Выбрать главу

«Τι κάνεις εδώ;» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή, καθώς ο τοίχος ξανάδειχνε άθικτος.

Δένοντας βιαστικά τις ροές —και τον κόμπο με τις θανατηφόρες εκπλήξεις― τράβηξε τη Δύναμη και γύρισε.

Δίπλα στη Λανφίαρ, με την ασημόλευκη περιβολή της, η Ηλαίην ή η Μιν ή η Αβιέντα θα έμοιαζαν σχεδόν συνηθισμένες. Και μόνο τα μαύρα της μάτια ήταν αρκετά για να θελήσει ένας άνδρας να χάσει την ψυχή του. Στην όψη της, το στομάχι του Ραντ σφίχτηκε, τόσο που παραλίγο θα του ερχόταν εμετός.

«Τι θέλεις;» τη ρώτησε. Κάποτε είχε φράξει ταυτοχρόνως την Εγκουέν και την Ηλαίην από την Αληθινή Πηγή, αλλά δεν θυμόταν πώς το είχε κάνει. Όσο η Λανφίαρ μπορούσε να αγγίξει την Πηγή, το να την αιχμαλωτίσει θα ήταν εξίσου ανέφικτο με το να πιάσει τον αέρα με τα χέρια του. Μια αναλαμπή μοιροφωτιάς και... Δεν μπορούσε να το κάνει. Ήταν μια από τους Αποδιωγμένους, όμως τον σταμάτησε απότομα η ανάμνηση του κεφαλιού μιας γυναίκας, το οποίο κατρακυλούσε στο χώμα.

«Έχεις δύο», του είπε τελικά η Λανφίαρ. «Μου φάνηκε ότι για μια στιγμή είδα... Το ένα είναι γυναίκα, ε;» Το χαμόγελο της μπορούσε να σταματήσει την καρδιά ενός άνδρα να χτυπάει κι αυτός πάλι θα ένιωθε ευγνωμοσύνη. «Άρχισες να συλλογίζεσαι το σχέδιό μου, ε; Μ’ αυτά, μαζί, οι άλλοι Αποδιωγμένοι θα γονατίσουν μπροστά μας. Μπορούμε να πάρουμε τη θέση του ίδιου του Μεγάλου Άρχοντα, να αψηφήσουμε τον Δημιουργό. Μπορούμε―»

«Ανέκαθεν ήσουν φιλόδοξη, Μιέριν». Η φωνή του του φάνηκε στριγκή. «Γιατί νομίζεις ότι απομακρύνθηκα από σένα; Δεν έφταιγε η Ιλυένα, κι ας το νομίζεις αυτό. Είχες βγει από την καρδιά μου πολύ προτού την συναντήσω. Το μόνο που έχεις είναι η φιλοδοξία. Το μόνο που ήθελες ανέκαθεν ήταν η εξουσία. Με αηδιάζεις!»

Εκείνη τον κοίταζε, πιέζοντας δυνατά με τα δύο χέρια το στομάχι της, με τα μαύρα μάτια της πιο ανοιχτά απ’ όσο συνήθως. «Η Γκρένταλ είπε...» άρχισε να λέει με ψιλή φωνή. Ξεροκατάπιε και ξαναδοκίμασε. «Λουζ Θέριν; Σ’ αγαπώ, Λουζ Θέριν. Πάντα σε αγαπούσα, πάντα θα σ’ αγαπώ. Το ξέρεις. Πρέπει να το ξέρεις!»

Το πρόσωπο του Ραντ ήταν σκληρό σαν βράχος· έλπιζε να μην φανέρωνε το σοκ του. Δεν είχε ιδέα από πού είχαν έρθει αυτά τα λόγια, αλλά του φαινόταν ότι τη θυμόταν. Μια αχνή ανάμνηση, από τα πριν. Δεν είμαι ο Λουζ Θέριν Τέλαμον! «Είμαι ο Ραντ αλ’Θόρ!» είπε τραχιά.

