Выбрать главу

«Ίσως είναι έτσι», της απάντησε φλεγματικά. Σε πλήθος ηρωικές ιστορίες, ο πρωταγωνιστής διακήρυσσε ότι θα νικούσε ή θα πέθαινε. Του φαινόταν ότι το καλύτερο, στο οποίο μπορούσε να ελπίζει ο ίδιος, ήταν η νίκη μαζί με το θάνατο. «Πρέπει να βρω κάποιον», συνέχισε χαμηλόφωνα. «Θα σε δω το πρωί». Συγκεντρώνοντας μέσα του τη Δύναμη, τη ζωή και το θάνατο σε στροβιλιζόμενα στρώματα, διάνοιξε μια τρύπα στον αέρα πιο ψηλή από τον ίδιο, η οποία έβγαζε σε μια μαυρίλα που έκανε το φεγγαρόφωτο να μοιάζει με μέρα. Μια πύλη, έτσι την έλεγε ο Ασμόντιαν.

«Τι είναι αυτό;» είπε η Μουαραίν ξέπνοα.

«Αν έχω κάνει κάτι μια φορά, μετά θυμάμαι και το πώς το είχα κάνει. Συνήθως». Δεν ήταν απάντηση, αλλά ήταν ώρα να δοκιμάσει τους όρκους της Μουαραίν. Δεν θα έλεγε ψέματα, όμως οι Άες Σεντάι μπορούσαν να βρουν παραθυράκια παντού. «Άσε τον Ματ ήσυχο απόψε. Και μην προσπαθήσεις να του πάρεις το μενταγιόν».

«Ανήκει στον Πύργο ως αντικείμενο προς μελέτη, Ραντ. Πρέπει να είναι τερ’ανγκριάλ, αλλά ποτέ δεν έχει βρεθεί κάποιο που να―»

«Ό,τι κι αν είναι», είπε αυτός σταθερά, «είναι δικό του. Θα του το αφήσεις».

Για μια στιγμή η Μουαραίν φάνηκε να παλεύει με τον εαυτό της και η πλάτη της ίσιωσε, ενώ το κεφάλι της σηκώθηκε για να τον κοιτάξει. Σίγουρα δεν είχε συνηθίσει να δέχεται διαταγές από άλλον, εκτός από τη Σιουάν Σάντσε, και ο Ραντ θα στοιχημάτιζε ότι ακόμα και τη Σιουάν την παίδευε. Τελικά η Μουαραίν ένευσε, έκανε μάλιστα και μια κίνηση που θύμιζε γονυκλισία. «Ό,τι πεις, Ραντ. Είναι δικό του. Σε παρακαλώ να προσέχεις, Ραντ. Το να μαθαίνεις μόνος σου κάτι σαν τη μοιροφωτιά μοιάζει με αυτοκτονία, και ο θάνατος δεν Θεραπεύεται». Αυτή τη φορά ο τόνος της δεν ήταν κοροϊδευτικός. «Θα βρεθούμε το πρωί». Ο Πρόμαχος την ακολούθησε, ενώ εκείνη αποχωρούσε, ρίχνοντας στον Ραντ μια δυσερμήνευτη ματιά· σίγουρα δεν ήταν ευχαριστημένος από αυτή την τροπή.

Ο Ραντ μπήκε στην πύλη κι εξαφανίστηκε.

Στεκόταν πάνω σ’ ένα δίσκο, σ’ ένα αντίγραφο του αρχαίου συμβόλου των Άες Σεντάι, πλάτους δύο μέτρων. Ακόμα και το μαύρο μισό έμοιαζε ανοιχτόχρωμο κόντρα στο απέραντο σκοτάδι που τον τύλιγε, από πάνω και από κάτω· ήταν σίγουρος ότι, αν έπεφτε, η πτώση του δεν θα είχε τέλος. Ο Ασμόντιαν ισχυριζόταν ότι υπήρχε και ταχύτερη μέθοδος για να χρησιμοποιείς τις πύλες, η οποία ονομαζόταν Ταξίδεμα, αλλά δεν είχε καταφέρει να του τη διδάξει, εν μέρει επειδή δεν είχε τη δύναμη να φτιάξει πύλη όσο τον έφραζε η θωράκιση που του είχε κάνει η Λανφίαρ. Εν πάση περιπτώσει, το Ταξίδεμα προϋπέθετε να γνωρίζεις πολύ καλά το σημείο εκκίνησής σου. Του φαινόταν λογικότερο ότι θα έπρεπε να ξέρεις καλά πού κατευθυνόσουν, όμως του Ασμόντιαν του φάνηκε ότι αυτό ήταν σαν να ρωτούσε γιατί ο αέρας δεν ήταν νερό. Υπήρχαν πολλά που ο Ασμόντιαν θεωρούσε δεδομένα. Πάντως, η Ολίσθηση ήταν αρκετά γοργή μέθοδος ταξιδιού.

