Выбрать главу

Το χέρι του πήγε στην τσέπη του σακακιού του, στη μικρή σμιλεμένη φιγούρα του στρουμπουλού ανθρωπάκου που κρατούσε ένα σπαθί στα γόνατα. Ένα ανγκριάλ· μ’ αυτό, μπορούσε να διαβιβάσει περισσότερη Δύναμη απ’ όση θα μπορούσε να χειριστεί μόνος του ακόμα κι αυτός. Του φάνηκε ότι δεν ήταν αναγκαίο. Όποιος κι αν είχε ετοιμάσει αυτή την επίθεση εναντίον του, δεν ήξερε τώρα με ποιον τα είχε βάλει. Κακώς τον είχαν αφήσει να ξυπνήσει.

Για μια στιγμή, κοντοστάθηκε. Μπορούσε να πάει να βρει και να πολεμήσει αυτό που είχαν στείλει εναντίον του, ό,τι κι αν ήταν, όμως του φαινόταν πως βρισκόταν πιο κάτω στο κτήριο. Κάτω, εκεί όπου οι Κόρες ακόμα κοιμούνταν, κρίνοντας από τη σιγή. Με τη βοήθεια της τύχης, ο επιτιθέμενος δεν θα τις ενοχλούσε, εκτός αν ο Ραντ χιμούσε κάτω για να τον πολεμήσει ανάμεσά τους. Τότε σίγουρα θα ξυπνούσαν και δεν θα στέκονταν κατά μέρος να χαζεύουν. Ο Λαν είχε πει ότι, εφόσον μπορείς, πρέπει να διαλέξεις το πεδίο της μάχης σου και να κάνεις τον εχθρό σου να έρθει σε σένα.

Χαμογελώντας, ανηφόρισε την κοντινότερη καμπυλωτή σκάλα βροντώντας τις μπότες του, ώσπου έφτασε στο τελευταίο πάτωμα. Στον ψηλότερο όροφο του κτηρίου υπήρχε ένας μεγάλος θάλαμος με ελαφρώς θολωτό ταβάνι και αραιά βαλμένες λεπτές κολόνες με ανάγλυφες σπείρες. Τα αψιδωτά, δίχως τζάμι παράθυρα που γέμιζαν την αίθουσα πλημμύριζαν κάθε γωνιά με φεγγαρόφωτο. Η σκόνη και το χώμα και η άμμος στο πάτωμα έδειχναν ακόμα θαμπά τα αχνάρια του από την τελευταία φορά που είχε ανέβει εδώ, και κανένα άλλο σημάδι. Ήταν τέλειο.

Πήγε με μεγάλες δρασκελιές στο κέντρο του δωματίου και στάθηκε στο μωσαϊκό εκεί, στο αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι που είχε πλάτος τέσσερα μέτρα. Ήταν ένα κατάλληλο μέρος. «Μ’ αυτό το σημάδι θα κατακτήσει». Έτσι έλεγε γι’ αυτόν η Προφητεία του Ρουίντιαν. Στάθηκε καβάλα στη φιδίσια διαχωριστική γραμμή, με τη μια μπότα στο μαύρο φόντο, που τώρα λεγόταν Δόντι του Δράκοντα και συνήθως παρίστανε το κακό, και με την άλλη μπότα στο λευκό, που τώρα λεγόταν Φλόγα της Ταρ Βάλον. Κάποιοι έλεγαν ότι σήμαινε το Φως. Κατάλληλο μέρος για να συναντήσει τον αντίπαλό του, ανάμεσα στο Φως και στο σκοτάδι.

Η αίσθηση της σαπίλας δυνάμωσε, και μια μυρωδιά από θειάφι που καιγόταν απλώθηκε στον αέρα. Ξαφνικά, πράγματα φάνηκαν να κινούνται, να έρχονται από τη σκάλα σαν σκιές του φεγγαριού, ακολουθώντας την περίμετρο της αίθουσας. Σιγά-σιγά φάνηκε ότι ήταν τρία μαύρα σκυλιά, πιο σκοτεινά από τη νύχτα και μεγάλα σαν πόνυ. Άρχισαν επιφυλακτικά να κινούνται σε κύκλο γύρω του, με τα μάτια τους να αστράφτουν σαν ασήμι. Με τη Δύναμη μέσα του, άκουγε τις καρδιές τους να χτυπούν, σαν αργό, βαθύ χτύπημα τυμπάνων. Όμως δεν τα άκουγε να ανασαίνουν· ίσως πράγματι δεν το έκαναν.

Διαβίβασε, κι ένα σπαθί εμφανίστηκε στα χέρια του· είχε ελαφρώς καμπύλη λεπίδα με το σήμα του ερωδιού, που έμοιαζε να είναι φτιαγμένη από φωτιά. Ο Ραντ περίμενε να του στείλουν Μυρντράαλ ή κάτι ακόμα χειρότερο από τους Ανόφθαλμους, αλλά για τα σκυλιά, ακόμα και για Σκιογέννητα σκυλιά, το σπαθί ήταν αρκετό. Αυτός που του τα είχε στείλει, όποιος κι αν ήταν, δεν τον ήξερε καλά. Ο Λαν του είχε πει ότι κόντευε να φτάσει στο επίπεδο του αρχιξιφομάχου τώρα, και ο Πρόμαχος ήταν τόσο φειδωλός στους επαίνους του, ώστε ο Ραντ σκεφτόταν μήπως είχε ήδη φτάσει σ’ αυτό το επίπεδο.

Με γρυλίσματα παρόμοια με ροκάνισμα κόκαλου, τα σκυλιά όρμησαν πάνω του από τρεις μεριές, πιο γρήγορα κι από άλογα που κάλπαζαν.

Ο Ραντ δεν σάλεψε, παρά μόνο την τελευταία στιγμή προτού πέσουν πάνω του· το σώμα του, ένα με το σπαθί, κύλησε από τη μια κίνηση στην άλλη σαν να χόρευε. Εν ριπή οφθαλμού, τη στάση της ξιφομαχίας που λεγόταν Ανεμοστρόβιλος στο Βουνό διαδέχθηκε Ο Άνεμος που Φυσά Πάνω Από τον Τοίχο, που τη διαδέχθηκε το Ξεδίπλωμα της Βεντάλιας. Τα μεγάλα μαύρα κεφάλια ξεκόλλησαν και πετάχτηκαν από τα μαύρα σώματα, με τα όμοια με στιλβωμένο ασήμι δόντια τους να στάζουν σάλια, ακόμα γυμνωμένα, καθώς τα κεφάλια αναπηδούσαν στο πάτωμα. Ο Ραντ είχε αρχίσει κιόλας να απομακρύνεται από το μωσαϊκό, ενώ οι σκοτεινές μορφές σωριάζονταν ματωμένες με σπασμωδικές κινήσεις.

Γελώντας, άφησε το σπαθί να χαθεί, αλλά συνέχισε να κρατά το σαϊντίν, τη λυσσαλέα Δύναμη, τη γλύκα και το μόλυσμα. Μια αίσθηση περιφρόνησης κύλησε στο εξωτερικό του Κενού. Σκυλιά. Εντάξει, μπορεί να ήταν Σκιογέννητα, αλλά να του στείλουν απλά σκυλιά... Το γέλιο ξεψύχησε.