Ο Ραντ σταμάτησε την Αντελίν πιάνοντάς την από το γυμνό της μπράτσο· κάποιες που το πρόσεξαν στάθηκαν κι αυτές, κι έτσι μίλησε σε όλες. «Αν δεν πηγαίνετε όταν σας το λέω εγώ, τότε τι θα κάνετε, αν χρειαστεί να σας χρησιμοποιήσω στη μάχη;» Δεν σκόπευε να κάνει τέτοιο πράγμα, αν είχε άλλη επιλογή· γνώριζε ότι ήταν σκληρές πολεμίστριες, αλλά είχε ανατραφεί πιστεύοντας ότι ήταν καθήκον του άνδρα να πεθάνει πριν από τη γυναίκα, αν ήταν ανάγκη. Βάσει λογικής ίσως αυτό να ήταν ανόητο, ειδικά με τέτοιες γυναίκες, όμως έτσι ένιωθε. Μα ήξερε ότι δεν έπρεπε να τους το πει. «Θα το πάρετε για αστείο ή θα το κάνετε όταν σας έρθει η όρεξη;»
Τον κοίταξαν με τη σαστισμάρα που νιώθει κανείς όταν ακούει κάποιον που έχει αποκαλύψει την άγνοια του για τα απλούστερα πράγματα. «Στο χορό των δοράτων», του είπε η Αντελίν, «θα πάμε όπου μας πεις, αλλά δεν έχουμε χορό τώρα. Και, επίσης, δεν μας είπες να φύγουμε».
«Ακόμα και ο Καρ’α’κάρν δεν είναι ένας απόλυτος μονάρχης», πρόσθεσε μια γκριζομάλλα Κόρη. Νευρώδης και με μυώδες κορμί παρά την ηλικία της, φορούσε μόνο μια κοντή πουκαμίσα και το σούφα της. Ο Ραντ είχε μπουχτίσει αυτή τη λέξη.
Οι Κόρες ξανάπιασαν τ’ αστεία, καθώς τον άφηναν μόνο του με τη Μουαραίν και τον Λαν. Ο Πρόμαχος είχε θηκαρώσει επιτέλους το σπαθί του κι έδειχνε να χαλαρώνει, αν χαλάρωνε ποτέ πραγματικά. Δηλαδή ήταν ασάλευτος και γαλήνιος σαν το πρόσωπό του, όλο γραμμές και γωνιές σαν βράχος, με ύφος που έδειχνε ότι ήταν έτοιμος να κινηθεί ακαριαία, ύφος που σε σύγκριση έκανε τις Κόρες να μοιάζουν νωθρές. Ένα πλεγμένο δερμάτινο κορδόνι συγκρατούσε τα μαλλιά του Λαν, που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν, για να μην πέφτουν στο πρόσωπό του. Το βλέμμα των γαλάζιων ματιών του θύμιζε γεράκι.
«Πρέπει να μιλήσω μαζί σου για―» άρχισε να λέει η Μουαραίν.
«Μπορούμε να μιλήσουμε αύριο», είπε ο Ραντ, κόβοντάς την. Το πρόσωπο του Λαν σκλήρυνε κι άλλο, αν ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Οι Πρόμαχοι, περισσότερο από τον εαυτό τους, προστάτευαν τις Άες Σεντάι τους, τόσο το άτομό τους όσο και τη θέση τους. Ο Ραντ αγνόησε τον Λαν. Το πλευρό του ακόμα τον έκανε να θέλει να διπλωθεί στα δύο, όμως κατόρθωνε να μείνει όρθιος· δεν θα έδειχνε αδυναμία μπροστά της. «Μην σου περνάει από το νου ότι θα σε βοηθήσω να πάρεις την αλεπουδοκεφαλή του Ματ». Με κάποιον τρόπο εκείνο το μενταγιόν την είχε εμποδίσει να διαβιβάσει. Ή τουλάχιστον είχε εμποδίσει τη διαβίβαση να επιδράσει στον Ματ όσο εκείνος το άγγιζε. «Πλήρωσε υψηλό αντίτιμο γι’ αυτό, Μουαραίν, και είναι δικό του». Θυμήθηκε που η Μουαραίν τον είχε χτυπήσει στους ώμους με τη Δύναμη και πρόσθεσε ξερά, «Ίσως του ζητήσω να μου το δανείσει». Γύρισε να φύγει από κοντά της. Είχε ακόμα κάτι να δει, αν και τώρα πια, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δεν θα ήταν διόλου επείγον· τα Σκοτεινόσκυλα θα είχαν πετύχει το σκοπό τους.
«Σε παρακαλώ, Ραντ», είπε η Μουαραίν, και η γυμνή ικεσία στη φωνή της τον έκανε να σταματήσει επί τόπου. Ποτέ δεν είχε ακούσει κάτι ανάλογο από εκείνη.
Ο τόνος της φάνηκε να προσβάλλει τον Λαν. «Νόμιζα ότι είχες γίνει άνδρας», είπε τραχιά ο Πρόμαχος. «Έτσι φέρονται οι άνδρες; Κάνεις σαν θρασύ αγοράκι». Ο Λαν έκανε εξάσκηση στο σπαθί μαζί του —και τον συμπαθούσε, έτσι νόμιζε ο Ραντ― αλλά αν έλεγε η Μουαραίν μια κουβέντα, ο Λαν θα έβαζε τα δυνατά του να τον σκοτώσει.
«Δεν θα είμαι μαζί σου για πάντα», είπε με μια αίσθηση βιασύνης η Μουαραίν. Έσφιγγε τόσο δυνατά τα φουστάνια της, ώστε τα χέρια της έτρεμαν. «Μπορεί να πεθάνω στην επόμενη επίθεση. Μπορεί να πέσω από το άλογο και να σπάσω το κεφάλι μου ή μπορεί να δεχθώ ένα βέλος των Σκοτεινόφιλων στην καρδιά και ο θάνατος δεν Θεραπεύεται. Αφιέρωσα ολόκληρη τη ζωή μου στο να ψάχνω για σένα, για να σε βρω και να σε βοηθήσω. Ακόμα δεν ξέρεις τη δύναμή σου· σίγουρα δεν ξέρεις ούτε τα μισά απ’ όσα μπορείς να κάνεις. Σου ― ζητώ συγγνώμη ― ταπεινά ― αν σε πρόσβαλα». Αυτά τα λόγια —λόγια που ποτέ του δεν περίμενε να ακούσει απ’ αυτήν― έμοιαζαν να βγαίνουν με το ζόρι, όμως τα έλεγε· και δεν μπορούσε να πει ψέματα. «Άσε με να σε βοηθήσω όσο μπορώ, όσο ακόμα μπορώ. Σε παρακαλώ».
«Μου είναι δύσκολο να σε εμπιστευτώ, Μουαραίν». Δεν έδινε σημασία στον Λαν, που σάλευε στα πόδια του κάτω από το φεγγάρι· όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη πάνω της. «Με παίζεις σαν μαριονέτα, με βάζεις να χορέψω όπως θέλεις, από τη μέρα που συναντηθήκαμε. Ήμουν ελεύθερος από σένα μόνο όποτε ήσουν μακριά ή όποτε σε αγνοούσα. Ακόμα κι αυτό είναι δύσκολο».