Το γέλιο της χύθηκε σαν το σεληνόφως, όμως είχε μια πίκρα. «Περισσότερο μου έμοιαζε σαν να παλεύω με αρκούδα παρά σαν να κουνώ τα νήματα μιας μαριονέτας. Θέλεις να ορκιστώ ότι δεν θα προσπαθήσω να σε χειραγωγήσω; Ορκίζομαι». Η φωνή της σκλήρυνε σαν κρύσταλλο. «Ορκίζομαι ακόμα να σε υπακούω ως Κόρη —σαν γκαϊ’σάιν, αν προτιμάς― αλλά πρέπει να―» Η Μουαραίν πήρε μια βαθιά ανάσα και ξαναδοκίμασε, πιο ήσυχα. «Σου ζητώ, ταπεινά, να μου επιτρέψεις να σε βοηθήσω».
Ο Λαν είχε στυλώσει το βλέμμα του πάνω της κι ο Ραντ ένιωσε τα μάτια του να γουρλώνουν. «Δέχομαι τη βοήθειά σου», είπε αργά. «Κι επίσης ζητώ συγγνώμη. Για την αγένεια με την οποία σου φέρθηκα». Είχε ακόμα την αίσθηση ότι τον χειραγωγούσαν —υπήρχε ένας καλός λόγος για όλες τις φορές που ο ίδιος είχε φερθεί με αγένεια― αλλά η Μουαραίν δεν μπορούσε να πει ψέματα.
Η ένταση φάνηκε να χάνεται από πάνω της. Τον πλησίασε για να τον κοιτάξει. «Αυτό που χρησιμοποίησες για να σκοτώσεις τα Σκοτεινόσκυλα λέγεται μοιροφωτιά. Ακόμα νιώθω τα υπολείμματά της εδώ». Το ίδιο κι εκείνος, ήταν σαν την αμυδρή οσμή που μένει όταν έχεις πάρει μια πίτα από το δωμάτιο, σαν τη μνήμη από κάτι που μόλις έχει εξαφανιστεί απότομα. «Πριν ακόμη από το Τσάκισμα του Κόσμου, η χρήση της μοιροφωτιάς ήταν απαγορευμένη. Ο Λευκός Πύργος μας απαγορεύει ακόμα και να τη μάθουμε. Στον Πόλεμο της Δύναμης, ακόμα και οι Αποδιωγμένοι και οι Σκιόρκιστοι τη χρησιμοποίησαν με δισταγμό».
«Απαγορευμένη;» είπε ο Ραντ, σμίγοντας τα φρύδια. «Σε είδα μια φορά να τη χρησιμοποιείς». Δεν ήταν πολύ σίγουρο στο χλωμό φως του φεγγαριού, αλλά του φάνηκε ότι είδε τα μάγουλα της να κοκκινίζουν. Αυτή τη φορά, ίσως η Μουαραίν ένιωθε να βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση.
«Μερικές φορές είναι ανάγκη να κάνουμε αυτό που απαγορεύεται». Αν ήταν ταραγμένη, η φωνή της πάντως δεν το έδειχνε. «Όταν κάτι καταστρέφεται με τη μοιροφωτιά, παύει να υπάρχει πριν από τη στιγμή της καταστροφής του, σαν νήμα που καίγεται πέρα από το σημείο που το άγγιξε η φλόγα. Όσο μεγαλύτερη η δύναμη της μοιροφωτιάς, τόσο πιο πίσω στο χρόνο παύει να υπάρχει. Η πιο ισχυρή μοιροφωτιά που μπορώ να χειριστώ αφαιρεί λίγα μόνο δευτερόλεπτα από το Σχήμα. Εσύ είσαι πολύ δυνατότερος. Πάρα πολύ».
«Αλλά αν δεν υπάρχει προτού το καταστρέψεις...» Ο Ραντ πέρασε μπερδεμένος τα δάχτυλά του από τα μαλλιά του.