«Φυσικά και είσαι». Εκείνη τον κοίταξε εξεταστικά, ένευσε αργά. Ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της. «Φυσικά. Ο Ασμόντιαν σου λέει διάφορα, για τον Πόλεμο της Δύναμης και για μένα. Ψεύδεται. Πραγματικά με αγαπούσες. Μέχρι που σε έκλεψε εκείνη η κιτρινομάλλα βρώμα, η Ιλυένα». Για μια στιγμή, η οργή παραμόρφωσε το πρόσωπό της· ο Ραντ σκέφτηκε ότι η ίδια δεν το είχε αντιληφθεί. «Ξέρεις ότι ο Ασμόντιαν έκοψε από την Αληθινή Πηγή την ίδια του τη μητέρα; Αυτό που τώρα λένε σιγάνεμα. Την έκοψε κι άφησε τους Μυρντράαλ να την πάρουν, ενώ αυτή τσίριζε. Εμπιστεύεσαι τέτοιον άνθρωπο;»

Ο Ραντ γέλασε δυνατά. «Όταν τον έπιασα, με βοήθησες να τον παγιδεύσω για να αναγκαστεί να με διδάξει. Και τώρα λες ότι δεν μπορώ να τον εμπιστευτώ;»

«Μόνο για να σε διδάξει». Ξεφύσησε περιφρονητικά, «Θα το κάνει επειδή ξέρει ότι τώρα πια έχει προσχωρήσει στη δική σου παράταξη. Ακόμα κι αν κατάφερνε να πείσει τους άλλους πως ήταν αιχμάλωτος, πάλι θα τον έκαναν χίλια κομμάτια, και το ξέρει. Αυτή είναι συχνά η μοίρα του πιο αδύναμου σκυλιού στο κοπάδι. Επίσης, αραιά και πού παρακολουθώ τα όνειρά του. Ονειρεύεται ότι θριαμβεύεις επί του Μεγάλου Άρχοντα και ότι τον βάζεις να σταθεί εκεί ψηλά στο πλάι σου. Μερικές φορές ονειρεύεται εμένα». Το χαμόγελό της έδειχνε ότι αυτά τα όνειρα ήταν ευχάριστα για την ίδια, όχι όμως για τον Ασμόντιαν. «Αλλά θα προσπαθήσει να σε στρέψει εναντίον μου».

«Τι θέλεις εδώ;» ζήτησε να μάθει ο Ραντ. Να τα έβαζε μαζί της; Σίγουρη εκείνη τη στιγμή η Λανφίαρ ήταν γεμάτη Δύναμη κι έτοιμη να τον φράξει, αν υποψιαζόταν ότι θα σήκωνε το χέρι του εναντίον της. Του το είχε ξανακάνει, με ταπεινωτική ευκολία.

«Μου αρέσεις έτσι. Αλαζόνας και περήφανος, γεμάτος κουράγιο και σθένος».

Μια άλλη φορά του είχε πει ότι της άρεσε να είναι αβέβαιος, ότι ο Λουζ Θέριν ήταν υπερβολικά αλαζόνας. «Τι θέλεις εδώ;»

«Ο Ράχβιν σου έστειλε τα Σκοτεινόσκυλα απόψε», είπε εκείνη ήρεμα, διπλώνοντας τα χέρια στη μέση της. «Θα ερχόμουν νωρίτερα για να σε βοηθήσω, αλλά δεν ήθελα ακόμα να καταλάβουν οι άλλοι πως είμαι με το μέρος σου».

Με το μέρος του. Μια Αποδιωγμένη τον αγαπούσε, ή τουλάχιστον αγαπούσε τον άνδρα που ήταν ο Ραντ πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια και το μόνο που ήθελε απ’ αυτόν ήταν να δώσει την ψυχή του στη Σκιά και να κυβερνήσει τον κόσμο μαζί της. Ή λιγάκι πιο κάτω απ’ αυτήν. Α, κι επίσης ήθελε απ’ αυτόν να αντικαταστήσει τόσο τον Σκοτεινό όσο και τον Δημιουργό. Ήταν εντελώς τρελή; Ή μήπως η δύναμη εκείνων των δύο τεράστιων σα’ανγκριάλ ήταν όσο μεγάλη ισχυριζόταν; Ο Ραντ δεν ήθελε να ακολουθήσουν αυτή την πορεία οι σκέψεις του.