Выбрать главу

Εκείνη τον αγνόησε παγερά. Τα όνειρά του ήταν σκοτεινά και δυσάρεστα, και μερικές φορές χυδαία. Κάποιος πρέπει να του βουτήξει το κεφάλι σ’ ένα βαρέλι τσάι από γαλαζάγκαθο, σκέφτηκε βλοσυρά.

Φτάνοντας στη Στέγη της Κόρης, ύφανε την πορεία της, κάνοντας ελιγμούς ανάμεσα στους γκαϊ’σάιν που έτρεχαν πέρα-δώθε και στα μουλάρια που έστεκαν καρτερικά. Είδε με έκπληξη μια από τις μορφές που φόρτωναν τα πράγματα, τα οποία είχαν οι Κόρες, να φορά μαύρη ρόμπα, όχι λευκή. Ήταν γυναίκα, όπως έδειχνε το ανάστημά της, και παραπατούσε κάτω από το βάρος ενός δέματος δεμένου με σπάγκο, το οποίο μετέφερε στην πλάτη της. Καθώς οδηγούσε τη Μιστ για να προσπεράσει τη μορφή, η Εγκουέν έσκυψε για να κοιτάξει κάτω από την κουκούλα της γυναίκας και είδε το ταλαιπωρημένο πρόσωπο της Ισέντρε, που στα μάγουλά της ήδη κυλούσε ο ιδρώτας. Χαιρόταν που οι Κόρες την άφηναν —ή την έστελναν― να βγαίνει έξω σχεδόν τσίτσιδη, αλλά της φάνηκε πραγματικά περιττή σκληρότητα να τη ντύσουν με μαύρη ρόμπα. Αφού ιδρωκοπούσε από τόσο νωρίς, όταν θα την πλάκωνε η ζέστη της μέρας θα πέθαινε.

Πάντως το τι έκαναν οι Φαρ Ντάραϊς Μάι δεν ήταν δική της υπόθεση. Η Αβιέντα της το είχε πει ευγενικά αλλά κατηγορηματικά. Η Αντελίν και η Ενάιλα της είχαν φερθεί σχεδόν με αγένεια, και μια νευρώδης, ασπρομάλλα Κόρη ονόματι Σούλιν είχε φτάσει στο σημείο να την απειλήσει ότι θα την έπιανε από το αυτί και θα την έσερνε πίσω στις Σοφές. Παρ’ όλο που είχε προσπαθήσει να πείσει την Αβιέντα να μην της απευθύνεται πια ως Άες Σεντάι, την ενοχλούσε το γεγονός ότι οι υπόλοιπες Κόρες, μετά τους πρώτους δισταγμούς για το πώς να την αντιμετωπίσουν, είχαν συμπεράνει ότι ήταν απλώς άλλη μια μαθήτρια των Σοφών. Το χειρότερο ήταν ότι δεν την άφηναν να διαβεί την είσοδο της Στέγης, παρά μόνο αν ισχυριζόταν ότι οι Σοφές την είχαν στείλει για θελήματα.

Οδήγησε γοργά τη Μιστ μέσα στο πλήθος, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι αποδεχόταν τη δικαιοσύνη των Φαρ Ντάραϊς Μάι, και δεν είχε σχέση με την αμηχανία που ένιωθε βλέποντας τις Κόρες να την κοιτάζουν, σίγουρα έτοιμες να την αρχίσουν στο κήρυγμα, αν πίστευαν ότι σκόπευε να χώσει τη μύτη της στις δουλειές τους. Και δεν είχε σχέση με το ότι αντιπαθούσε την Ισέντρε. Δεν ήθελε να σκέφτεται όσα είχε δει φευγαλέα στα όνειρα της άλλης γυναίκας, λίγο προτού έρθει η Κογουίντε να την ξυπνήσει. Ήταν εφιάλτες βασανιστηρίων, κι αυτά που πάθαινε έκαναν την Εγκουέν να το βάλει στα πόδια φρικιώντας, ενώ κάτι σκοτεινό και κακό γελούσε κοιτώντας την να τρέχει. Δεν ήταν παράξενο που η Ισέντρε φαινόταν ταλαιπωρημένη. Η Εγκουέν είχε ξυπνήσει τόσο απότομα, ώστε η Κογουίντε, η οποία μόλις την είχε αγγίξει στον ώμο, είχε τιναχτεί προς τα πίσω.

Ο Ραντ ήταν στο δρόμο μπροστά στη Στέγη της Κόρης, φορώντας σούφα για τον ήλιο που θα πρόβαλλε κι ένα γαλάζιο μεταξωτό σακάκι, με τόσα χρυσοκέντητα στολίσματα που ταίριαζε σε παλάτι, αν και μπροστά ήταν μισοξεκούμπωτο. Είχε μια καινούρια αγκράφα στη ζώνη, περίτεχνη, σε σχήμα Δράκοντα. Σιγά-σιγά αποκτούσε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, αυτό ήταν ολοφάνερο. Στεκόταν πλάι στον Τζήντ’εν, το σταχτή πιτσιλωτό επιβήτορά του, και μιλούσε με τους αρχηγούς φατρίας και μερικούς από τους Αελίτες εμπόρους που θα έμεναν στο Ρουίντιαν.

Ο Τζέησιν Νατάελ, που στεκόταν σχεδόν κολλητά με τον Ραντ, έχοντας την άρπα στην πλάτη του και κρατώντας τα γκέμια του σελωμένου μουλαριού που είχε αγοράσει από τον αφέντη Καντίρ, ήταν ακόμα πιο πλούσια ντυμένος· ασημένια κεντίδια σκέπαζαν σχεδόν ολόκληρο το μαύρο σακάκι του και καταρράχτες λευκής δαντέλας χύνονταν από το λαιμό και τα μανικέτια του. Ακόμα και οι μπότες του ήταν δουλεμένες με ασήμι στο σημείο που δίπλωναν στο γόνατο. Ο μανδύας βάρδου με τα μπαλώματα χαλούσε το σύνολο, όμως οι βάρδοι ήταν παράξενοι τύποι.