«Τότε θα πάμε κι εμείς στο Τζανγκάι», είπε τελικά.
«Αν σκοπεύει να περάσει, δεν θα τον προφτάσουμε», προειδοποίησε ο Έριμ και ο Χαν πρόσθεσε ξινά, «Αν πάνε με το μέρος του κάποιοι από τους άλλους, τότε θα μας πιάσουν στ’ ανοιχτά, σαν τυφλοσκούληκα στον ήλιο».
«Δεν θα κάτσω εδώ άπραγος μέχρι να το μάθω», είπε ο Ραντ. «Αν δεν μπορέσω να προφτάσω τον Κουλάντιν, θα είμαι ακριβώς πίσω του μέχρι την Καιρχίν. Ξυπνήστε τα δόρατα. Φεύγουμε όσο πιο γρήγορα μπορέσετε μετά το πρώτο φως».
Οι αρχηγοί του έκαναν την παράξενη εκείνη Αελίτικη υπόκλιση, την οποία χρησιμοποιούσαν μόνο στις πιο επίσημες περιστάσεις, με το ένα πόδι μπροστά και το ένα χέρι απλωμένο, κι έφυγαν. Μόνο ο Χαν άνοιξε το στόμα του. «Μέχρι το ίδιο το Σάγιολ Γκουλ».
7
Μια Αναχώρηση
Η Εγκουέν χασμουρήθηκε στην εωθινή γκριζάδα και ανέβηκε στη φοράδα της, τη Μιστ. Αμέσως αναγκάστηκε να τραβήξει απότομα τα χαλινάρια, καθώς το άλογο με τρίχωμα στο χρώμα της ομίχλης άρχισε να τινάζεται νευρικά. Το ζώο είχε μήνες να νιώσει καβαλάρη στη ράχη του. Οι Αελίτες όχι μόνο προτιμούσαν να πηγαίνουν πεζοί, αλλά απέφευγαν σχεδόν εντελώς να ιππεύουν, παρ’ όλο που χρησιμοποιούσαν άλογα και μουλάρια ως υποζύγια. Ακόμα κι αν διέθεταν αρκετή ξυλεία για να κατασκευάσουν άμαξες, το έδαφος στην Ερημιά δεν ήταν φιλικό στις ρόδες των οχημάτων, όπως είχαν ανακαλύψει μετά λύπης τους αρκετοί έμποροι.
Δεν ανυπομονούσε να αρχίσει το μακρύ ταξίδι της προς τα δυτικά. Τώρα ο ήλιος κρυβόταν πίσω από τα βουνά, όταν όμως θα έκανε την εμφάνισή του αργότερα, η ζέστη θα άρχιζε να δυναμώνει ώρα με την ώρα, και, όταν έπεφτε η νύχτα, δεν θα υπήρχε η βολική σκηνή για να την δεχθεί. Η Εγκουέν επίσης έβρισκε ότι η Αελίτικη ενδυμασία δεν ήταν κατάλληλη για ιππασία. Η μαντήλα που φορούσε, τυλιγμένη στο κεφάλι της κατά παράξενο τρόπο, την προστάτευε από τον ήλιο, όμως εκείνες οι ογκώδεις φούστες άφηναν τα πόδια της να προβάλλουν ως το γόνατο, αν δεν πρόσεχε. Δεν ήταν μόνο η σεμνότητα το πρόβλημα, αλλά και οι φουσκάλες. Ο ήλιος από τη μια μεριά και... Αποκλείεται να είχε χάσει πολύ τη φόρμα της στον ένα μήνα που είχε ν’ ανέβει στη σέλα. Τουλάχιστον έτσι έλπιζε, αλλιώς το ταξίδι θα ήταν ατελείωτο. Όταν ηρέμησε τη Μιστ, η Εγκουέν είδε την Άμυς να την κοιτάζει, και αντάλλαξαν χαμόγελα. Ένιωθε νυσταγμένη, αλλά δεν έφταιγε το τρέξιμο της περασμένης νύχτας· αν μη τι άλλο, την είχε βοηθήσει να κοιμηθεί ακόμα πιο γλυκά. Ο λόγος ήταν ότι τη νύχτα είχε βρει τα όνειρα της Σοφής, και, για να το γιορτάσουν, είχαν πιει τσάι μέσα στο όνειρο, στο Φρούριο της Κρυόπετρας· ήταν δειλινό και τα παιδιά έπαιζαν ανάμεσα στις καλλιεργημένες πεζούλες των πλαγιών, ενώ μια δροσερή αύρα φυσούσε από την κοιλάδα, καθώς έγερνε ο ήλιος.
