Κατέβηκε τις σκάλες, πέρασε από σκοτεινούς διαδρόμους, όπου οι κοιμισμένες Κόρες, έχοντας ξυπνήσει από το ποδοβολητό του, τον κοίταζαν με ανησυχία μέσα από φεγγαρόλουστα δωμάτια. Πέρασε από την εξώπορτα, όπου στεκόταν ταραγμένος ο Λαν μαζί με τις δύο γυναίκες της σκοπιάς· είχε στους ώμους τον μανδύα των Προμάχων που άλλαζε χρώματα και έκανε μέρη του κορμιού του να γίνονται ένα με τη νύχτα.
«Πού είναι η Μουαραίν;» φώναξε ο Πρόμαχος, καθώς ο Ραντ τον προσπερνούσε τρέχοντας. Ο Ραντ κατέβηκε πηδώντας δυο-δυο τα φαρδιά σκαλοπάτια χωρίς να του αποκριθεί.
Η μισοεπουλωμένη πληγή στο πλευρό του τον έσφιγγε σαν γροθιά, μ’ έναν πόνο τον οποίο ελάχιστα αντιλαμβανόταν μέσα στο Κενό, όταν τελικά έφτασε στο κτήριο που ήθελε. Το κτήριο ήταν ακριβώς στην άκρη του Ρουίντιαν, μακριά από την πλατεία, όσο πιο μακριά μπορούσε να είναι ένα κτήριο της πόλης από το στρατόπεδο όπου έμενε η Μουαραίν μαζί με τις Σοφές. Οι ψηλότεροι όροφοι είχαν καταρρεύσει, σχηματίζοντας ένα σωρό από χαλάσματα που απλωνόταν στο ψημένο, σκασμένο χώμα πέρα από το πλακόστρωτο. Μόνο το ισόγειο και ο πρώτος όροφος παρέμεναν άθικτοι. Ο Ραντ δεν έδωσε σημασία στο κορμί του, που πάσχιζε να κουλουριαστεί γύρω από τον πόνο, και μπήκε μέσα τρέχοντας ασταμάτητα.
Κάποτε ο μεγάλος προθάλαμος, με το εσωτερικό κυκλικό πέτρινο μπαλκόνι, ήταν ψηλός· τώρα ήταν ακόμα ψηλότερος, ανοιχτός στον νυχτερινό ουρανό, και το δάπεδο με τις άσπρες πέτρες ήταν σκεπασμένο από τα συντρίμμια της κατάρρευσης. Στις φεγγαροσκιές κάτω από το μπαλκόνι φαίνονταν τρία Σκοτεινόσκυλα, που είχαν σηκωθεί στα πίσω πόδια τους, ξύνοντας με τα νύχια και δαγκώνοντας μια επενδυμένη με μπρούντζο πόρτα που υποχωρούσε στην επίθεση τους. Μια έντονη οσμή καμένου θειαφιού πότιζε τον αέρα.
Ο Ραντ, δίχως να ξεχνά τι είχε συμβεί πριν, χίμηξε στο πλάι, καθώς διαβίβαζε, και η δέσμη της υγρής λευκής φωτιάς χύθηκε πλάι από την πόρτα, καθώς κατέστρεφε τα Σκιογεννήματα. Αυτή τη φορά είχε προσπαθήσει να την κάνει μικρότερη, να περιορίσει την καταστροφή στα Σκοτεινόσκυλα, όμως μια σκιερή τρύπα είχε ανοίξει στον χοντρό τοίχο στην άλλη μεριά της αίθουσας. Του φαινόταν ότι ο τοίχος δεν είχε τρυπήσει πέρα για πέρα —στο σεληνόφως δύσκολα μπορούσες να διακρίνεις― αλλά θα έπρεπε να ελέγχει καλύτερα αυτό το όπλο.
