Οι έμποροι φορούσαν καντιν’σόρ, και, παρ’ όλο που τα μαχαίρια στη ζώνη τους ήταν μικρότερα από τα μαχαίρια των πολεμιστών, η Εγκουέν γνώριζε ότι μπορούσαν να κουμαντάρουν το δόρυ, αν χρειαζόταν· είχαν κάτι από —αν όχι όλη― τη θανατηφόρα χάρη των αδελφών τους που έφεραν το δόρυ. Οι εμπόρισσες διακρίνονταν πιο εύκολα, φορώντας φαρδιές λευκές μπλούζες αλγκόντ και μακριές μάλλινες φούστες, κεφαλομάντηλα και επώμια. Οι Αελίτισσες, με εξαίρεση τις Κόρες και τις γκαϊ’σάιν —και την Αβιέντα― φορούσαν όλες πλήθος από βραχιόλια και κολιέ από χρυσό και φίλντισι, ασήμι και πετράδια, μερικά Αελίτικης κατασκευής, άλλα αγορασμένα και μερικά από λάφυρα. Οι Αελίτισσες που ήταν κι εμπόρισσες, όμως, φορούσαν διπλάσια στολίδια από τις άλλες, αν όχι περισσότερα.
Η Εγκουέν άκουσε ένα μέρος από αυτά που έλεγε ο Ραντ στους εμπόρους.
«...τουλάχιστον να δώσετε στους Ογκιρανούς τέκτονες το ελεύθερο να χτίσουν αυτά που θέλουν. Όσο μπορείτε να το ανεχθείτε. Δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσετε να ξαναφτιάξετε το παρελθόν».
Αρα τους είχε βάλει να στείλουν μήνυμα στα στέντιγκ, για να ξαναχτίσουν οι Ογκιρανοί το Ρουίντιαν. Καλό αυτό. Μεγάλο μέρος της Ταρ Βάλον ήταν έργο Ογκιρανών, και όπου τους είχαν αφήσει να δουλέψουν κατά πώς ήθελαν, τα κτήριά τους σου έκοβαν την ανάσα.
Ο Ματ είχε ήδη ανέβει στο μουνούχι του, τον Πιπς, με το πλατύγυρο καπέλο του φορεμένο χαμηλά και το κοντάρι εκείνου του παράξενου δόρατος να στηρίζεται στον αναβολέα του. Το πράσινο σακάκι του με τον ψηλό γιακά έδειχνε ότι, όπως συνήθως, είχε κοιμηθεί με τα ρούχα. Η Εγκουέν είχε αποφύγει τα όνειρά του. Μια Κόρη, μια ψηλή χρυσομάλλα, του χάρισε ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο, που φάνηκε να τον φέρνει σε αμηχανία. Έτσι έπρεπε· η γυναίκα παραήταν μεγάλη γι’
αυτόν. Η Εγκουέν ξεφύσηξε. Άσε με να χαρείς, ξέρω καλά τι ονειρευόταν ο Ματ! Τράβηξε τα γκέμια και στάθηκε δίπλα του, για να ψάξει με το βλέμμα την Αβιέντα.
«Της είπε να κάνει ησυχία κι αυτή τον άκουσε», έλεγε ο Ματ, καθώς η Μιστ σταματούσε δίπλα του. Έδειξε με το κεφάλι του τη Μουαραίν και τον Λαν· εκείνη φορούσε ανοιχτογάλανο μεταξωτό φόρεμα κι έσφιγγε τα χαλινάρια της λευκής φοράδας της, κι εκείνος τον μανδύα του, πάνω στο μεγάλο μαύρο πολεμικό άτι του. Ο Λαν είχε καρφώσει το βλέμμα του στη Μουαραίν, ανέκφραστος όπως πάντα, ενώ εκείνη ήταν έτοιμη να ξεσπάσει από την αδημονία, καθώς αγριοκοίταζε τον Ραντ. «Άρχισε να του λέει ότι είναι λάθος αυτό που κάνει —μου φάνηκε ότι ήταν η εκατοστή φορά που το έλεγε― κι αυτός της είπε, “Το αποφάσισα, Μουαραίν. Στάσου κατά μέρος και κάνε ησυχία μέχρι να βρω χρόνο για σένα”. Σαν να περίμενε ότι θα τον υπάκουγε. Κι έτσι έγινε. Πες μου, βγάζει καπνούς από τα αυτιά της;»
Το χαχανητό του έδειχνε τόση ικανοποίηση, τόση χαρά για το πνευματώδες σχόλιό του, που η Εγκουέν παραλίγο θα αγκάλιαζε το σαϊντάρ για να του δώσει ένα μάθημα εκεί, ενώπιον όλων. Αντίθετα όμως ξεφύσησε πάλι αρκετά δυνατά, για να του πει ότι το έκανε γι’ αυτόν και τα αστεία του και το γέλιο του. Αυτός της έριξε μια λοξή, ειρωνική ματιά και χασκογέλασε πάλι, γεγονός που την εκνεύρισε ακόμα περισσότερο.