Μόλις πάτησαν οι μπότες του εκεί, ο δίσκος χίμηξε περίπου μισό μέτρο πιο πέρα και άλλη μια πύλη εμφανίστηκε μπροστά του. Ήταν αρκετά γρήγορο, ειδικά σ’ αυτή τη μικρή απόσταση. Ο Ραντ βγήκε στο διάδρομο, έξω από το δωμάτιο όπου βρισκόταν ο Ασμόντιαν.

Το φεγγάρι που φαινόταν μέσα από τα παράθυρα στις δύο άκρες του διαδρόμου, έριχνε το μόνο φως· η λάμπα του Ασμόντιαν είχε σβήσει. Οι ροές που είχε υφάνει ο Ραντ γύρω από το δωμάτιο ήταν ακόμα στη θέση τους, ακόμα δεμένες γερά. Τίποτα δεν σάλευε, όμως ακόμα υπήρχε αμυδρή η οσμή από καμένο θειάφι.

Ο Ραντ πλησίασε τη χάντρινη κουρτίνα και κοίταξε μέσα στο δωμάτιο. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο από τις σκιές που γεννούσε το φεγγάρι, η μια απ’ αυτές όμως ήταν ο Ασμόντιαν, που στριφογυρνούσε στις κουβέρτες του. Ο Ραντ, τυλιγμένος στο Κενό, μπορούσε ν’ ακούσει το καρδιοχτύπι του, να μυρίσει τον ιδρώτα των ανήσυχων ονείρων του. Έσκυψε να εξετάσει τα ανοιχτογάλανα πλακάκια του δαπέδου και τα αχνάρια που ήταν αποτυπωμένα σ’ αυτά.

Είχε μάθει ιχνηλασία από μικρό παιδί και δεν δυσκολεύτηκε να τα διαβάσει. Τρία ή τέσσερα Σκοτεινόσκυλα είχαν περάσει από δω. Είχαν πλησιάσει την πόρτα ένα-ένα, απ’ ό,τι φαινόταν, και το καθένα πατούσε σχεδόν στις πατημασιές του προηγούμενου. Μήπως τα είχε σταματήσει το δίχτυ που ήταν υφασμένο γύρω από το δωμάτιο; Ή μήπως είχαν απλώς σταλεί για να δουν και να δώσουν αναφορά; Η σκέψη ότι τα Σκιογέννητα σκυλιά είχαν τόση νοημοσύνη ήταν ανησυχητική. Αλλά βέβαια οι Μυρντράαλ χρησιμοποιούσαν κοράκια και ποντίκια για κατασκόπους, και άλλα ζώα που σχετίζονταν με το θάνατο. Μάτια της Σκιάς, έτσι τα έλεγαν οι Αελίτες.

Διαβίβασε λεπτές ροές Γης, ίσιωσε τα πλακάκια, υψώνοντας τα βαθουλώματα και βγαίνοντας προς τα έξω, ώσπου βρέθηκε στον άδειο, νυχτερινό δρόμο, εκατό βήματα από το ψηλό κτήριο. Το πρωί, όλοι θα μπορούσαν να δουν τα ίχνη να σταματούν εκεί, κανένας όμως δεν θα υποψιαζόταν ότι τα Σκοτεινόσκυλα είχαν πλησιάσει τον Ασμόντιαν. Τα Σκοτεινόσκυλα δεν είχαν λόγο να ενδιαφερθούν για τον Τζέησιν Νατάελ, τον βάρδο.