Το μπρούντζινο κάλυμμα της πόρτας ήταν σχισμένο και κουρελιασμένο, λες και τα δόντια και τα νύχια των Σκοτεινόσκυλων ήταν πράγματι φτιαγμένα από ατσάλι· ένα φως λάμπας έφεγγε μέσα από μερικές μικρές τρύπες. Στα πλακάκια του δαπέδου φαινόταν αχνάρια από πατούσες, όμως τόσο λίγα που ήταν παράξενο. Ο Ραντ άφησε το σαϊντίν, βρήκε ένα σημείο της πόρτας άθικτο, για να μην κόψει το χέρι του, και χτύπησε δυνατά. Ξαφνικά ο πόνος στο πλευρό του ήταν αληθινός, επίμονος· πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να τον διώξει. «Ματ; Εγώ είμαι, ο Ραντ! Ανοιξε, Ματ!»
Ύστερα από μια στιγμή, η πόρτα άνοιξε μια χαραμάδα, αφήνοντας το φως της λάμπας να χυθεί· ο Ματ κρυφοκοίταξε δύσπιστα κι έπειτα άνοιξε περισσότερο την πόρτα, γέρνοντας πάνω της σαν να είχε τρέξει δέκα μίλια κουβαλώντας ένα σακί πέτρες. Με εξαίρεση το ασημένιο μενταγιόν, το οποίο κρεμόταν στο λαιμό του, με την κεφαλή αλεπούς, που το μάτι της είχε σχήμα και σκιές σαν το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι, ήταν γυμνός. Ο Ραντ, ξέροντας τι γνώμη είχε ο Ματ για τις Άες Σεντάι, απορούσε που δεν το είχε πουλήσει εδώ και καιρό. Πιο μέσα στο δωμάτιο, μια ψηλή, χρυσομαλλούσα γυναίκα τυλιγόταν ήρεμα με μια κουβέρτα. Τα δόρατα και η στρογγυλή ασπίδα που κείτονταν στα πόδια της μαρτυρούσαν ότι ήταν Κόρη.
Ο Ραντ απέστρεψε βιαστικά το βλέμμα και ξερόβηξε. «Ήθελα να δω αν είσαι καλά».
«Μια χαρά είμαστε». Ο Ματ κοίταξε μουδιασμένα τον προθάλαμο. «Τώρα είμαστε μια χαρά. Το σκότωσες, δηλαδή; Δεν θέλω να μάθω τι ήταν, αρκεί να μην υπάρχει πια. Μερικές φορές είναι δύσκολο να ’ναι κανείς φίλος σου».
Όχι μόνο φίλος. Ήταν άλλος ένας τα’βίρεν, ίσως μάλιστα το κλειδί για τη νίκη στην Τάρμον Γκάι’ντον· όποιος ήθελε να χτυπήσει τον Ραντ, είχε λόγους για να χτυπήσει επίσης και τον Ματ. Όμως ο Ματ ανέκαθεν πάσχιζε να το αρνηθεί αυτό. «Δεν υπάρχουν πια, Ματ. Ήταν Σκοτεινόσκυλα. Τρία».
«Σου είπα ότι δεν θέλω να μάθω», βόγκηξε ο Ματ. «Τώρα είναι Σκοτεινόσκυλα, ε; Δεν μπορώ να πω, με σένα όλο και κάτι καινούριο βρίσκεται. Δεν θα προλάβαινε να βαρεθεί κανείς· μέχρι τη μέρα που θα σκοτωνόταν. Αν δεν είχα σηκωθεί να πιω νερό, μόλις άρχισε να ανοίγει η πόρτα...» Η φωνή του έσβησε μέσα σε τρέμουλο κι ο Ματ έξυσε ένα κόκκινο σημείο στο δεξί του μπράτσο, καθώς περιεργαζόταν τη ρημαγμένη μεταλλική επένδυση. «Ξέρεις, είναι παράξενα τα παιχνίδια που παίζει το μυαλό. Όταν έβαζα όλο το είναι μου για να κρατήσω την πόρτα κλειστή, θα ορκιζόμουν ότι το ένα τους είχε ανοίξει με τα δόντια μια τρύπα. Έβλεπα το παλιοκέφαλό του. Και τα δόντια του. Το δόρυ της Μελίντρα ούτε που το γαργάλησε».