Για λίγο έμεινε να κοιτάζει σαστισμένα τη Μουαραίν. Η Άες Σεντάι είχε κάνει αυτό που της είχε πει ο Ραντ; Αδιαμαρτύρητα; Ήταν σαν να υπάκουγε σε διαταγή μια Σοφή, σαν να έβγαινε ο ήλιος τα μεσάνυχτα. Είχε ακούσει φυσικά για την επίθεση· εκείνο το πρωί είχαν διαδοθεί παντού οι φήμες για πελώρια σκυλιά που άφηναν αχνάρια στην πέτρα. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι σχέση είχαν το ένα με το άλλο, όμως, απ’ ό,τι είχε μάθει, ήταν το μόνο καινούριο που είχε συμβεί, εκτός από την είδηση για το Σάιντο, και δεν έφτανε για να προκαλέσει τέτοια αντίδραση. Τίποτα δεν θα προκαλούσε τέτοια αντίδραση, απ’ όσο ήξερε. Σίγουρα η Μουαραίν θα της έλεγε να μην τη νοιάζει, αλλά την Εγκουέν την ένοιαζε. Δεν της άρεσε όταν δεν καταλάβαινε κάτι.
Εντόπισε την Αβιέντα που στεκόταν στο χαμηλότερο σκαλοπάτι της Στέγης και οδήγησε τη Μιστ γύρω από το πλήθος κι απέναντι από τον Ραντ. Η Αελίτισσα είχε στυλώσει ένα σκληρό βλέμμα πάνω του σαν την Άες Σεντάι, αλλά παντελώς ανέκφραστο. Στριφογυρνούσε διαρκώς το φιλντισένιο βραχιόλι της, ασυναίσθητα όπως φαινόταν. Με κάποιον τρόπο, σχετιζόταν κι αυτό με το πρόβλημα που είχε η Αβιέντα με τον Ραντ. Η Εγκουέν δεν μπορούσε να το καταλάβει· η Αβιέντα αρνιόταν να το συζητήσει μαζί της κι αυτή δεν μπορούσε να ρωτήσει κάποια άλλη, εφόσον έτσι ίσως έφερνε σε δύσκολη θέση τη φίλη της. Το φιλντισένιο βραχιόλι με τη σκαλισμένη φλόγα που φορούσε η ίδια ήταν δώρο από την Αβιέντα, επισφράγισμα του ότι ήταν κονταδελφές. Το δώρο που της είχε κάνει η ίδια ως ανταπόδοση ήταν το ασημένιο μενταγιόν που φορούσε η Αβιέντα, για το οποίο ο αφέντης Καντίρ ισχυριζόταν ότι ήταν φτιαγμένο στο Καντορινό μοτίβο που λεγόταν χιονονιφάδες. Είχε αναγκαστεί να ζητήσει χρήματα από τη Μουαραίν, αλλά της φαινόταν να ταιριάζει σε μια γυναίκα που δεν θα έβλεπε ποτέ της χιόνι. Αυτό είχε αλλάξει τώρα· ήταν ελάχιστες οι πιθανότητες να γυρίσουν πριν από το χειμώνα. Ό,τι κι αν σήμαινε το βραχιόλι, η Εγκουέν ήταν βέβαιη ότι στο τέλος θα έλυνε το γρίφο.