«Βλέπεις τώρα τα προβλήματα, τους κινδύνους; Ο Ματ θυμάται ότι είχε δει ένα Σκοτεινόσκυλο να τρυπά την πόρτα, αλλά τώρα δεν υπάρχει άνοιγμα. Αν τον είχε γεμίσει σάλια τόσο όσο θυμάται, θα ήταν νεκρός προτού τον πλησιάσω. Ως πίσω εκεί που εξόντωσες το πλάσμα, ό,τι έκανε σε κείνο το διάστημα δεν έχει συμβεί πια. Μόνο οι αναμνήσεις μένουν για όσους το είδαν ή το έζησαν. Μόνο ό,τι έκανε πιο πριν είναι τώρα αληθινό. Μερικές τρύπες από δόντια στην πόρτα και μια σταγόνα σάλιο στο μπράτσο του Ματ».
«Αυτό μου φαίνεται καλό», της είπε. «Εξαιτίας της είναι ζωντανός ο Ματ».
«Είναι τρομερό, Ραντ». Η φωνή της πήρε επιτακτική χροιά. «Γιατί νομίζεις πως ακόμα και οι Αποδιωγμένοι φοβούνταν να τη χρησιμοποιήσουν; Σκέψου την επίδραση στο Σχήμα ενός μόνο νήματος, ενός άνθρωπου, που αφαιρείται από ώρες ή μέρες που έχουν ήδη υφανθεί, σαν νήμα που το τραβάς από ύφασμα. Αποσπάσματα χειρογράφων που διασώζονται από τον Πόλεμο της Δύναμης λένε ότι ολόκληρες πόλεις, αρκετές μάλιστα, καταστράφηκαν με μοιροφωτιά, προτού συνειδητοποιήσουν αμφότερες οι πλευρές τους κινδύνους. Εκατοντάδες χιλιάδες νήματα είχαν ξηλωθεί από το Σχήμα, είχαν χαθεί από μέρες που είχαν ήδη περάσει· ό,τι κι αν είχαν κάνει εκείνοι οι άνθρωποι, δεν είχε συμβεί πια, ούτε και όσα είχαν κάνει άλλοι εξαιτίας των πράξεων αυτών που είχαν χαθεί. Οι μνήμες έμεναν, όχι όμως οι πράξεις. Το ίδιο το Σχήμα παραλίγο θα διαλυόταν. Θα μπορούσε να ήταν ο αφανισμός των πάντων. Του κόσμου, του χρόνου, της ίδιας της Δημιουργίας».
Ο Ραντ ανατρίχιασε, και δεν έφταιγε το κρύο που διαπερνούσε το σακάκι του. «Δεν μπορώ να υποσχεθώ ότι δεν θα την ξαναχρησιμοποιήσω, Μουαραίν. Εσύ η ίδια είπες ότι υπάρχουν φορές που είναι ανάγκη να κάνεις αυτό που απαγορεύεται».
«Δεν περίμενα να το υποσχεθείς», του είπε ήρεμα. Η ταραχή της καταλάγιαζε, η γαλήνη της επανερχόταν. «Πρέπει όμως να προσέχεις». Είχε ξαναπιάσει τα “πρέπει”. «Μ’ ένα σα’ανγκριάλ σαν το Καλαντόρ, θα μπορούσες να εξολοθρεύσεις μια πόλη με τη μοιροφωτιά. Το Σχήμα θα αναστατωνόταν για πολλά χρόνια ακόμα. Ποιος ξέρει αν η ύφανση θα έμενε επικεντρωμένη σε σένα; Παρ’ όλο που είσαι τα’βίρεν, μέχρι να εξομαλυνθεί; Το ότι είσαι τα’βίρεν, και μάλιστα τόσο δυνατός, ίσως είναι το πλεονέκτημα που θα σου φέρει τη νίκη, ακόμα και στην Τελευταία Μάχη».