Φυσικά, αυτό από μόνο του δεν θα της είχε κλέψει την ξεκούραση, αλλά ένιωθε τέτοια αγαλλίαση, ώστε, ενώ έφυγε από το όνειρο της Άμυς, δεν σταμάτησε· δεν μπορούσε να σταματήσει και δεν θα το έκανε ό,τι κι αν της έλεγε η Άμυς. Υπήρχαν όνειρα παντού τριγύρω, αν και τα περισσότερα δεν είχε ιδέα σε ποιον ανήκαν. Τα περισσότερα, όχι όλα. Η Μελαίν ονειρευόταν ότι βύζαινε ένα μωρό στα στήθια της, και η Μπάιρ ονειρευόταν έναν από τους νεκρούς συζύγους της, και στο όνειρο ήταν και οι δύο νέοι με ξανθά μαλλιά. Η Εγκουέν έδωσε ιδιαίτερη προσοχή για να μην μπει σ’ αυτά τα όνειρα· οι Σοφές θα καταλάβαιναν αυτοστιγμεί τυχόν εισβολέα και ανατρίχιασε στη σκέψη της τιμωρίας που θα της επέβαλλαν.
Τα όνειρα του Ραντ φυσικά ήταν μια πρόκληση, την οποία δεν θα αρνιόταν να αντιμετωπίσει. Τώρα που μπορούσε να πεταρίζει από όνειρο σε όνειρο, ήταν δυνατόν να μην επιχειρήσει αυτό στο οποίο είχαν αποτύχει οι Σοφές; Μόνο που, όταν είχε προσπαθήσει να μπει στα όνειρά του, ένιωσε σαν να είχε πέσει τρέχοντας σε έναν αόρατο πέτρινο τοίχο. Ήξερε ότι τα όνειρά του βρίσκονταν στην άλλη πλευρά και ήταν σίγουρη ότι θα μπορούσε να βρει πέρασμα, αλλά δεν είχε εργαλείο, δεν είχε σημείο να αρχίσει. Ήταν ένας τοίχος φτιαγμένος από το τίποτα. Δεν θα παρατούσε αυτό το πρόβλημα, αν δεν το έλυνε. Όταν αποφάσιζε κάτι, ήταν επίμονη σαν κουνάβι.
Ολόγυρα της οι γκαϊ’σάιν πηγαινοέρχονταν, φορτώνοντας στα μουλάρια ό,τι αποτελούσε το στρατόπεδο των Σοφών. Σε λίγη ώρα, μόνο ένας Αελίτης ή κάποιος ανάλογης ικανότητας ιχνηλάτης θα μπορούσε να καταλάβει ότι είχαν υπάρξει κάποτε σκηνές σ’ αυτόν τον σκληρό πηλό. Ίδια δραστηριότητα επικρατούσε και στις γύρω βουνοπλαγιές και το σούσουρο επεκτεινόταν και στην πόλη. Θα έφευγαν χιλιάδες, αν και όχι όλοι. Αελίτες συνωθούνταν στους δρόμους της πόλης και οι άμαξες στο καραβάνι του αφέντη Καντίρ ήταν παραταγμένες στη μεγάλη, φαρδιά πλατεία, φορτωμένες τη συλλογή της Μουαραίν, ενώ οι τρεις ασπροβαμμένες υδροφόρες άμαξες στο τέλος της γραμμής έμοιαζαν με πελώρια βαρέλια πάνω σε ρόδες, με είκοσι μουλάρια να σέρνουν την καθεμία. Η άμαξα του Καντίρ στην κεφαλή του καραβανιού ήταν ένα μικρό άσπρο σπιτάκι πάνω σε τροχούς με σκαλοπάτια στο πίσω μέρος και μια μεταλλική καμινάδα να προεξέχει από την επίπεδη οροφή. Ο χοντρός έμπορος με τη γερακίσια μύτη, που σήμερα φορούσε ιβουάρ μετάξι, της έκανε μια χαιρετούρα με το αταίριαστο, ταλαιπωρημένο καπέλο του, καθώς την προσπερνούσε έφιππος, ενώ το πλατύ χαμόγελο που της άστραψε δεν έφτανε ως τα μαύρα, γερτά μάτια του.