γύρους.

6

Πύλες

Ο Ραντ ξύπνησε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι κι έμεινε ξαπλωμένος κάτω από τις κουβέρτες, προσπαθώντας να σκεφτεί τι τον είχε ξυπνήσει. Ήταν κάτι. Όχι το όνειρο· δίδασκε στην Αβιέντα πώς να κολυμπά, σε μια λιμνούλα στο Νεροδάσος, στην πατρίδα του, τους Δύο Ποταμούς. Κάτι άλλο. Κι ύστερα το ξανάνιωσε, μια αμυδρή οσμή από ένα βδελυρό μίασμα που σερνόταν κάτω από την πόρτα, Για την ακρίβεια, δεν ήταν μυρωδιά· ήταν η αίσθηση κάτι διαφορετικού, μα αυτή την εντύπωση του έδινε. Μια δυσοσμία, σαν κάτι να είχε μείνει ψόφιο μια βδομάδα σε στάσιμα νερά. Ξανάσβησε, όχι εντελώς όμως αυτή τη φορά.

Πέταξε στην άκρη τις κουβέρτες του και σηκώθηκε, τυλιγμένος στο σαϊντίν. Μέσα στο Κενό, πλήρης Δυνάμεως, ένιωθε το σώμα του να ριγεί, το κρύο όμως έμοιαζε να είναι κάπου αλλού κι όχι εκεί που βρισκόταν ο ίδιος. Άνοιξε επιφυλακτικά την πόρτα και βγήκε έξω. Αψιδωτά παράθυρα στις δύο άκρες του διαδρόμου άφηναν να χύνεται το φως του φεγγαριού. Μετά το πηχτό σκοτάδι του δωματίου του, αυτό σχεδόν έμοιαζε σαν μέρα. Τίποτα δεν σάλευε, όμως ο Ραντ μπορούσε να νιώσει... κάτι... να πλησιάζει. Κάτι κακό. Το ένιωθε σαν το μόλυσμα που βρυχιόταν μέσα του μαζί με τη Δύναμη.