Η Λανφίαρ τον κοίταξε αδιάφορα, μ’ ένα ανάλαφρο σμίξιμο των φρυδιών να σκιάζει το κάλλος της. «Εξέτασα τα όνειρα των Αελιτισσών. Αυτών των περιβόητων Σοφών. Δεν ξέρουν να θωρακίζονται και πολύ καλά. Θα μπορούσα να τις τρομάξω και να τις κάνω να μην ονειρευτούν ποτέ ξανά, να μην ξανασκεφτούν καν να εισβάλουν στα δικά σου όνειρα».
«Νόμιζα ότι δεν θα με βοηθούσες στα φανερά». Δεν τολμούσε να της πει να αφήσει ήσυχες τις Σοφές· ίσως η Λανφίαρ αποφάσιζε να κάνει κάτι για να τον πειράξει. Το είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή, αν και όχι με λέξεις, ότι ανάμεσα στους δυο τους εκείνη ήθελε να έχει το πάνω χέρι. «Δεν θα ήταν ρίσκο αυτό, αν το έβρισκε κάποιος άλλος Αποδιωγμένος; Δεν είσαι η μόνη που ξέρεις πώς να μπαίνεις στα όνειρα του κόσμου».
«Κάποιος άλλος Εκλεκτός», του είπε αφηρημένα. Έμεινε για μια στιγμή να δαγκώνει το σαρκώδες χείλος της. «Παρακολουθώ επίσης και τα όνειρα των κοριτσιών. Της Εγκουέν. Κάποτε νόμιζα ότι κάτι αισθάνεσαι γι’ αυτήν. Ξέρεις ποιους ονειρεύεται; Τον γιο και τον θετό γιο της Μοργκέις. Πιο συχνά τον γιο, τον Γκάγουυν». Χαμογελώντας, μίλησε με προσποιητό σοκάρισμα. «Αν είναι δυνατόν, μια απλή χωριατοπούλα να βλέπει τέτοια όνειρα».
Ο Ραντ συνειδητοποίησε ότι η Λανφίαρ προσπαθούσε να τον δοκιμάσει για να δει αν ζήλευε. Στ’ αλήθεια πίστευε ότι έκανε ξόρκι φύλαξης στα όνειρα του για να κρύψει ότι σκεφτόταν μια άλλη γυναίκα! «Οι Κόρες με φυλάνε από κοντά», της είπε σκοτεινά. «Αν θέλεις να μάθεις πόσο κοντά, κοίτα στα όνειρα της Ισέντρε».
Τα μάγουλά της κοκκίνισαν απότομα. Φυσικά. Κανονικά δεν θα έπρεπε να έχει καταλάβει το παιχνίδι της. Ή μήπως η Λανφίαρ νόμιζε πως...; Με την Ισέντρε; Η Λανφίαρ ήξερε ότι η γυναίκα εκείνη ήταν Σκοτεινόφιλη. Η Λανφίαρ ήταν εκείνη που είχε φέρει τον Καντίρ και την Ισέντρε στην Ερημιά. Και είχε βάλει κρυφά στη θέση τους τα περισσότερα κοσμήματα, για την κλοπή των οποίων είχε κατηγορηθεί η Ισέντρε· ο χαρακτήρας της Λανφίαρ ήταν άσπλαχνος ακόμα και μέσα στη μικροψυχία της. Πάντως, αν πίστευε ότι ο Ραντ μπορούσε να την αγαπήσει, δεν θα της φαινόταν εμπόδιο το γεγονός ότι η Ισέντρε ήταν Σκοτεινόφιλη.
