Выбрать главу

Η άφιξη της Μουαραίν αυτή τη φορά ήταν πιο εντυπωσιακή, καθώς έμπαινε μέσα τρέχοντας, κρατώντας τα φουστάνια της ψηλά, λαχανιασμένη κι έξω φρενών. Ο Λαν την ακολουθούσε κατά πόδας, με το σπαθί στο χέρι και βαριά συννεφιά στο ανέκφραστο σαν βράχο πρόσωπό του, κι ακριβώς πίσω του ερχόταν ένα σμάρι Φαρ Ντάραϊς Μάι που χυνόταν στο δρόμο. Μερικές Κόρες φορούσαν μονάχα τα ασπρόρουχά τους, όλες όμως κρατούσαν το δόρυ με άγρυπνο βλέμμα και είχαν τυλίξει το σούφα στο κεφάλι, με το μαύρο πέπλο να κρύβει τα πάντα εκτός από τα μάτια τους, έτοιμες να σκοτώσουν. Η Μουαραίν και ο Λαν έδειξαν να ανακουφίζονται, βλέποντάς τον να στέκεται όρθιος εκεί και να μιλά ήρεμα με τον Ματ, αν και η Άες Σεντάι επίσης έδειχνε ότι θα ήθελε να του πει δυο λογάκια. Με τα πέπλα, ήταν αδύνατον να πει κανείς τι σκέφτονταν οι Αελίτισσες.

Ο Ματ άφησε μια ψιλή κραυγή, τρύπωσε βιαστικά στο δωμάτιό του και πήρε να φορέσει βιαστικά ένα φαρδύ παντελόνι, ενώ τις χοροπηδηχτές προσπάθειες του ερχόταν να χειροτερέψει το ότι την ίδια στιγμή προσπαθούσε και να βάλει το παντελόνι και να ξύσει το μπράτσο του. Η χρυσομάλλα Κόρη τον παρακολουθούσε με ένα πλατύ χαμόγελο στα πρόθυρα τρανταχτού γέλιου.

«Τι έχει πάθει το μπράτσο σου;» ρώτησε ο Ραντ.

«Σου είπα ότι το μυαλό παίζει αστεία παιχνίδια», είπε ο Ματ, που ακόμα προσπαθούσε ταυτόχρονα να βάλει το παντελόνι και να ξυστεί. «Όταν μου φάνηκε ότι εκείνο το πλάσμα είχε μασήσει τρύπα στην πόρτα, μου φάνηκε επίσης ότι είχε γεμίσει σάλια και το μπράτσο μου και τώρα με τρώει σαν τρελό. Μοιάζει μάλιστα με έγκαυμα».

Ο Ραντ άνοιξε το στόμα, η Μουαραίν όμως ήδη τον είχε προσπεράσει. Ο Ματ, κοιτώντας την, έπεσε κάτω, ενώ τραβούσε έξαλλα το παντελόνι να το ανεβάσει, αλλά αυτή γονάτισε πλάι του, χωρίς να λογαριάζει τις διαμαρτυρίες του, σφίγγοντάς του το κεφάλι και με τα δύο χέρια της. Ο Ραντ είχε Θεραπευτεί άλλοτε και είχε δει να Θεραπεύουν άλλους, όμως αντί γι’ αυτό που περίμενε, είδε τον Ματ να ριγεί και να υψώνει το μενταγιόν από το δερμάτινο κορδόνι του, έτσι που κρεμόταν από το χέρι του.

«Το παλιοπράμα ξαφνικά έγινε σαν πάγος», μουρμούρισε. «Τι κάνεις, Μουαραίν; Αν θέλεις να κάνεις κάτι, Θεράπευσέ μου τη φαγούρα, έχει απλωθεί σ’ ολόκληρο το χέρι μου». Το δεξί του χέρι ήταν κόκκινο από τον καρπό ως τον ώμο κι έμοιαζε πρησμένο.

Η Μουαραίν κοίταξε τον Ματ με τόση έκπληξη, όση δεν είχε ξαναδεί ποτέ ο Ραντ στο πρόσωπό της. Ίσως μάλιστα να ήταν η πρώτη φορά. «Θα το Θεραπεύσω», είπε αργά η Άες Σεντάι. «Αν το μενταγιόν είναι κρύο, βγάλ’ το».

Ο Ματ την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια και τελικά το έβγαλε από το κεφάλι του και το άφησε δίπλα του. Εκείνη κούνησε πάλι το κεφάλι της κι ο Ματ άφησε μια κραυγή σαν να του είχαν βουτήξει το κεφάλι σε πάγο· τα πόδια του σφίχτηκαν και η ράχη του κύρτωσε· τα μάτια του κοίταξαν το άπειρο, διάπλατα ανοιχτά. Όταν η Μουαραίν πήρε τα χέρια της από πάνω του, ο Ματ χαλάρωσε, ρουφώντας άπληστα αέρα. Το κοκκίνισμα και το πρήξιμο είχαν χαθεί. Τρεις φορές χρειάστηκε να προσπαθήσει για να βγάλει φωνή. «Μα το αίμα και τις στάχτες! Κάθε φορά έτσι πρέπει να γίνεται, που να καεί; Μια παλιοφαγούρα ήταν!»

«Για πρόσεχε τη γλώσσα σου με μένα», του είπε η Μουαραίν, ενώ σηκωνόταν, «αλλιώς θα βρω τη Νυνάβε και θα της πω να σε περιλάβει». Μα το είπε ανόρεχτα· ήταν σαν να μιλούσε στον ύπνο της. Προσπάθησε να μην κοιτάξει την αλεπουδοκεφαλή, καθώς ο Ματ την ξαναφορούσε στο λαιμό του. «Θα χρειαστείς ανάπαυση», του είπε αφηρημένα. «Μείνε στο κρεβάτι αύριο, αν θέλεις».

Η Κόρη μέσα στην κουβέρτα —η Μελίντρα;― γονάτισε πλάι στον Ματ κι έβαλε τα χέρια της στους ώμους του, κοιτώντας τη Μουαραίν πάνω από το κεφάλι του. «Θα φροντίσω να κάνει αυτό που λες, Άες Σεντάι». Μ’ ένα ξαφνικό χαμόγελο, του ανακάτεψε τα μαλλιά. «Τώρα είναι ο μικρός μου σκανταλιάρης». Από την έντρομη έκφραση του Ματ, φαινόταν ότι μάζευε τη δύναμή του για να το βάλει στα πόδια.

Ο Ραντ συνειδητοποίησε ότι πίσω του ακούγονταν μαλακά γελάκια. Οι Κόρες, που τώρα είχαν κατεβάσει στους ώμους τα σούφα και τα πέπλα τους, είχαν στριμωχτεί ολόγυρα και κοίταζαν το δωμάτιο.

«Μάθε του να τραγουδά, δοραταδελφή», είπε η Αντελίν και οι άλλες Κόρες γέλασαν τρανταχτά.

Ο Ραντ γύρισε και στάθηκε μπροστά τους με αυστηρό ύφος. «Αφήστε τον άνθρωπο να ξεκουραστεί. Δεν έχετε κανένα ρούχο να βάλετε;» Αυτές υποχώρησαν απρόθυμα, ενώ ακόμα προσπαθούσαν να κοιτάξουν στο δωμάτιο, ώσπου βγήκε έξω η Μουαραίν.

«Μας αφήνετε, παρακαλώ;» είπε η Άες Σεντάι, καθώς η ταλαιπωρημένη πόρτα έκλεινε με βρόντο πίσω της. Σχεδόν γύρισε να κοιτάξει, σφίγγοντας ενοχλημένα τα χείλη. «Πρέπει να μιλήσω μόνη με τον Ραντ αλ’Θόρ». Οι Αελίτισσες, νεύοντας, ξεκίνησαν να φύγουν, ενώ μερικές ακόμα έκαναν αστεία για το αν η Μελίντρα —μια Σάιντο, απ’ ό,τι φαινόταν· ο Ραντ αναρωτήθηκε αν ο Ματ το ήξερε αυτό― θα μάθαινε στον Ματ να τραγουδά. Ό,τι κι αν σήμαινε αυτό.