«Θα ’πρεπε να τους είχα αφήσει να τη διώξουν για να φτάσει στο Δρακότειχος μόνη της, αν μπορούσε», συνέχισε με αδιάφορο ύφος, «αλλά ποιος ξέρει τι θα έλεγε για να γλιτώσει; Για να προστατεύσω τον Ασμόντιαν, πρέπει ως ένα σημείο να προστατεύω την Ισέντρε και τον Καντίρ». Το κοκκίνισμα στο πρόσωπό της χάθηκε, αλλά, καθώς άνοιγε το στόμα της να μιλήσει, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Ο Ραντ πετάχτηκε όρθιος. Κανένας δεν θα αναγνώριζε τη Λανφίαρ, αλλά, αν ανακάλυπταν μια γυναίκα στο δωμάτιό του, μια γυναίκα που οι Κόρες δεν την είχαν δει να μπαίνει από κάτω, σίγουρα θα υπήρχαν ερωτήσεις και αυτός δεν είχε απαντήσεις.
Όμως η Λανφίαρ είχε ήδη ανοίξει μια πύλη, προς ένα μέρος γεμάτο λευκές μεταξωτές ταπισερί και ασήμια. «Μην ξεχνάς ότι είμαι η μόνη ελπίδα σου να ζήσεις, αγάπη μου». Ήταν παράξενο να αποκαλείς κάποιον αγάπη σου με τόσο ψυχρή φωνή. «Στο πλευρό μου, δεν θα φοβάσαι τίποτα. Στο πλευρό μου, θα κυβερνήσεις ― ό,τι υπάρχει και θα υπάρξει ποτέ». Ύψωσε τη χιονόλευκη φούστα της, πέρασε στην άλλη πλευρά και η πύλη έκλεισε γοργά.
Το χτύπημα ξανακούστηκε προτού ο Ραντ προλάβει να διώξει το σαϊντίν και να ανοίξει την πόρτα.
Η Ενάιλα κοίταξε καχύποπτα το δωμάτιο πιο πέρα, μουρμουρίζοντας, «Έλεγα μήπως η Ισέντρε...» Τον κοίταξε μ’ ένα βλέμμα που τον κατηγορούσε. «Οι δοραταδελφές ψάχνουν παντού για σένα. Κανένας δεν σε είδε να επιστρέφεις». Κούνησε το κεφάλι της, όρθωσε το κορμί της· πάντα προσπαθούσε να στέκεται με όσο πιο ψηλό παράστημα μπορούσε. «Οι αρχηγοί ήρθαν να μιλήσουν με τον Καρ’α’κάρν», του είπε με επισημότητα. «Περιμένουν κάτω».
Αποδείχθηκε ότι, όντας άνδρες, περίμεναν στον προθάλαμο με τις κολόνες. Ο ουρανός ακόμα ήταν σκοτεινός, όμως μια αναλαμπή της αυγής φαινόταν πάνω από τα βουνά στην ανατολή. Μπορεί να αδημονούσαν με τις δύο Κόρες που στέκονταν ανάμεσά σ’ αυτούς και στις ψηλές πόρτες, αλλά τα σκιώδη πρόσωπά τους δεν το έδειχναν.
«Το Σάιντο ξεκίνησε», του γάβγισε ο Χαν μόλις φάνηκε. «Και το Ρέυν, το Μιαγκόμα, το Σιάντε... Όλες οι φατρίες!»
«Είναι με τον Κουλάντιν ή μ’ εμένα;» ζήτησε να μάθει ο Ραντ.
«Το Σάιντο πάει προς το Πέρασμα Τζανγκάι», είπε ο Ρούαρκ. «Για τους άλλους, θα δείξει. Αλλά ξεκίνησαν με όσα δόρατα δεν είναι απαραίτητα για να υπερασπιστούν τα φρούρια, τις αγέλες και τα κοπάδια».
Ο Ραντ απλώς ένευσε. Να πού είχε καταλήξει η αποφασιστικότητά του να μην επιτρέψει σε κανέναν να του υπαγορεύσει τι θα έκανε. Όποιος κι αν ήταν ο σκοπός των υπόλοιπων φατριών, ο Κουλάντιν σίγουρα σχεδίαζε να περάσει το Τζανγκάι για να πάει στην Καιρχίν. Να πού θα κατέληγαν τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του για ειρήνη, αν το Σάιντο σπάραζε κι άλλο την Καιρχίν, όσο ο Ραντ καθόταν στο Ρουίντιαν περιμένοντας τις άλλες φατρίες.